Λόγω της καίριας γεωγραφικής της θέσης, η Κύπρος ήταν πάντοτε ένας χώρος που δεχόταν πολλούς ξένους επισκέπτες. Ο όρος «επισκέπτης» δεν μπορεί να ταυτιστεί πλήρως με τον όρο «τουρίστας».
Σε παλαιότερες εποχές, πριν καθιερωθεί και αναπτυχθεί ο οργανωμένος τουρισμός της σύγχρονης εποχής, εκείνοι που ταξίδευαν ήσαν είτε ναυτικοί και έμποροι, είτε προσκυνητές από την Ευρώπη που εκτελούσαν προσκυνηματικά ταξίδια προς τους Αγίους Τόπους. Ιδίως κατά τα Μεσαιωνικά Χρόνια, αλλά και αργότερα, τεράστια ρεύματα Ευρωπαίων προσκυνητών εκτελούσαν το πραγματικά δύσκολο, πολύμηνο (κάποτε και πολύχρονο), όσο και επικίνδυνο ταξίδι προς τους Αγίους Τόπους, για λόγους προσκυνήματος. Συνήθως ως χώροι εκκινήσεως ήσαν μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια (όπως η Βενετία), για όσους έκαναν το ταξίδι διά θαλάσσης. Αυτοί αναγκαστικά περνούσαν και από την Κύπρο, βασικό σταθμό τέτοιων θαλασσίων ταξιδιών. Η ναυσιπλοΐα ήταν δύσκολη, υπό τις τότε συνθήκες, οι δε προσκυνητές υπέφεραν τα πάνδεινα.
Εξάλλου αντιμετώπιζαν πολύ συχνά και τους πειρατές, που ελυμαίνοντο τις θάλασσες, ενώ οι διάφορες ασθένειες αποδεκάτιζαν πολλούς. Ωστόσο τα ρεύματα των προσκυνητών ήσαν μεγάλα, και αυτοί ήσαν άνθρωποι όλων των κατηγοριών: από τιτλούχοι και ευγενείς, ακόμη και βασιλιάδες, μέχρι αστοί, κληρικοί, ή και φτωχοί πιστοί. Οι τιτλούχοι και ευγενείς συνήθως ταξίδευαν συνοδευόμενοι από ακολούθους, γραμματείς και υπηρετικό προσωπικό. Η Κύπρος αποτελούσε, για όλους ανεξαιρέτως, έναν αναζωογονητικό σταθμό μετά τις μεγάλες ταλαιπωρίες και τους κινδύνους της θάλασσας. Αποτελούσε επίσης σημαντικό σταθμό ανεφοδιασμού, τόσο σε νερό όσο και σε ξύλα, καθώς επίσης και σε φθηνά είδη διατροφής (φρούτα, κρασί, κρέατα). Επειδή δεν ήταν δυνατή η διατήρηση φρέσκου κρέατος στα καράβια, οι ταξιδιώτες αγόραζαν ζωντανά ζώα (πουλερικά, κατσίκες, πρόβατα κλπ.), τα οποία έσφαζαν και μαγείρευαν καθ’ οδόν (γι' αυτό επρομηθεύοντο και ξύλα μεταξύ άλλων, για το μαγείρεμα). Επίσης, στην Κύπρο οι επισκέπτες αυτοί είχαν την ευκαιρία να ξεκουραστούν, να εκτελέσουν προσκυνήματα σε μοναστήρια του νησιού, να περιηγηθούν αξιοθέατα, να λειτουργηθούν σε ναούς, ακόμη και να θάψουν τους νεκρούς τους.
Μεταξύ των πολλών χιλιάδων τέτοιων επισκεπτών, διαφόρων εποχών και διαφόρων εθνικοτήτων, αρκετοί ήσαν εκείνοι που έγραφαν τις εντυπώσεις τους, σε ταξιδιωτικά τους κείμενα, στις οποίες περιελάμβαναν και τις εντυπώσεις τους από την Κύπρο, που συνήθως την επισκέπτοντο δύο φορές: καθ' οδόν προς τους Αγίους Τόπους και όταν επέστρεφαν από εκεί στην Ευρώπη. Τέτοια κείμενα αποτελούν σήμερα πολυτιμότατες μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, διαφόρων εποχών, για πόλεις και χωριά της Κύπρου, για ιστορικά πρόσωπα και ιστορικά γεγονότα, για μνημεία και αξιοθέατα, για ασχολίες των κατοίκων και για προϊόντα, για ήθη, έθιμα, θρύλους και παραδόσεις.
Τα περισσότερα τέτοια κείμενα, από όσα σώζονται, ανήκουν σε προσκυνητές των Αγίων Τόπων. Μερικά αποτελούν ταξιδιωτικές εντυπώσεις ανθρώπων που ταξίδευαν για άλλους λόγους (είτε εμπορευομένων, είτε αξιωματούχων σε αποστολές, είτε γεωγράφων που έκαναν μετρήσεις και καταγραφές και εξέδιδαν σχετικά εγχειρίδια και βοηθήματα, κλπ.). Μερικοί, ακόμη, ήσαν απλώς περιηγητές, που ταξίδευαν για να γνωρίσουν νέες χώρες και να αποκτήσουν εμπειρίες και γνώσεις, ή και φυσιοδίφες, βοτανολόγοι και άλλοι. Όλα πάντως τα κείμενα αυτά, αποτελούν αξιόλογες μαρτυρίες.
Πρώτος εξέδωσε μία συλλογή τέτοιων περί Κύπρου μαρτυριών ο Claude Delaval Cobham. Στο έργο του Excerpta Cypria (Cambridge University Press, 1908), συγκέντρωσε και παρέθεσε στην αγγλική, μαζί και με άλλο υλικό, τα περί Κύπρου αποσπάσματα 62 επισκεπτών του νησιού, διαφόρων εποχών. Επίσης, ο Θεόφιλος Μογιάμπγκαπ εξέδωσε το 1941, επίσης στην αγγλική γλώσσα, και σε τρία μέρη, τα περί Κύπρου αποσπάσματα μερικών επισκεπτών του νησιού, διαφόρων εποχών, μαζί με άλλο υλικό (κείμενα περί Κύπρου, ανθρώπων που δεν υπήρξαν επισκέπτες της). Το 1990 το Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Κύπρου εξέδωσε τον πρώτο τόμο του έργου του Gilles Grivaud, Excerpta Cypria Nova. Σ' αυτό περιλαμβάνονται τα περί Κύπρου αποσπάσματα 50 ταξιδιωτών/ προσκυνητών του 15ου αιώνα, κυρίως Γάλλων και Γερμανών, στις αντίστοιχες γλώσσες. Επίσης, σε επιστημονικά και άλλα περιοδικά και σε επετηρίδες, διάφοροι μελετητές παρέθεσαν κατά καιρούς διάφορα σκόρπια κείμενα επισκεπτών της Κύπρου.
Τέλος, ο Αντρος Παυλίδης συγκέντρωσε και εξέδωσε σε τρεις τόμους, στην ελληνική γλώσσα μεταφρασμένα, και συνοδευόμενα από σημειώσεις και σχόλια, τα περί Κύπρου κείμενα 106 συνολικά επισκεπτών της, από τον 1ο αιώνα μέχρι και τα μέσα του 20ού. Στο έργο του αυτό, υπό τον τίτλο: «Η Κύπρος ανά τους Αιώνες μέσα από τα κείμενα Ξένων Επισκεπτών της» (Λευκωσία, 1993- 1995, σύνολο σελίδων 1506), η ανθολόγηση των 106 κειμένων έγινε από ένα σύνολο 256, αντιστοίχων επισκεπτών.
Υπάρχει ακόμη, σε ξένες βιβλιοθήκες και σε ξένα αρχεία, και αρκετό άλλο υλικό που θα πρέπει κάποτε να τύχει επεξεργασίας και να εκδοθεί.
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι μερικοί επισκέπτες, ιδίως των πρώτων χρόνων της Αγγλοκρατίας (1878-1890), έγραψαν και εξέδωσαν σε βιβλία ολόκληρες μονογραφίες ή και ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Κύπρο. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνονται και ελάχιστοι προγενέστεροι (όπως ο αββάς Τζιοβάννι Μαρίτι — 18ος αιώνας). Η έκδοση αγγλικών κυρίως βιβλίων ειδικά για την Κύπρο αμέσως μετά την έναρξη της Αγγλοκρατίας (1878) από επισκέπτες της, δεν ήταν άσχετη προς το μεγάλο ενδιαφέρον που είχε προκληθεί τότε στο αγγλικό κοινό, ακριβώς λόγω του ότι η Κύπρος ήταν το νέο «απόκτημα» της Μεγάλης Βρετανίας.