Χρύσανθος Β' επίσκοπος Πάφου

Image

Ανεψιός του αρχιεπισκόπου ΧρυσάνθουΑ', επίσκοπος Πάφου από το 1805 μέχρι την εκτέλεσή του από τους Τούρκους στις 9 Ιουλίου 1821. Στον θρόνο της Πάφου διαδέχθηκε τον αποθανόντα επίσκοπο Σωφρόνιον Β', ενώ αυτού διάδοχος ήταν ο Πανάρετος, που διετέλεσε αρχιδιάκονος του Χρυσάνθου και ο οποίος υστερότερα έγινε και αρχιεπίσκοπος Κύπρου.

 

Ο Χρύσανθος καταγόταν από το χωριό Τρεις Ελιές, όπως κι οι συγγενείς του αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος και Κιτίου Χρύσανθος. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς είχε γεννηθεί. Πάντως το 1806 (τον επόμενο, δηλαδή, χρόνο από την άνοδό του στον επισκοπικό θρόνο), ο Ισπανός περιηγητής Ali Bey που είχε επισκεφθεί την Κύπρο, τον είχε συναντήσει στη Λευκωσία και τον περιγράφει ως άνθρωπο νεαρό αλλά έξυπνο και επιδέξιο (Excerpta Cypria, p. 394). Πριν εκλεγεί επίσκοπος Πάφου είχε υπηρετήσει ως αρχιμανδρίτης της επισκοπής Κιτίου. Πατέρας του ήταν ο ιερέας Μιχαήλ από τις Τρεις Ελιές. Επίσκοπος Πάφου ενθρονίστηκε στις 27 Αυγούστου του 1805.

 

Ο Πάφου Χρύσανθος είναι γνωστός όχι μόνο για τη δραστηριότητά του κατά το 1821 και τον αποκεφαλισμό του από τους Τούρκους στη Λευκωσία, αλλά κι από άλλους αγώνες του κατά της βουλιμίας των Τούρκων αξιωματούχων. Στον Κώδικα Β' (σσ. 176-177) της μητρόπολης Πάφου βρίσκεται η ακόλουθη καταγραφή με ημερομηνία 14 Νοεμβρίου 1809 (διατηρείται η ορθογραφία του κειμένου):

 

αωθ' νοέμβριου ιδ. γίνεν γωγή ες τό κραταιόν δεβλέττη, κ το  γεμόνος χασάναγα τς κύπρου, κατατν ρχιερέων, τι χρεόστον ες αυτν, ς ραγιά βεκκίλιδες, ρέστος τν εσοδημάτων, τοτόπου, γρ. χιλιάδες τριακόσιαις, δηλαδή 300, καί ς δήνατοι οραγιάδες κ τς κατάδυναστήας τν γαρηνν, καί λειλατισμόν τς κρίδος, κρίθη ελογον, τά μοναστήρια και   κλισίαις νά πολίσουν τά αυτν ποστατικά, κινιτάτε και κίνιτα, να λευθερωθόσην, οαρχιερες, ντες χαψόμενοι κ τοχο.,.σάνοι, γίνεν προσταγή κ τοπανιερωλογιωτάτου μν δεσπότου, κυ, κυ, χρυσάνθου, καί πουλλίθησαν τά κάτωθεν, ς φένωνται, κατατόπους...

 

Ακολουθεί κατάλογος πωληθέντων αντικειμένων από μοναστήρια και εκκλησίες της Πάφου (όπως καντήλια, σταυροί και άλλα εκκλησιαστικά σκεύη) καθώς και ακινήτων (μύλοι και χωράφια). Ο κατάλογος δεν είναι πλήρης επειδή η καταγραφή δεν είχε συμπληρωθεί για άγνωστο λόγο.

 

Μερικοί μελετητές εξάγουν, από το πιο πάνω απόσπασμα, το συμπέρασμα ότι οι Κύπριοι αρχιερείς είχαν φυλακιστεί από τον Τούρκο κυβερνήτη της Κύπρου το 1809 Πράγματι, τέτοιο συμπέρασμα βγαίνει από τη φράση ἴνα ἐλευθερωθόσην, οἱ  ἀρχιερεῖς, ὄντες χαψόμενοι..., ευρισκόμενοι δηλαδή στην χάψην (=φυλακή).  Όμως τούτο δεν είναι απόλυτα βέβαιο, ή τουλάχιστον δεν είναι βέβαιο αν φυλακίστηκαν όλοι οι αρχιερείς και για πόσο διάστημα. Ο συντάκτης του σημειώματος είναι δυνατό να εννοούσε ότι οι πωλήσεις εκκλησιαστικών περιουσιών, με εντολή του Πάφου Χρυσάνθου, έγιναν ακριβώς για να γλυτώσουν και αποφύγουν οι αρχιερείς την φυλάκιση.

 

Το πιο πάνω σημείωμα είναι, πάντως, διαφωτιστικό της κατάστασης η οποία επικρατούσε: Οι αρχιερείς, ως υπεύθυνοι για την είσπραξη των φόρων από τους ραγιάδες (ραγιά βεκκιλίδες), δεν είχαν κατορθώσει να εισπράξουν όλους τους φόρους από τον λαό, επειδή ο λαός δεν είχε χρήματα να πληρώσει λόγω των συνθηκών, της αρπακτικότητας των Τούρκων και καταστροφών στην παραγωγή από επιδρομές ακρίδων. Έτσι οι αρχιερείς είτε φυλακίστηκαν είτε απειλούντο με φυλάκιση για ένα καθυστερημένο ποσόν φόρων, ανερχόμενο σε 300.000 γρόσια. Προκειμένου να πληρωθεί το ποσόν αυτό, ο Πάφου Χρύσανθος, μη θέλοντας να πιέσει περισσότερο τον λαό της επισκοπικής του περιφέρειας, ἔκρινε εὔλογον να διατάξει την πώληση κινητής και ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας. Πιθανώς το ίδιο έγινε και στις λοιπές εκκλησιαστικές περιφέρειες από τους άλλους αρχιερείς.

 

Όπως ελέχθη και πιο πάνω, ο Πάφου Χρύσανθος ήταν συγγενής του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, όπως κι ο Κιτίου Χρύσανθος. Οι συγγένειες αυτές έδωσαν λαβή στους αντιπάλους του αρχιεπισκόπου να τον κατηγορούν ότι είχε μετατρέψει τα της Εκκλησίας σε οικογενειακή υπόθεση.   Όταν δε οι αντίπαλοι του γηραιού αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, μ' επικεφαλής τον μετέπειτα αρχιεπίσκοπο κι εθνομάρτυρα Κυπριανόν* κατόρθωσαν να επιτύχουν την έκδοση σουλτανικού διατάγματος που να τον εξορίζει, μαζί του εξορίστηκε κι ο Κιτίου Χρύσανθος. Ο Πάφου Χρύσανθος, άγνωστο πώς και γιατί, απέφυγε την εξορία (είναι λανθασμένη, επί του προκειμένου, η αναφορά των Χάκκετ-Παπαϊωάννου [Ἱστορία Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τόμος Α', 1923, σ. 305] ότι ανεψιός του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου ήταν ο Πανάρετος που πέθανε το 1805 κι έτσι εξασθένισε η ισχύς του αρχιεπισκόπου. Ανεψιός του ήταν ο Χρύσανθος, κι εξάλλου ο αποθανών το 1805 επίσκοπος Πάφου δεν ήταν ο άγιος Πανάρετος [1767-1790] αλλά ο Σωφρόνιος Β' [1790-1805]).

 

Ωστόσο τόσο ο Πάφου Χρύσανθος όσο κι οι άλλοι δυο επίσκοποι που παρέμειναν στην Κύπρο (ο Κυρηνείας Ευγένιος και ο Τρεμιθούντος Σπυρίδων), αν και τυπικά μπορούσαν να χειροτονήσουν νέο αρχιεπίσκοπο και νέο επίσκοπο Κιτίου, ωστόσο δεν το έπραξαν. Προφανώς αντελήφθησαν αυτό που επιβεβαιώθηκε κι από το πατριαρχείο Αντιοχείας όπως κι από τον ευρισκόμενο τότε στην Κύπρο αρχιεπίσκοπο Σιναίου Κωνστάντιον, ότι η άνοδος στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του ως τότε οικονόμου της Αρχιεπισκοπής Κυπριανού ήταν παράνομη και αντικανονική. Όταν όμως, πολύ σύντομα, ο γηραιός αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος πέθανε στην εξορία (οπότε και τυπικά χήρεψε η αρχιεπισκοπική έδρα), οι πάντες, και μαζί κι ο Πάφου Χρύσανθος, αναγνώρισαν ως νέο αρχιεπίσκοπο τον Κυπριανό, το 1810.

 

Δεν είναι γνωστό ποια ήταν η σχέση του Πάφου Χρυσάνθου με τον νέο αρχιεπίσκοπο Κυπριανό μετά τα γεγονότα του 1810. Φαίνεται όμως ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε φανερή σύγκρουση των δύο, μέχρι το 1821 οπότε κι οι δυο εκτελέστηκαν. Ακόμη, είναι γνωστές οι σχέσεις του αρχιεπισκόπου Κυπριανού με την Φιλική Εταιρεία που προετοίμασε την ελληνική επανάσταση του 1821. Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι σχέσεις με την Φιλική Εταιρεία είχε και ο Πάφου Χρύσανθος.

 

Είναι επίσης γνωστό ότι ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός απέφυγε να οδηγήσει και την Κύπρο σε επανάσταση, ακολουθώντας ολόκληρη την υπόλοιπη Ελλάδα. Φαίνεται όμως ότι ο Πάφου Χρύσανθος έβλεπε διαφορετικά τα πράγματα. Αναφέρεται, συγκεκριμένα (αλλ' όχι με επαρκείς μαρτυρίες) ότι με δική του φροντίδα είχαν εξοπλιστεί αρκετοί κάτοικοι της Πάφου, έως 300, που ύψωσαν την ελληνική σημαία και βάδισαν κατά της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Η δύναμή τους (υπό την αρχηγία κάποιου Πέτρου) όλο και μεγάλωνε καθ' οδόν, αφού όλο και περισσότεροι εθελοντές ενώνονταν μαζί τους. Τελικά έφθασαν στη Λευκωσία περίπου 1.000, που όμως αντιμετωπίστηκαν στον Άγιο Δομέτιο από τον τουρκικό στρατό, ηττήθηκαν και διασκορπίστηκαν.

 

Την ανάμειξη του επισκόπου Χρυσάνθου σε κίνημα προς αποτίναξη του τουρκικού ζυγού επιβεβαιώνει και σουλτανικό βεράτιο που εξεδόθη στις 12 Αυγούστου του 1821, δηλαδή 33 ημέρες μετά την εκτέλεση του Χρυσάνθου. Το βεράτιο εξεδόθη προς αναγνώριση κι επικύρωση της εκλογής νέου επισκόπου Πάφου, του Παναρέτου.  Σύμφωνα προς το σουλτανικό αυτό έγγραφο, ο Πανάρετος αντικατέστησε τον επίσκοπο Πάφου Χρύσανθο, αφού ο Χρύσανθος εξετελέσθη περιφρονητικώς. Ως λόγους για την εκτέλεσή του, το έγγραφο αναφέρει την απιστία και καταχθονίους πράξεις του Χρυσάνθου, ο οποίος, διά προσπαθειών καί εγχειρημάτων απεργαζόταν την πικρίαν των ραγιάδων.

 

Ο Πάφου Χρύσανθος, όπως κι ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και άλλοι ιεράρχες και κληρικοί, καθώς και πρόκριτοι και πολλοί άλλοι, περιλαμβάνονταν στον κατάλογο προγραφών του αιμοδιψούς κυβερνήτη της Κύπρου, κατά το 1821, Κουτσιούκ* Μεχμέτ. Οι ιεράρχες και άλλοι είχαν συλληφθεί ενωρίτερα και τελικά εκτελέστηκαν. Οι σφαγές και εκτελέσεις κράτησαν μέρες και ο αριθμός των θυμάτων ξεπέρασε κατά πολύ τον αρχικό κατάλογο προγραφών.

 

Πρώτοι εκτελέστηκαν, στις 9 Ιουλίου 1821, στην πλατεία Σεραγίου στη Λευκωσία (η εκτέλεσή τους ήταν δημόσια) οι ιεράρχες. Οι τρεις επίσκοποι (Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος και Κυρηνείας Λαυρέντιος) εκτελέστηκαν με αποκεφαλισμό. Στον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό είχε υποσχεθεί ο Κουτσιούκ Μεχμέτ ότι δεν θα τον αποκεφάλιζε, έτσι αυτός εκτελέστηκε με απαγχονισμό.