Εφραίμ ο Αθηναίος

Image

Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1766 - 1771), διαπρεπής λόγιος και κληρικός του 18ου αιώνα, κατά κόσμον Ευθύμιος. Γεννήθηκε στην Αθήνα από πατέρα Ηπειρώτη και μητέρα Αθηναία και πέθανε στα Ιεροσόλυμα το 1771. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα κοντά στον Παύλο τον Ιθακήσιο και τον Αγάπιο Βουλησμά. Αργότερα φοίτησε στην ονομαστή Σχολή της Πάτμου, όπου μαθήτευσε κοντά στον Γεράσιμο Βυζάντιο, ενώ ταυτόχρονα πήρε και το μοναχικό σχήμα.

 

Κατά το 1741, ο Εφραίμ ήταν ήδη γνωστός και φημισμένος ιεροκήρυκας, αφού εκλήθη στην Κύπρο από τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Φιλόθεο (1733 -1759) για να αναλάβει την διεύθυνση της Ελληνικής Σχολής (που ονομάστηκε και Ελληνομουσείον) η οποία είχε τότε μόλις ιδρυθεί στη Λευκωσία, και στο εξής λειτουργούσε με την ευθύνη της Αρχιεπισκοπής. Ο Εφραίμ απεδέχθη την πρόσκληση και ήρθε στο νησί το 1741 ή 1742, όπου και παρέμεινε ως διευθυντής του Ελληνομουσείου για 19 χρόνια, πολλούς τῶν μαθητῶν παιδείᾳ καί μαθήσει κατακοσμῶν, κατά τον Αγκύρας Σεραφείμ.

 

Βλέπε λήμμα: Ελληνική Σχολή

 

Στην Κύπρο ο Εφραίμ ανέπτυξε ποικιλόμορφη δραστηριότητα, τόσο ως δάσκαλος των ελληνικών γραμμάτων και διευθυντής του Ελληνομουσείου, όσο και ως ιεροκήρυκας και σύμβουλος του αρχιεπισκόπου, αλλά και ως συγγραφέας. Την Σχολή της Λευκωσίας ο Εφραίμ οργάνωσε με πρότυπο την Πατμιάδα Σχολή από την οποία είχε ο ίδιος αποφοιτήσει. Τον Αύγουστο του 1748, μετά από παράκληση των μοναχών του μοναστηριού του Κύκκου, ο Εφραίμ έγραψε την Περιγραφή τῆς ἱερᾶς βασιλικῆς καί σταυροπηγιακῆς μονῆς Κύκκου που εξεδόθη αρχικά το 1751 στη Βενετία και όπου δίνει πληροφορίες και πέραν από όσες αφορούν τον Κύκκο, όπως για παράδειγμα για την ίδρυση της Μονής των Ιερέων (ή Αγίας Μονής) στην Πάφο από τον άγιο Ευτύχιο. Το 1757, μαζί με ανώτερους κληρικούς της Κυπριακής Εκκλησίας, πήρε μέρος στην ανακομιδή των λειψάνων του αγίου Νεοφύτου από την Εγκλείστρα στον μεγάλο ναό του μοναστηριού, και στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό στη σύνθεση μέρους της δεύτερης Ακολουθίας τοῦ  ἁγίου Νεοφύτου που ψάλλεται στις 28 Σεπτεμβρίου.

 

Βλέπε λήμμα: Άγιος Νεόφυτος 

 

Μετά το θάνατο του αρχιεπισκόπου Φιλοθέου, το 1757, προτάθηκε στον Εφραίμ το αξίωμα του αρχιεπισκόπου Κύπρου, αλλά ο ίδιος δεν το απεδέχθη. Τον επόμενο χρόνο πήγε στο Άγιον Όρος, από όπου μετέφερε στην Κύπρο, από το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, την κάρα του αγίου Μιχαήλ Συννάδων που κατά τις τότε επικρατούσες αντιλήψεις είχε τη θαυματουργική ιδιότητα να καταπολεμά τις ακρίδες που είχαν καταντήσει πραγματική μάστιγα και κατέστρεφαν τη γεωργική παραγωγή. Τον ίδιο χρόνο πήγε στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον επίσκοπο Κιτίου Μακάριο, με αποστολή να διεκτραγωδήσουν την καταστροφή που είχε πλήξει την Κύπρο εξαιτίας της επιδημίας πανώλης, και να ζητήσουν από την Υψηλή Πύλη ελάττωση της φορολογίας. Παρά τις προσπάθειες των Μακαρίου και Εφραίμ, η αποστολή τους δεν πέτυχε.

 

Το 1761 ο Εφραίμ πήγε στη Δαμασκό, όπου ασχολήθηκε με διάφορα θεολογικά ζητήματα, κι απ’ εκεί κατέληξε στα Ιεροσόλυμα όπου για μικρό χρονικό διάστημα ασκήτευσε στο μοναστήρι του Αγίου Σάββα. Στη συνέχεια δίδαξε στη Σχολή των Ιεροσολύμων. Λίγο αργότερα εξελέγη μητροπολίτης Ναζαρέτ και το 1766 έγινε πατριάρχης Ιεροσολύμων. Μετά την εγκαθίδρυσή του στον πατριαρχικό θρόνο, άρχισε περιοδεία από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Μολδοβλαχία με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για τις ανάγκες του πατριαρχείου. Η έκρηξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768) ματαίωσε τα σχέδιά του και τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, όπου αγωνίστηκε μαζί με τον μητροπολίτη Πτολεμαΐδος Σωφρόνιο για τη ματαίωση των αξιώσεων των Λατίνων πάνω στον Πανάγιο Τάφο. Μετά την παραχώρηση από τον σουλτάνο Μουσταφά Γ΄ φιρμανίου στο οποίο επικύρωνε τα δικαιώματα των Ορθοδόξων, επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα, όπου μετά από λίγο αρρώστησε και πέθανε το 1771. Ετάφη στο Νεοχώριο, όπου βρίσκεται το κοινοτάφιο των πατριαρχών Ιεροσολύμων.

 

Ο Εφραίμ υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ιεράρχες της εποχής του, με πλούσια μόρφωση και ενάρετη ζωή. Πολλοί από τους μαθητές του, όπως ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος και ο ιερομόναχος Σεραφείμ, έγιναν στη συνέχεια δάσκαλοι ή λόγιοι τόσο στην Κύπρο όσο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.

 

Πεθαίνοντας, άφησε αξιόλογο συγγραφικό και εκδοτικό έργο τόσο πεζό όσο και ποιητικό. Έγραψε μεταξύ άλλων ύμνους αφιερωμένους στην Παναγία, στον Τίμιο Σταυρό, στον άγιο Νεόφυτο, στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και άλλους.

 

Βλέπε λήμμα: Παναγία Κύκκου, Τρόοδος

 

Παραθέτουμε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα από τον Κανόνα εἰς τήν ἐν Κύκκῳ θαυματουργόν εἰκόνα τῆς Παναγίας.

 

Ρανά τῷ Κύκκου ὂρος τόν γλυκασμόν,

τήν προτέραν Παρθένε εὐπρέπειαν,

ἀπολαβών, διά τῆς εἰκόνος τῆς σεπτῆς,

ἧσπερ κατοικητήριον

ὣρισας πρό χρόνων τοῦτο σαφῶς, διά

τοῦ Ἡσαΐου, ταύτην ἐκ Βιζαντίου

ἂξασα τρόποις οἷς ηὐδόκησας.

Ἀπέλαυσεν ἡ Κύπρος τόν θησαυρόν,

δεξαμενή τήν θείαν εἰκόνα σου,

Μῆτερ θεοῦ, δαίμονες ἠλάθησαν δι' αὐτῆς,

νοσοῦντες ἀνερρώθησαν,

καί ἡ γῆ διψῶσα ὓδωρ πολύ, ἐδέχθη ἐν

λαγόσι, καί ὓμνοις εὐχαρίστει,

ν Κόρη φρούρει ταῖς πρεσβείαις σου...

 

Η ποίησή του μιμείται βυζαντινά πρότυπα με βαθύ θρησκευτικό αίσθημα, χωρίς όμως και ποιητική πρωτοτυπία. Από το συγγραφικό - εκδοτικό του έργο αναφέρουμε την Περιγραφή τῆς Σεβασμίας καί Βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Κύκκου, Τυπικόν, Λαυσαϊκόν, Βίβλος περιέχουσα κανόνας μερικῶν ἁγίων, Ὀρθόδοξος διδασκαλία τοῦ Μελετίου Πῆγα καί Ἀκολουθία τοῦ  Ἀποστόλου Βαρνάβα, στον πρόλογο της οποίας μιλώντας για τους Κυπρίους τους χαρακτηρίζει ως ἀνέραστους παιδείας καί τῶν ἐκ ταύτης καλῶν.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια