Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας

Οι αναθεωρήσεις του Συντάγματος

Image

Μια από τις σημαντικότερες αρμοδιότητες της Βουλής είναι το δικαίωμά της να αναθεωρεί το σύνταγμα, τον υπέρτατο νόμο του κράτους. Από την αναθεώρηση εξαιρούνται τα θεμελιώδη άρθρα του συντάγματος, που καθορίζουν τη μορφή του πολιτεύματος ως προεδρικής Δημοκρατίας, με Έλληνα Πρόεδρο και Τούρκο Αντιπρόεδρο, καθώς και όλες οι διατάξεις που διασφαλίζουν το δικοινοτικό χαρακτήρα του κράτους και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Τα υπόλοιπα άρθρα του συντάγματος μπορεί να τροποποιηθούν, με την προϋπόθεση θετικής ψήφου των δύο τρίτων των Ελληνοκύπριων βουλευτών και των δύο τρίτων των Τουρκοκύπριων βουλευτών.

 

Μετά τα γεγονότα του 1963 και την αποχώρηση των δεκαπέντε Τουρκοκύπριων βουλευτών, η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας, επικαλούμενη το δίκαιο της ανάγκης, έχει μέχρι στιγμής αναθεωρήσει το σύνταγμα δέκα τέσσερις φορές:

 

Το 1989 η Βουλή, ανταποκρινόμενη στην ανάγκη για εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου, τροποποίησε το άρθρο 111 του συντάγματος και εισήγαγε το θεσμό του πολιτικού γάμου και νομοθεσία που διέπει τις σχέσεις των συζύγων.

 

Το Νοέμβριο του 1996, προσαρμοζόμενη στα σύγχρονα δεδομένα και αντιλήψεις για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, προχώρησε στην τροποποίηση του άρθρου 63 του συντάγματος και επέκτεινε το δικαίωμα της ψήφου στις βουλευτικές εκλογές, καθορίζοντας ως κατώτατο όριο ηλικίας των εκλογέων το δέκατο όγδοο έτος, αντί το εικοστό πρώτο που προέβλεπε το σύνταγμα.

 

Το Δεκέμβριο του 1996 η Βουλή προέβη στην τροποποίηση και του άρθρου 66.2 του συντάγματος, το οποίο επέβαλλε διεξαγωγή αναπληρωματικής εκλογής σε περίπτωση κένωσης βουλευτικής έδρας, ορίζοντας ότι σε τέτοια περίπτωση η κενωθείσα έδρα πληρούται από τον πρώτο επιλαχόντα βουλευτή του ίδιου κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων ή συνδυασμού ανεξαρτήτων.

 

Το 2002 η Βουλή, στα πλαίσια της αίτησης της Κυπριακής Δημοκρατίας για προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της εναρμόνισης της κυπριακής νομοθεσίας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και ιδιαίτερα με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Καταστατικό για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, προχώρησε στην τροποποίηση των άρθρων 47, 118 και 119 του συντάγματος, ώστε να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.

 

Η πέμπτη αναθεώρηση του συντάγματος, προέκυψε από την προσχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ανάγκη να ανταποκριθεί η Δημοκρατία επιτυχώς στις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ένταξή της, καθώς και στις διεθνείς της υποχρεώσεις.  Ως εκ τούτου, η Βουλή το 2006 προέβη σε τροποποίηση του συντάγματος με την προσθήκη σε αυτό του νέου άρθρου 1Α και την τροποποίηση των άρθρων 11, 140, 169 και 179, σύμφωνα με τα οποία αναγνωρίζεται η υπεροχή του δικαίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι των συνταγματικών διατάξεων της Κυπριακής Δημοκρατίας και ρυθμίζεται μεταξύ άλλων η σύλληψη ή κράτηση πολίτη της Δημοκρατίας προς το σκοπό παράδοσής του με βάση ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, αλλά μόνο αναφορικά με γεγονότα που επισυνέβησαν ή πράξεις που τελέστηκαν μετά την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

 Το 2010 η Βουλή τροποποίησε το άρθρο 17 του συντάγματος, δίνοντας στις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας τη δυνατότητα να επεμβαίνουν κατά την άσκηση του δικαιώματος της επικοινωνίας και υπό προϋποθέσεις να παρακολουθούν τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, με σκοπό την ασφάλεια της Δημοκρατίας και τη δημόσια ασφάλεια, την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών οποιουδήποτε προσώπου.

 

Το 2013 η Βουλή προέβη σε νέα τροποποίηση του άρθρου 11 του συντάγματος για σκοπούς πλήρους συμμόρφωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις υποχρεώσεις της ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τις πρόνοιες για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ κρατών μελών, έτσι ώστε να επιτρέπεται η έκδοση Κυπρίων υπηκόων για γεγονότα που επισυνέβησαν ή πράξεις που τελέστηκαν και πριν από την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επιπλέον να καταστεί σαφές ότι η σύλληψη για σκοπούς έκδοσης, όταν υπάρχει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, διενεργείται στη βάση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, χωρίς να απαιτείται η έκδοση τοπικού.

 

Το 2015 πραγματοποιήθηκε η όγδοη αναθεώρηση του συντάγματος με την τροποποίηση του άρθρου 146, που σκοπό είχε την ίδρυση με νόμο Διοικητικού Δικαστηρίου, ώστε να αποσυμφορηθεί σε σημαντικό βαθμό το Ανώτατο Δικαστήριο και να επιτευχθεί o στόχος της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης. Στο Διοικητικό Δικαστήριο παραχωρήθηκαν βάσει νόμου η αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδικάζει σε πρώτο βαθμό προσφυγές που εκδίκαζε δυνάμει του άρθρου 146 το Ανώτατο Δικαστήριο και ενισχυμένες δικαιοδοτικές εξουσίες, όταν η προσφυγή αφορά φορολογικό ζήτημα ή διαδικασία διεθνούς προστασίας.

 

Τον Απρίλιο του 2016 η Βουλή ψήφισε την ένατη τροποποίηση του συντάγματος, τροποποιώντας το άρθρο 15 του συντάγματος, ώστε  η διαφάνεια στη δημόσια ζωή ή η λήψη μέτρων κατά της διαφθοράς να περιληφθούν στους λόγους για τους οποίους είναι επιτρεπτή η κατά νόμο επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ψήφιση νομοθεσίας για την υποχρεωτική δημοσιοποίηση και τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων των πολιτειακών αξιωματούχων.

 

Tο Σεπτέμβριο του 2016 η Βουλή προέβη στη δέκατη τροποποίηση του συντάγματος, με την οποία καταργήθηκε η  παράγραφος 2 του άρθρου 7 του συντάγματος, που προέβλεπε τη δυνατότητα επιβολής θανατικής ποινής διά νόμου στις περιπτώσεις φόνου εκ προμελέτης, εσχάτης προδοσίας, πειρατείας κατά το διεθνές δίκαιο και αδικήματος τιμωρούμενου διά ποινής θανάτου σύμφωνα με το στρατιωτικό ποινικό νόμο και συνακόλουθα απαλείφθηκαν οι συναφείς αναφορές σε θανατική ποινή από τα άρθρα 11, 47, 48, 49, 83, 106, καθώς και από την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του συντάγματος.

 

Στις 5 Ιουλίου 2019 η Βουλή ομόφωνα ενέκρινε την τροποποίηση του άρθρου 167 του συντάγματος, ώστε να διασφαλισθεί συνταγματικά η οικονομική αυτονομία της νομοθετικής εξουσίας με την κατάρτιση του προϋπολογισμού της αυτόνομα και χωρίς την εμπλοκή της εκτελεστικής εξουσίας. Στις 12 Ιουλίου, το νομοθετικό σώμα, αποδεχόμενο μερικώς την αναπομπή του Προέδρου της Δημοκρατίας, ψήφισε ομόφωνα σε νόμο επαναδιατυπωμένο κείμενο του αναπεμφθέντος νόμου, προβαίνοντας έτσι στην ενδέκατη τροποποίηση του συντάγματος.

 

Με σκοπό να καλυφθεί το συνταγματικό κενό που διαπιστώθηκε αναφορικά με την πλήρωση αποποιηθείσας ή μη καταληφθείσας βουλευτικής έδρας, η Βουλή των Αντιπροσώπων ομόφωνα προχώρησε στη δωδέκατη τροποποίηση του συντάγματος (άρθρα 66 και 71), έτσι που η πλήρωσή της να διενεργείται με τρόπο που θα καθορίζεται σε νόμο. Η ρύθμιση κρίθηκε αναγκαία, ώστε να καταστεί δυνατή η πλήρωση της μη καταληφθείσας βουλευτικής έδρας κατά τις τελευταίες γενικές βουλευτικές εκλογές του 2016, λαμβάνοντας υπόψη τις δύο αποφάσεις του Εκλογοδικείου σε σχετικές εκλογικές αιτήσεις, τη σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της Αναφοράς του Προέδρου της Δημοκρατίας που ακολούθησε και την εισήγηση που εξέφρασε στο παρελθόν ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας για την ανάγκη τροποποίησης του συντάγματος για αντιμετώπιση του όλου ζητήματος. 


Ο σχετικός νόμος ψηφίστηκε στις 11 Οκτωβρίου 2019 με 32 ψήφους υπέρ και 12 εναντίον και αποσκοπούσε στην τροποποίηση του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου, ώστε να εισαχθούν σε αυτόν ρυθμίσεις, κατ’ επιταγήν της πρόσφατης τροποποίησης του συντάγματος, σύμφωνα με τις οποίες η πλήρωση βουλευτικής έδρας σε περίπτωση αποποίησης ή μη κατάληψης αυτής να διενεργείται από επιλαχόντα, κατ’ ανάλογο τρόπο που ισχύει σήμερα για κενωθείσα έδρα.

 

Η δέκατη τρίτη τροποποίηση του συντάγματος, που αποσκοπούσε στην τροποποίηση του άρθρου 40 του συντάγματος, ώστε στα απαιτούμενα για υποβολή υποψηφιότητας προς εκλογή Προέδρου ή Αντιπροέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί ότι «δεν έχει υπηρετήσει συνεχόμενα στο αξίωμα του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας τις αμέσως δύο προηγούμενες θητείες», πραγματοποιήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2019 και ψηφίστηκε σε νόμο με 38 ψήφους υπέρ και 12 εναντίον.

 

Η τροποποίηση του άρθρου 64 του συντάγματος, που ψηφίστηκε ομόφωνα σε νόμο στις 6 Δεκεμβρίου 2019, επέφερε τη δέκατη τέταρτη τροποποίησή του. Με τη ρύθμιση αυτή δόθηκε η δυνατότητα στους νεότερους να έχουν ενεργό ρόλο και λόγο στα πολιτικά δρώμενα του τόπου και ενισχύθηκε η συμμετοχή τους στα κοινά, αφού πλέον κατέστη δυνατή η διεκδίκηση βουλευτικής έδρας από πολίτες της Δημοκρατίας που συμπληρώνουν το 21ο έτος της ηλικίας αντί του 25ου έτους της ηλικίας που ίσχυε προηγουμένως.