Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αλαβροστοισ̌ώτης, -τισσα »

Επίθετο

Σημασία:

αυτός που βλέπει σκιές, παραισθήσεις, οπτασίες, σαν φαντάσματα.

Ετυμολογία:

αλαβρός+στοισ̌ιόν= δαιμόνιο, φάντασμα

Συνώνυμα:

αλαφροστοισ̌ώτης, -τισσα

Ειδικές φράσεις:

«...ποττέ να μεν δω τίποτες; ΄ξα ΄ν εφαινούνταν τότες! -Τούτοι, χαρώ σε, δείγνουνται στους αλαβροστοισ̌ιώτες...» (Λιασίδη Παύλου, «Άπαντα», Τομ. 1, σελ.145, 1997)