Η παλαιότερη πηγή που έχει εντοπιστεί για την οικογένεια Φαρμακά ανάγεται στο έτος 1383, δηλαδή στα τέλη του 14ου αιώνα.
Εάν ανατρέξουμε στις πηγές της Φραγκοκρατίας θα ανακαλύψουμε αναφορές για την οικογένεια Φαρμακά της Κύπρου, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα είχε καταγωγή από το Βυζάντιο. Τα ονόματα άλλωστε με κατάληξη σε -ας που δηλώνουν επάγγελμα ή χαρακτηριστικό είναι συνήθως βυζαντινά. Επίσης, εάν κρίνουμε και από άλλες περιπτώσεις για τα ονόματα των χωριών μας, φρονούμε ότι η ίδια οικογένεια έδωσε το όνομά της και στο ομώνυμο και ωραίο ορεινό χωριό του διαμερίσματος Λευκωσίας, δηλαδή το χωριό Φαρμακάς. Επιπρόσθετα το όνομα Φαρμακάς κατά τη Φραγκοκρατία έφερε και ένας αμπελώνας κοντά στο χωριό Κλήρου. Στο χωριό Γούρρι, επίσης, ένα ρυάκι καλείται έως σήμερα Φαρμακάς και ως τοπωνύμιο έχει διασωθεί στο χωριό Πλατάνι του διαμερίσματος Αμμοχώστου. Η οικογένεια Φαρμακά, σύμφωνα με τις πηγές, ήταν οπωσδήποτε μία διακεκριμένη οικογένεια με οικονομική επιφάνεια, αλλά και μόρφωση όπως θα σχολιάσουμε στη συνέχεια.
Η παλαιότερη πηγή την οποία έχουμε εντοπίσει για την οικογένεια Φαρμακά ανάγεται στο έτος 1383, δηλαδή στα τέλη του 14ου αιώνα. Η πληροφορία αυτή για την οικογένεια Φαρμακά περιέχεται σε ένα χειρόγραφο, γνωστό με το όνομα της βενετικής οικογένειας Tiepolo, το οποίο εάν δεν ανήκε αποκλειστικά σε αυτήν ίσως μπορεί και να το διέσωσε. Η αναφορά του 1383 αφορά την κατοικία ενός Κωνστάντιου Φαρμακά και η είδηση αυτή αν και λακωνική φέρνει στο φως την οικονομική κατάσταση του εν λόγω μέλους της οικογένειας και εξηγούμαι για ποιους λόγους. Η κατοικία αυτή δεν ήταν βέβαια σε μια φτωχογειτονιά, αλλά ήταν οικοδομημένη σε μια ενορία στην οποία δεν βρισκόταν μόνο το δεύτερο ανάκτορο των Lusignan, αυτό το οποίο ήταν κοντά στη σημερινή Πύλη Πάφου, αλλά και όλων των άλλων μελών της βασιλικής οικογένειας, των “κούντηδων” όπως τους αποκαλεί ο χρονικογράφος μας Λεόντιος Μαχαιράς. Έτσι και η ενορία αυτή, όπως μαρτυρεί ο Λεόντιος Μαχαιράς, ήταν γνωστή ως τα Κουντιάτικα. Στην ίδια ενορία εκτός από το ανάκτορο ήταν οικοδομημένη και μία περίφημη κατοικία, το μέγαρο του αυθέντη της Τύρου, τίτλος που συνήθως κατείχε ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας σε ανάμνηση της Τύρου που κάποτε ανήκε στο λατινικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ.
Με βυζαντινή καταγωγή: Η οικογένεια Φαρμακά, σύμφωνα με τις πηγές, ήταν οπωσδήποτε μια διακεκριμένη οικογένεια με οικονομική επιφάνεια αλλά και μόρφωση
Σε αυτή την ενορία, τα Κουντιάτικα, ποιοι άλλοι άραγε κατοικούσαν; Εκτός από το δεύτερο ανάκτορο των Lusignan υπήρχε, όπως αναφέρθηκε, και το μέγαρο του αυθέντη της Τύρου, το οποίο στο χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά αναφέρεται με τη χαρακτηριστική γλώσσα του ως “απλίκιν του κυρού του Στύρου”. Με το ίδιο όνομα έχουμε συναντήσει το μέγαρο και στη διαθήκη του 1538 του μεγαλοφεουδάρχη Ευγένιου Συγκλητικού. Το μέγαρο αυτό ανήκε στον αυθέντη της Τύρου και χρησίμευσε για φιλοξενία υψηλών προσώπων και σε αυτό υπήρχαν νομισματοκοπείο αλλά και φυλακή. Αργότερα πέρασε στην ιδιοκτησία του φεουδάρχη Καίσαρα Ποδοκάθαρου και, τέλος, στον φεουδάρχη Ευγένιο Συγκλητικό. Όπως έχουμε καταδείξει με μελέτες μας, βασισμένες σε αρχειακό υλικό, πρόκειται για το ερειπωμένο οικοδόμημα που βρίσκεται δίπλα στην Παναγία της Τύρου, γνωστής σήμερα ως αρμενικής εκκλησίας. Στο έγγραφο του 1383, όπως σημείωνε ο Ιωάννης de Βrie, που έφερε τον τίτλο του πρίγκιπα της Γαλιλαίας και είχε σύζυγο τη Φιλίππα Verny, η κατοικία του γειτνίαζε με το μέγαρο του αυθέντη της Τύρου που είχε πλούσιους κήπους, κοντά σ’ αυτό ήταν και η κατοικία του Κωνστάντιου Φαρμακά, το περιβόλι και η κατοικία του άρχοντα Raimon Babin και η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Ο χρονικογράφος Γεώργιος Βουστρώνιος το 1448, εξήντα πέντε χρόνια μετά, αναφέρει στο χρονικό του ότι κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο, δηλαδή στην ίδια ενορία, ήταν και η κατοικία του Θωμά Verny. Όλοι αυτοί που κατοικούσαν στα Κουντιάτικα ήταν τιτλούχοι, φεουδάρχες και οικονομικά εύρωστοι και ασφαλώς εύρωστος ήταν και ο Κωνστάντιος Φαρμακάς.
Το 1452, ένα άλλο μέλος της οικογένειας Φαρμακά απαντά σε μια άλλη πηγή και φαίνεται να πρόκειται για έναν ευπαίδευτο άνδρα. Ο Πέτρος Φαρμακάς, απόγονος ή μάλλον γιος του Κωνστάντιου, αναφέρεται στη διαθήκη ενός σπουδαίου Κύπριου, του Ούγου Ποδοκάθαρου, της μεγάλης αυτής οικογένειας που διέπρεψε σε πολλούς τομείς κατά τη Φραγκοκρατία και κατά τους χρόνους της βενετικής κυριαρχίας. Ο Ούγος Ποδοκάθαρος ήταν φεουδάρχης και εκπροσωπούσε στη Δύση τον ίδιο τον βασιλιά της Κύπρου. Στη διαθήκη του μεταξύ των μελών της οικογένειάς του, των φίλων και των συνεργατών του, αναφέρεται και στον γραμματέα του Πέτρο (Perrin) Farmaca. Ας σημειωθεί ότι ο Ούγος Ποδοκάθαρος ήταν Έλληνας και στο δόγμα ορθόδοξος, όπως τεκμηριώνεται από το περιεχόμενο της διαθήκης του, αφού επιθυμούσε να ενταφιαστεί στο ορθόδοξο γυναικείο μοναστήρι της Λευκωσίας το αφιερωμένο στην Παναγία. Ο γραμματέας του πρέπει οπωσδήποτε να ήταν ευπαίδευτος και να γνώριζε όχι μόνο την ελληνική αλλά και την ιταλική, αφού υπηρετούσε, χωρίς υπερβολή, έναν τότε υπουργό των Εξωτερικών, θα μπορούσαμε να πούμε, του βασιλιά. Το γεγονός ότι ο Πέτρος Φαρμακάς ήταν ένας γραμματέας πραγματικά πολύτιμος στον Ποδοκάθαρο τεκμηριώνεται πρωτίστως από τη μνεία του ονόματός του στη διαθήκη του και ότι του άφηνε και ένα ποσό χρημάτων. Επίσης ο Ούγος Ποδοκάθαρος εξέφραζε την ελπίδα ότι και μετά τον θάνατό του θα εξακολουθούσε ο Πέτρος Φαρμακάς να προσφέρει ως γραμματέας τις υπηρεσίες του στην οικογένειά του.
Οι αμπελώνες του Φαρμακά στην Κλήρου
Κάποιοι αμπελώνες επίσης, που ήταν γνωστοί ως αμπέλια του Φαρμακά, στο χωριό Κλήρου Ορεινής του διαμερίσματος Λευκωσίας, σχετίζονταν με μία γυναικεία λατινική μονή της πρωτεύουσάς μας. Τα στοιχεία αυτά διασώθηκαν σε ένα έγγραφο από τα αρχεία του Βατικανού με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 1469. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι αυτοί οι αμπελώνες ήταν ιδιοκτησία της λατινικής μονής του Αγίου Θεοδώρου στη Λευκωσία. Η μονή αυτή ήταν κάποτε οικοδομημένη στον χώρο στον οποίο πρόσφατα, το 2004, είχε οικοδομηθεί το Ανώτατο Δικαστήριο. Κατά τη διάρκεια των εργασιών ήρθαν στο φως θεμέλια της γυναικείας αυτής μονής και επιτύμβια πλάκα της ηγουμένης. Στο σχετικό έγγραφο αναφέρεται ότι η ηγουμένη Μάρθα της μονής του Αγίου Θεοδώρου, μετά από συναίνεση του ηγουμένου της γειτονικής ανδρώας μονής, της αποκαλούμενης Beaulieu, είχε παραχωρήσει σε έναν ελεύθερο καλλιεργητή (franguomate), τον Κωνσταντίνο του Μπούκου, τους αμπελώνες στην Κλήρου Ορεινής με ετήσιο ενοίκιο. Οι αμπελώνες αυτοί, που φέρουν το όνομα του Φαρμακά, πέραν πάσης αμφιβολίας θα ανήκαν στους απογόνους του Κωνστάντιου Φαρμακά, του οποίου η κατοικία ήταν στην ενορία Κουντιάτικα της Λευκωσίας, όπως σημειώνεται στο έγγραφο του 1383.
Το χωριό Φαρμακάς πρέπει να οφείλει το όνομά του στην οικογένεια Φαρμακά και θα δημιουργήθηκε σε χώρο και έκταση που ανήκε κάποτε ως φέουδο σε κάποιο μέλος της οικογένειας αυτής. Έτσι το χωριό που δημιουργήθηκε στον χώρο που αποτελούσε φέουδο κάποιου μέλους της ίδιας οικογένειας και ονομαζόταν Φαρμακάς ή του Φαρμακά έλαβε την ίδια ονομασία. Το χωριό Φαρμακάς πρέπει να προϋπήρξε της Φραγκοκρατίας όπως και η πλειονότητα των χωριών της Κύπρου, εάν κρίνουμε από το βυζαντινό όνομα της οικογένειας που φέρει. Κατά τη Λατινοκρατία το χωριό ανήκε και τότε, όπως και σήμερα, στο διαμέρισμα Λευκωσίας, το οποίο διαμέρισμα, όμως, τότε ονομαζόταν βισκοντάτο (viscondato), γιατί στη Λευκωσία διέμενε ο βισκούντης που είχε δικαστικές εξουσίες στην πρωτεύουσα και στο διαμέρισμά της. Στους τέσσερις βενετικούς καταλόγους με τα χωριά της Κύπρου το χωριό σημειώνεται ως Farmacas, Farmakas ή Farmaca. Στην τελευταία απογραφή των ελεύθερων καλλιεργητών που είχαν διενεργήσει οι Βενετοί το 1565, το χωριό Φαρμακάς είχε μόλις έξι κατοίκους, που ήταν ελεύθεροι καλλιεργητές. Ασφαλώς θα είχε μεγαλύτερο αριθμό παροίκων, οι οποίοι ωστόσο δεν περιλαμβάνονταν στην απογραφή, όπως και τα γυναικόπαιδα, γιατί η τάξη αυτή διαβιούσε σε κατάσταση δουλείας και ήταν υποκείμενοι στους φεουδάρχες του χωριού, κι έτσι δεν υπήρχε κανένας λόγος να καταμετρηθούν, γιατί δεν πλήρωναν κανέναν δασμό ή φόρο όπως οι ελεύθεροι καλλιεργητές.
Κοντά στο χωριό Φαρμακάς βρίσκεται και το χωριό Καμπί, όπως αναφέρεται στις πηγές της Λατινοκρατίας, αλλά ήδη από τον 18ο αιώνα αναφέρεται ως Καμπί του Φαρμακά. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι ο Φαρμακάς είχε δημιουργηθεί ως οικισμός προτού δημιουργηθεί το χωριό Καμπί και ότι οι κάτοικοι που το είχαν δημιουργήσει θα είχαν μετακινηθεί από το ίδιο χωριό. Άλλωστε, το χωριό Καμπί απαντά μόνο στη βενετική απογραφή των φραγκομάτων του 1565, γεγονός που σημαίνει ότι είναι νεότερο χωριό από τον Φαρμακά και πρέπει να δημιουργήθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα. Το 1565, το Καμπί ή Καμπί του Φαρμακά είχε τριπλάσιους φραγκομάτους απ’ ό,τι ο Φαρμακάς αφού ανέρχονταν στους δεκαοκτώ και οι φραγκομάτοι του Φαρμακά ήταν μόνο έξι. Τέλος, τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει για την οικογένεια Φαρμακά της Κύπρου και όσα αναφέρονται στο ομώνυμο χωριό καταδεικνύουν ότι η Κύπρος διαφύλαξε σημαντικό πλούτο από το Βυζάντιο, ίσως περισσότερο από όσο ο ελλαδικός χώρος…
ΝΑΣΑ ΠΑΤΑΠΙΟΥ