Ο Φράγκος βασιλιάς Ερρίκος Β’ Lusignan, γιος του βασιλιά της Κύπρου Ούγου Γ’ Lusignan και της Ισαβέλλας Ιβελίνου (Ibelin), συνδέθηκε στενά με τον Στρόβολο και στον ίδιο οικισμό άλλωστε άφησε και την τελευταία του πνοή. Στα χρόνια της βασιλείας του, το ρηγάτο δέχθηκε κλυδωνισμούς, αφού ο αδελφός του Amaury Lusignan σφετερίστηκε το στέμμα και τον εξόρισε στην Αρμενία, πατρίδα της συζύγου του. Αξίζει μάλιστα να υπομνησθεί ότι ο Στρόβολος ήταν βασιλική ιδιοκτησία και έτσι οικοδομήθηκε εκεί και μία εξοχική βασιλική κατοικία. Το γεγονός αυτό και επιπρόσθετα η στενή σχέση του βασιλιά Ερρίκου Β’ Lusignan με τον Στρόβολο υπήρξαν ουσιαστικά οι λόγοι εξαιτίας των οποίων «μνημειώθηκε» στην ιστορία κατά τους χρόνους της Φραγκοκρατίας. Οι μόνες δηλαδή ειδήσεις που έχουμε για τον Στρόβολο κατά τη Φραγκοκρατία αφορούν τον οικισμό ως βασιλικό φέουδο και βασιλική ιδιοκτησία, η οποία είχε παραχωρηθεί από τον τελευταίο Φράγκο βασιλιά της δυναστείας σε ευνοούμενό του και ότι είχε οικοδομηθεί εκεί βασιλική κατοικία των Lusignan.
Ιδού όμως τι ακριβώς μας παραδίδεται σχετικά με τη βασιλική κατοικία στον Στρόβολο, τόσο από το Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά όσο και από άλλους Κύπριους χρονικογράφους. Όπως αναφέρεται από τις πηγές, ο βασιλιάς Ερρίκος Β’ Lusignan έπασχε από επιληψία, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με τους εχθρούς του, του δημιουργούσε προβλήματα στην εκτέλεση των βασιλικών καθηκόντων του και ο αδελφός του Amaury φρόντισε να τον εκδιώξει και ανέλαβε o ίδιος την εξουσία. Κατά τη διάρκεια που ο Amaury εξύφαινε τον σφετερισμό του στέμματος μαζί με άλλους ιππότες και οπαδούς του, ο βασιλιάς κάποια μέρα είχε μεταβεί με αξιωματούχους του βασιλείου από τη Λευκωσία στο χωριό Στρόβολος. Όπως αναφέρεται από τους χρονικογράφους, το χωριό αυτό βρίσκεται περίπου μισή λεύγα από τη Λευκωσία και υπήρχαν σε αυτό ωραίοι κήποι, περιβόλια και μια ωραία βασιλική κατοικία. Στον Στρόβολο ο βασιλιάς μετέβαινε συχνά, γιατί ευχαριστιόταν να διασκεδάζει, να ηρεμεί και να επιδίδεται στο κυνήγι κατά τις πρωινές ώρες αλλά και κατά τα απογεύματα. Ο αδελφός του που οργάνωνε με δολιότητα την εκδίωξή του, όταν έμαθε ότι ήταν στον Στρόβολο σκέφτηκε να μεταβεί εκεί κρυφά κάποιο βράδυ και να συλλάβει τόσο τον βασιλιά όσο και τους οπαδούς του που βρίσκονταν μαζί του. Έτσι αρμάτωσε και πεζούς και ιππείς στρατιώτες και απέκλεισαν όλους τους δρόμους που οδηγούσαν στον Στρόβολο, γιατί κάποιον από αυτούς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει και ο βασιλιάς για να επιστρέψει στη Λευκωσία. Οι οπαδοί του βασιλιά όταν πληροφορήθηκαν τα σχέδια του αδελφού του έσπευσαν και τον ενημέρωσαν. Αυτός τότε φρόντισε την ίδια νύχτα μαζί με τον Ούγο Baduin, σινεσκάρδο του βασιλείου, να επιστρέψει στη Λευκωσία μέσα από τους αγρούς και τα χωράφια και έτσι μπήκε κρυφά όχι από την κύρια είσοδο του ανακτόρου αλλά από μια πόρτα, όπως αναφέρεται, που οδηγούσε στο μπάνιο. Δίπλα στον βασιλιά έσπευσαν στη συνέχεια οι οπαδοί και η ακολουθία του. Δεν γλύτωσε ωστόσο από τον φθονερό αδελφό του αφού τελικά κατόρθωσε να τον εκδιώξει από τον θρόνο και να τον εξορίσει στην Αρμενία. Έτσι, ο βασιλιάς Ερρίκος Β’ Lusignan που είχε συνδεθεί και είχε αγαπήσει τον Στρόβολο, ζούσε πλέον εξόριστος στην Αρμενία. Γύρισε πίσω στην πατρίδα μετά από μερικά χρόνια, όταν ο σφετεριστής αδελφός του δολοφονήθηκε από κάποιον οπαδό του. Την ημέρα της επιστροφής του, όλος ο κόσμος, σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, πανηγύρισε και ντύθηκε στα γιορτινά του.
Ο θάνατος του βασιλιά
Στις 30 Μαρτίου του έτους 1324, ο βασιλιάς Ερρίκος Β’ Lusignan αναχώρησε από τη Λευκωσία για τον Στρόβολο. Στη συνοδεία του βασιλιά για την εξοχική του κατοικία ήταν ο Ιωάννης del Conte, επίσκοπος της Κύπρου, που καταγόταν από οικογένεια ευγενών και ευεργέτησε πολλαπλώς την εκκλησία. Ήταν επίσης μαζί του ο επίσκοπος της Πάφου και ο επίσκοπος της Αμμοχώστου και της Τορτόζας. Ο βασιλιάς, έφιππος προς τον Στρόβολο, διέσχισε τους γύρω κάμπους για αναψυχή και για να απολαύσει τη χλωρίδα της άνοιξης και ύστερα γύρισε στην εξοχική του κατοικία, όπου δείπνησε με τη συνοδεία του. Μαζί με τους ιεράρχες και τους ιππότες που τον περιστοίχιζαν είχε μακρά συζήτηση έως τα μεσάνυκτα. Στη συνέχεια, οι ιεράρχες και κάποιοι από τους ιππότες της ομήγυρης ζήτησαν άδεια από τον βασιλιά και επέστρεψαν στη Λευκωσία. Ο βασιλιάς πριν αποσυρθεί για ύπνο έδωσε εντολή στο υπηρετικό του προσωπικό να ετοιμάσει ό, τι χρειαζόταν για μια εξόρμηση στους γύρω λόφους και αγρούς γιατί το πρωί της επόμενης μέρας θα πήγαινε για κυνήγι με τους ιερακοτρόφους του, δηλαδή τους γερακάρηδές του. Στη συνέχεια, προσευχήθηκε και αποσύρθηκε για ύπνο. Το πρωί κατά τις αυγινές ώρες ο υπηρέτης και ο μάγειρας του βασιλιά ετοίμασαν το πρόγευμα και την πρωινή σούπα για τον ίδιο, όπως συνέβαινε συνήθως. Η πρωινή σούπα του βασιλιά μάλλον πρέπει να ήταν τραχανόσουπα, παραδοσιακό κυπριακό έδεσμα από τα βυζαντινά χρόνια, που παλαιότερα ο κόσμος συνήθιζε να την τρώει ως πρόγευμα. Όταν όμως ο υπηρέτης και ο μάγειρας μπήκαν στο υπνοδωμάτιο του βασιλιά τον βρήκαν νεκρό στο κρεβάτι του. Αμέσως ενημερώθηκε ο Ούγος Beduin, που είχε τότε τον τίτλο του σινεσκάρδου του βασιλείου και διέμενε και αυτός στον Στρόβολο, και ακολούθως ο κοντόσταβλος του βασιλείου Ούγος Lusignan και όλοι οι άρχοντες, ιππότες και αξιωματούχοι που ήταν συγκεντρωμένοι στο ανάκτορο στη Λευκωσία. Και την επομένη το πρωί, που ήταν 1η Απριλίου, ημέρα Κυριακή, του έτους 1324, η σορός του βασιλιά μεταφέρθηκε από τον Στρόβολο στη Λευκωσία και τοποθετήθηκε στην εκκλησία του Τάγματος των Ναϊτών, όπου τον έντυσαν με τα βασιλικά ενδύματα και το χρυσό στέμμα. Ακολούθως, με μεγάλη ευπρέπεια και άκρως τελετουργικά, όπως αρμόζει στους βασιλείς, ετάφη στον ναό του Αγίου Φραγκίσκου, δίπλα ακριβώς από την αγία τράπεζα (αλτάριο). Είχε βασιλεύσει τριάντα χρόνια, εννέα μήνες και επτά ημέρες και ο βίος του υπήρξε συνετός και τίμιος. Ήταν περίπου πενήντα τεσσάρων ετών. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά τον θάνατο του βασιλιά, σύμφωνα με τις πηγές, ελευθερώθηκαν όλοι οι φυλακισμένοι και όσοι είχαν καταδικαστεί για κάποια ποινή. Η εξόρμηση λοιπόν του βασιλιά εκείνη την ημέρα, στον Στρόβολο, στις 31 Μαρτίου του έτους 1324, δεν πραγματοποιήθηκε γιατί ο βασιλιάς Ερρίκος Β’ Lusignan, που αγάπησε με πάθος τον Στρόβολο, είχε αποχαιρετήσει μία για πάντα τον παρόντα κόσμο. Την 1η Απριλίου, ημέρα Κυριακή, του έτους 1324 η σορός του βασιλιά μεταφέρθηκε από τον Στρόβολο στη Λευκωσία και τοποθετήθηκε στην εκκλησία του Τάγματος των Ναϊτών, όπου τον έντυσαν με τα βασιλικά ενδύματα και το χρυσό στέμμα.
Θα μπορούσαμε εύλογα να αναρωτηθούμε πού ακριβώς άραγε να ήταν οικοδομημένη η βασιλική κατοικία στον Στρόβολο. Ο οικισμός ήταν οπωσδήποτε εδώ που βρίσκεται σήμερα ο παλαιός Στρόβολος και ένα ισχυρό στοιχείο είναι ο ποταμός που περνά μέσα από τον Στρόβολο. Άλλωστε από τα πανάρχαια χρόνια ήταν κάτι το οποίο συνηθιζόταν, δηλαδή να οικοδομούνται, για ευνόητους λόγους, κοντά σε ποταμούς πόλεις, οικισμοί ή και χωριά. Ασφαλώς η κατοικία του βασιλιά δεν θα ήταν οικοδομημένη δίπλα ή ανάμεσα στα σπίτια των κοινών θνητών στον οικισμό, αλλά κάπου κοντά. Έχει μάλιστα στο παρελθόν υποστηριχθεί ότι η βασιλική κατοικία ήταν κοντά στην παλαιά εκκλησία της Παναγίας της Χρυσελεούσας, η οποία ανάγεται στον 12ο ή και 13ο αιώνα, και ότι ο βασιλιάς εκκλησιαζόταν εκεί. Θα διαφωνούσαμε βέβαια με αυτήν την άποψη εφόσον ο οικισμός είναι προφραγκικός, όπως υποστηρίξαμε και στο προηγούμενο δημοσίευμά μας, και ως εκ τούτου θα είχε οπωσδήποτε και τη δική του εκκλησία. Ασφαλώς ο βασιλιάς δεν θα μετέτρεπε τον ναό των κατοίκων σε δικό του, αλλά θα οικοδομούσε το δικό του παρεκκλήσιο στην κατοικία του. Άλλωστε κάθε βασιλική κατοικία είχε το δικό της παρεκκλήσιο, όπως συνηθιζόταν τότε. Η βασιλική αυτή κατοικία πρέπει μάλλον να ήταν οικοδομημένη σε περίοπτη θέση στον Στρόβολο και όχι κοντά στις κατοικίες των κοινών θνητών. Ο λόφος όπου δεσπόζει και σήμερα δίπλα στον παλαιό Στρόβολο με υπέροχη θέα, και φαντάζομαι τότε διέθετε και πλουσιότατη χλωρίδα και δίπλα του περνά το ποτάμι, δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο ωραίος, πιο κατάλληλος και πιο ιδανικός τόπος ώστε να οικοδομηθεί εκεί μια βασιλική κατοικία. Επίσης, ένας άλλος λόγος που ενισχύει ακόμη αυτήν την άποψη είναι ότι ο βασιλιάς με τους ιερακοτρόφους του και την ομήγυρή του όταν πήγαινε για κυνήγι άφηνε τα εκπαιδευμένα κυνηγετικά γεράκια να πετάξουν προς άγρα θηραμάτων και ο λόφος, φρονώ, για τον συγκεκριμένο σκοπό ήταν ένας χώρος ιδανικός. «Ο ρήγας εξέβηκεν και επήγεν εις τον Στρόβιλον και επαρδιάβαζεν με τα φαρκονία του», όπως μας πληροφορεί ο Λεόντιος Μαχαιράς. Ίσως και να μην είναι τυχαίο ότι οι Άγγλοι λίγο μετά την προσάρτηση της Κύπρου οικοδόμησαν το κυβερνείο στον λόφο αυτό του Στροβόλου. Ίσως και να εντόπισαν κάποια ίχνη από τη βασιλική κατοικία, ή πιθανόν επειδή γνώριζαν τα όσα γράφουν οι Κύπριοι χρονικογράφοι για την κατοικία αυτή και τον βασιλιά που επισκεπτόταν τον Στρόβολο και διέμενε για αναψυχή, ξεκούραση, ηρεμία ή κυνήγι. Ίσως, τέλος, ο συγκεκριμένος λόφος να είχε επιλεγεί για την εκπληκτική θέση του, το πράσινο που υπάρχει γύρω του και ό,τι δίπλα του έρεε και συνεχίζει να ρέει, συνήθως κατά τον χειμώνα, το ποτάμι… Βέβαιο ωστόσο παραμένει το γεγονός ότι ο καλός και έντιμος βασιλιάς Ερρίκος Β’ Lusignan συνδέθηκε αμετάκλητα με την ιστορία του Στροβόλου.