Οι αρχειακές έρευνές στη Βενετία έχουν φέρει τα τελευταία χρόνια πληθώρα στοιχείων για τη μεσαιωνική Ιστορία της Κύπρου. Μεταξύ αυτών, πολλά νέα στοιχεία ήρθαν στο φως για την ιστορία της πρωτεύουσάς μας, της Λευκωσίας. Όλες αυτές οι ειδήσεις τεκμηριωμένες σε αρχειακό υλικό μάς έδωσαν νέα στοιχεία για οικοδομήματα, εκκλησίες, μονές, πλατείες, ενορίες και άλλα για τη Λευκωσία, ώστε χωρίς υπερβολή θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ιστορία της πόλης, με βάση τα πιο πάνω, μπορεί να συνταχθεί εκ νέου με ουσιαστικές αναθεωρήσεις. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα νέα στοιχεία κατά τον 16ο αιώνα που έχουμε καταθέσει για την Παναγία την Οδηγήτρια, καθεδρικό ναό των ορθοδόξων έως το 1570 και εσφαλμένα αποκαλούμενο Άγιο Νικόλαο, για το υδραγωγείο που έγινε επί Βενετοκρατίας, του οποίου τμήμα σώζεται κοντά στην Αρχιεπισκοπή και τονίζουμε μετ’ επιτάσεως ότι δεν είναι οθωμανικό αλλά έργο των Βενετών, όπως τεκμηριώνεται μέσα από τα σχετικά έγγραφα που έχουμε δημοσιεύσει. Ακόμη μπορούμε να αναφέρουμε με βεβαιότητα ποια μονή ήταν οικοδομημένη έως το 1567 στον χώρο που υψώθηκε ο προμαχώνας Ντάβιλα και απλώθηκε η τάφρος του. Επίσης έχουμε ταυτίσει το ερειπωμένο μέγαρο που βρίσκεται στην κατεχόμενη Λευκωσία πίσω από την εκκλησία των Λατίνων με το περίφημο μέγαρο του αυθέντη της Τύρου ή απλίκιν του κυρού του Στύρου, που πέρασε στην ιδιοκτησία των Συγκλητικών από το 1538 έως και το 1570. Και, τέλος, με βάση δύο διαθήκες μελών της οικογένειας Ποδοκάθαρου, του Ούγου και της Καικιλίας, φέραμε στο φως τη μακραίωνη ιστορία του μεγάρου των Ποδοκάθαρων, γνωστού ως κατοικία του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, η οποία βέβαια δεν είναι οθωμανικό οικοδόμημα, αλλά η οικοδόμησή της ανάγεται στον 15ο αιώνα.
Casa grande: Ο Ούγος Ποδοκάθαρος είχε αποκτήσει με αγορά το μεγάλο μέγαρο, για το οποίο γίνεται εκτενής αναφορά στη διαθήκη του, του έτους 1452
Αποτελεί ευτυχές γεγονός και παρουσιάζει πραγματικά ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι το μέγαρο των Ποδοκάθαρων, το λαμπρό αυτό οικοδόμημα του οποίου τα θεμέλια είχαν τεθεί κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα, ευτυχώς διασώζεται έως σήμερα. Όλοι γνωρίζουμε το μέγαρο αυτό με την ονομασία οικία ή μάλλον κονάκι του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου. Αναμφισβήτητα το οικοδόμημα αυτό στο πέρασμα των αιώνων έχει υποστεί μεταβολές, επισκευές και προσθήκες. Ωστόσο η μελέτη την οποία έχουμε δημοσιεύσει σε έγκυρο επιστημονικό περιοδικό με τη διαθήκη της ιδιοκτήτριας του μεγάρου Καικιλίας Ποδοκάθαρου και σχολιάζοντας τη διαθήκη του παππού της Ούγου Ποδοκάθαρου ξεδιπλώνουν τη μακραίωνη ιστορία του μεγάρου και διατρανώνουν το γεγονός ότι η οικοδόμησή του εσφαλμένα έχει υποστηριχθεί ότι ανάγεται στα 1793. Για μια ακόμη φορά καταθέτουμε τα νέα και σημαντικά στοιχεία για την ιστορία του μεγάρου αυτού, στοιχεία που κατ’ επέκταση ασφαλώς προσθέτουν και σε αυτή την ίδια τη μακραίωνη ιστορία της πρωτεύουσας της περίκλειστης Κύπρου. Οι πηγές ωστόσο αναντίλεκτα μας επιτρέπουν να τεκμηριώσουμε την οικοδόμησή του ήδη από τον 15ο αιώνα, δηλαδή κατά τους χρόνους της φραγκικής κυριαρχίας.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι το λαξευμένο οικόσημο των Ποδοκάθαρων στο υπέρθυρο του μεγάρου, το οποίο φέρει και τον δικέφαλο, δηλαδή το έμβλημα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, έλκει την προσοχή του επισκέπτη ή του περαστικού και προκαλεί ακόμη και σήμερα τον θαυμασμό επιβεβαιώνοντας την επωνυμία του, όπως το συναντούμε στις προαναφερθείσες πηγές, ως casa grande, δηλαδή μεγάλο μέγαρο με επιβλητικότητα και ευρυχωρία. Ας υπομνησθεί εδώ ότι η οικογένεια των Ποδοκάθαρων συνδέθηκε με επιγαμία με τον κλάδο των Παλαιολόγων της Κύπρου που κατάγονταν από τον ομώνυμο αυτοκρατορικό οίκο, γι’ αυτό στο εν λόγω οικόσημο υπάρχει και ο δικέφαλος αετός. Επίσης οι δύο οικογένειες, των Ποδοκάθαρων και των Παλαιολόγων, συνδέθηκαν με επιγαμίες με την οικογένεια Δενόρες και τον φραγκικό βασιλικό οίκο των Lusignan και έλαβαν αξιώματα, τίτλους και φέουδα από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία του φτερωτού λέοντος.
To 2008 για πρώτη φορά είχαμε παρουσιάσει τα νέα στοιχεία για το μέγαρο των Ποδοκάθαρων σε ανακοίνωσή μας στο Δ’ Κυπρολογικό Συνέδριο. Το 2009 τα στοιχεία αυτά τα είχαμε δημοσιεύσει εκλαϊκευμένα στην εφημερίδα “Πολίτης”, καθώς επίσης και σε άλλα δημοσιεύματά μας στην ίδια εφημερίδα. Πρόσφατα δημοσιεύσαμε τα στοιχεία αυτά μαζί με αρχειακό υλικό στο επιστημονικό περιοδικό “Θησαυρίσματα του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας”. Τα πιο πάνω δημοσιεύματα και η σχετική μελέτη έδωσαν διεξοδικές απαντήσεις σχετικά με το μέγαρο και τη μακραίωνη ιστορία του. Έτσι απαντήθηκαν πλήρως κάποια ερωτήματα. Μεταξύ αυτών σημειώνουμε τα ακόλουθα: Ποιος οικοδόμησε το μέγαρο και ποια οικογένεια κατοίκησε πρώτα σε αυτό; Με ποιο τρόπο πέρασε στην ιδιοκτησία άλλης οικογένειας; Πώς ονομαζόταν τότε η ενορία της μεσαιωνικής Λευκωσίας στην οποία βρίσκεται το μέγαρο και ποια γνωστή μονή γειτνίαζε μαζί του; Ποιος κατοικούσε στο μέγαρο αυτό το 1532 και ποια η σχέση του με την οικογένεια των Ποδοκάθαρων; Το εν λόγω μέγαρο πώς κατέληξε τελικά στα χέρια μιας θηλυκής απογόνου των Ποδοκάθαρων; Και, τέλος, σε ποιο άτομο κληροδοτούσε η τελευταία το εν λόγω μέγαρο; Όλα τα παραπάνω είναι ερωτήματα στα οποία θα λάβουμε απαντήσεις σχολιάζοντας το περιεχόμενο των δύο διαθηκών και άλλα βενετικά έγγραφα.
Οι διαθήκες του Ούγου και της εγγονής του Καικιλίας
Τα νέα στοιχεία για την ιστορία του μεγάρου βασίζονται σε δύο διαθήκες, αυτήν του Ούγου Ποδοκάθαρου και αυτήν της εγγονής του Καικιλίας Ποδοκάθαρου. Ο Ούγος, μέλος της ορθόδοξης και ελληνικής οικογένειας των Ποδοκάθαρων, μιας από τις πιο σημαντικές οικογένειες της Κύπρου κατά τη Λατινοκρατία, υπηρέτησε τον βασιλιά Ιωάννη Β’ Lusignan ως ένας υπουργός των Εξωτερικών, θα μπορούσαμε να πούμε. Η διαθήκη του Ούγου Ποδοκάθαρου συντάχθηκε από τον νοτάριο Donato de Aprile και στη συνέχεια ο ίδιος την είχε μεταφέρει στη Βενετία μαζί με άλλα έγγραφα και έτσι διασώθηκε. Το περιεχόμενό της είναι πλούσιο σε προσωπογραφικά στοιχεία της οικογένειας των Ποδοκάθαρων και σε στοιχεία που αφορούν την κινητή και ακίνητη περιουσία της οικογένειας. Μεταξύ αυτών αναφέρονται και σημαντικά στοιχεία για το μεγάλο μέγαρο και επίσης ειδήσεις για τη ζωή του 15ου αιώνα στην Κύπρο. Η διαθήκη του Ούγου Ποδοκάθαρου συντάχθηκε το 1452 και δημοσιεύθηκε με κάποιες τροποποιήσεις στις 11 Αυγούστου 1457 και επικυρώθηκε από τον ίδιο νοτάριο στις 20 Αυγούστου 1463. Ο Ούγος Ποδοκάθαρος είχε αποκτήσει με αγορά το μεγάλο μέγαρο και στη διαθήκη του το αναφέρει ως casa grande. Ως ορθόδοξος επιθυμούσε να ενταφιασθεί στο ορθόδοξο γυναικείο μοναστήρι της Παναγίας στη Λευκωσία, στο οποίο είχε ενταφιασθεί και ο πατέρας του. Στο ίδιο άλλωστε μοναστήρι υπηρετούσε ως μοναχή και η θεία του, η κυρα-Μαρίνα. Εάν βέβαια ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος, όπως διαβάζουμε στη διαθήκη, δεν το επέτρεπε γιατί ο Ούγος νυμφεύθηκε σύμφωνα με το λατινικό δόγμα (in franco), τότε εξέφραζε την επιθυμία να ταφεί στο μοναστήρι του Τάγματος του Αγίου Αυγουστίνου, το οποίο ήταν δίπλα στην κατοικία του. Η μονή αυτή δεν είναι άλλη από το γνωστό σήμερα Ομεριέ τζαμί, το οποίο γειτνιάζει με το μέγαρο των Ποδοκάθαρων ή κονάκι του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου. Γίνεται συνεπώς πασιφανές ότι η κατοικία αυτή υφίστατο ήδη από τα μέσα του 15ου αιώνα, εφόσον η διαθήκη συντάσσεται το 1452.
Ο Ούγος μας πληροφορεί επίσης ότι το μέγαρο αυτό το είχε αγοράσει από τη σύζυγο του αμιράλη της Κύπρου, δηλαδή του ναυάρχου, όπως αναφέρεται το αξίωμα αυτό από τον Κύπριο χρονογράφο, την οποία αποκαλεί amiralessa. Οι πρώτοι ιδιοκτήτες του μεγάρου ήταν η οικογένεια του αμιράλη του βασιλείου της Κύπρου. Αν και δεν αναφέρεται το όνομα του ναυάρχου, με αρωγό τη χρονολογία της διαθήκης διερευνήσαμε ποιος κατείχε το αξίωμα αυτό κατά την ίδια εποχή. Πρόκειται μάλλον για τον Calseran Suarez, για τον οποίο ο περιηγητής Piero Tafur γράφει ότι κατείχε το αξίωμα αυτό κατά τα έτη 1435 και 1439. Καταγόταν από την Καστίλλη, επισκέφθηκε πολύ νέος την Κύπρο, έλαβε μέρος στη μάχη της Χοιροκοιτίας το 1426 και αιχμαλωτίστηκε με τον βασιλιά της Κύπρου. Αργότερα, για τις υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε, ο βασιλιάς Ιανός του εμπιστεύθηκε το αξίωμα του ναυάρχου και τον νύμφευσε με μία νόθο θυγατέρα του. Πρώτοι ιδιοκτήτες, λοιπόν, του μεγάρου υπήρξαν ο ναύαρχος της Κύπρου και η σύζυγός του, νόθος θυγατέρα του Φράγκου βασιλιά Ιανού Lusignan, και αργότερα πέρασε στην ιδιοκτησία του Ούγου Ποδοκάθαρου.
Από το 1452, έτος σύνταξης της διαθήκης του Ούγου, έως και το έτος 1532 δεν έχουμε καμία άλλη γραπτή μαρτυρία για την casa grande στη Λευκωσία. Το έτος 1532, όμως, συντάχθηκε μια άλλη διαθήκη, αυτή της εγγονής του Ούγου, Καικιλίας Ποδοκάθαρου, και νέα στοιχεία έρχονται στο φως για την ιστορική αυτή κατοικία. Η Καικιλία, όπως πληροφορούμαστε από την ίδια τη διαθήκη της, ήταν θυγατέρα του μακαρίτη Geni (Ευγένιου ή Ιανού) Ποδοκάθαρου και της Ούρσουλας, θυγατέρας του κόμη του Ριζοκαρπάσου, του Αραγώνιου Jean Perez Fabrice, και είχε εγκατασταθεί στη Βενετία. Η Καικιλία σε δεύτερο γάμο παντρεύτηκε έναν Βενετό πατρίκιο και όταν το 1532 ήταν για δεύτερη φορά χήρα συνέταξε τη διαθήκη της καθώς και ένα κωδίκελλο. Το μέγαρο των Ποδοκάθαρων πέρασε κληρονομικά στην ίδια και όπως αναφέρει στον κωδίκελλό της βρισκόταν στην ενορία του Αγίου Αυγουστίνου. Η Καικιλία κληροδοτούσε το μέγαρο στον κληρικό εξάδελφό της Αμβρόσιο Ποδοκάθαρο και μετά τον θάνατό του στον αδελφό του Γρηγόριο. Το 1532, όπως διαβάζουμε στην ίδια πηγή, στο μεγάλο μέγαρο κατοικούσε ο Badin de Nores. Πρόκειται για τον Bernardin de Nores, ο οποίος αναφέρεται περί το έτος 1553 ως βισκούντης της Λευκωσίας και του οποίου επίσης η γιαγιά ήταν το γένος Ποδοκάθαρο. Επιπρόσθετα, το μέγαρο διέθετε και ένα παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο. Ο κληρονόμος του μεγάρου, σύμφωνα με τη διαθήκη της Καικιλίας, όφειλε να τελεί εις το διηνεκές (in perpetuo) στο παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου στο μέγαρο των Ποδοκάθαρων στη Λευκωσία τρεις λειτουργίες εβδομαδιαίως στη μνήμη της Καικιλίας.
Εκτός από όσα διέσωσε η προφορική παράδοση για το μέγαρο, ότι δηλαδή ανήκε στην οικογένεια των Ποδοκάθαρων, προστίθενται και τα νέα στοιχεία από τις δύο διαθήκες, τα οποία τεκμηριώνουν ότι το μέγαρο προϋπήρξε της Τουρκοκρατίας και η ιστορία του είναι όντως μακραίωνη. Υπενθυμίζουμε, τέλος, ότι ένας μετέπειτα ιδιοκτήτης του μεγάρου της ιδίας οικογένειας, ο Λίβιος Ποδοκάθαρος, είχε οικοδομήσει το 1567 τον ομώνυμο προμαχώνα με δικές του δαπάνες. Οι προμαχώνες, όπως μας πληροφορούν οι πηγές, οι οποίοι οικοδομήθηκαν από τους άρχοντες της Λευκωσίας το 1567 και έφεραν τα ονόματά τους, γειτνίαζαν οπωσδήποτε με τις κατοικίες τους.
Δρ Νάσα Παταπίου Ιστορικός -Ερευνήτρια