Κυβερνήτης της Κύπρου τρεις φορές. Ο Εσσεγίντ ήταν κυπριακής καταγωγής Τούρκος των ηγετικών τάξεων, και οι πρώτες μνείες του ανάγονται στο 1804: τότε συμπολιορκήθηκε, από τις 10 Μαρτίου κ.ε., στη Λευκωσία από τους εξεγερμένους Μωαμεθανούς- Λινοβάμβακους και Έλληνες χωρικούς μαζί με ολόκληρη την ανώτερη τάξη, ελληνική και τουρκική, όπως μαρτυρεί ο ίδιος στα 1835, αλλά και όπως φαίνεται από τα αρχιεπισκοπικά κατάστιχα (π.χ. XXVI) όπου καταγράφονται λογαριασμοί και γεγονότα των ετών 1804 - 1805 κ.ε.
Ο τότε αρχιμανδρίτης και από το 1810 αρχιεπίσκοπος Κυπριανός ο εθνομάρτυς είχε φιλικές σχέσεις μαζί του και συχνά τον αποκαλεί, στις εγγραφές αυτές, ὁ ἡμέτερος Ἐσσεγίντ, διότι συνεργάζονταν στη διεκπεραίωση των δημοσίων υποθέσεων και μαζί αντιμετώπισαν την εξέγερση των αγροτών κατά της υψηλής φορολογίας και της σιτοδείας. Οι στενές σχέσεις του με τους Έλληνες προκάλεσαν τις υποψίες των άλλων Τούρκων αρχόντων και ως τις παραμονές του 1821 η αστυνομία της Κύπρου τον παρακολουθούσε γι’ αυτό, όπως προκύπτει από έγγραφα που αναφέρει ο Fikret Alasya (Kibris Tarihi). Κατά τα αιματηρά γεγονότα του 1821, που προκάλεσε η δίψα του κυβερνήτη Κουτσιούκ Μεχμέτ και άλλων Τούρκων αρχόντων για κτήματα και εκδίκηση κατά των Ελλήνων που είχαν επικρατήσει κοινωνικά και οικονομικά στο νησί, ο Εσσεγίντ τήρησε στάση αντίθετη προς εκείνη του κυβερνήτη. Γι' αυτό, και επειδή πλείστοι Τουρκοκύπριοι ήσαν φίλοι του, ο Εσσεγίντ καταδιώχθηκε από τον κυβερνήτη μαζί με τον ομόφρονά του Χατζή Ιμπραχίμ αγά, ζαμπίτη της Λάρνακας, όπου τον Σεπτέμβριο του 1821 κατέφυγε και ο Εσσεγίντ. Εκεί βρήκαν καταφύγιο (τέλος Σεπτεμβρίου 1821) σε μαλτέζικο πλοίο και οι δυο τους, αλλά φοβούμενοι προδοσία από τον καπετάνιο και τους υπαλλήλους του βρεττανικού προξενείου, κατέφυγαν στο γαλλικό πλοίο Active, και απ' εκεί ο Εσσεγίντ στις 21 Δεκεμβρίου 1821 αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη (Hill, IV, 143 -144). Ο Εσσεγίντ και ο Ιμπραχίμ διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με τον Γάλλο πρόξενο Méchain, τον οποίο ενημέρωσαν για τις προθέσεις της Κωνσταντινουπόλεως, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η καταστροφή των προξενείων και των (ευρωπαϊκών κυρίως) εμπορικών οίκων. Μάταια προσπαθούσαν να μετριάσουν το τρελλό, μανιακό μίσος του κατά των Χριστιανών και οι δυο. Βάσει αυτών των τεκμηριωμένων γεγονότων δύσκολα γίνεται δεκτή η πληροφορία του Κωνστ. Μυριανθοπούλου ότι ο Εσσεγίντ είχε συνεργαστεί με τον Κουτσιούκ Μεχμέτ εἰς τραπεζικάς ἐργασίας, μᾶλλον δ' εἰπεῖν κλοπάς. Πολύ περισσότερο που ο Κουτσιούκ φοβόταν ότι ο Εσσεγίντ με τον Ιμπραχίμ θα κατήγγελλαν τις αδικίες του στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο κυβερνήτης είχε κύριο υποστηρικτή του τον καπουτάν πασά, αλλά όπου ο τελευταίος είχε τώρα αντικατασταθεί.
Στα τέλη του 1822 ο άγριος Κουτσιούκ Μεχμέτ παύεται από τον νέο καπουτάν πασά, που διορίζει στην θέση του τον Εσσεγίντ Μεχμέτ, πιθανώς ύστερα από κάποιο βραχύτατο διάστημα κυβερνητείας του τέως ζαμπίτη Ιμπραχίμ αγά (κατά τον Ν. Κυριαζή, Κυπρ. Χρον., Λάρν., Θ', σ. 75, αλλά χωρίς στοιχεία). Ο Εσσεγίντ, φίλος του Méchain, ανεμένετο ως φορέας φωτεινής περιόδου στο νησί, αλλά αντιμετώπισε δύσκολα προβλήματα λόγω της βάρβαρης συμπεριφοράς των στρατευμάτων του Μεχμέτ Αλή πασά της Αιγύπτου, στον οποίο είχε ανατεθεί η «άμυνα της Κύπρου» από τον σουλτάνο από τον Απρίλιο του 1822. Η εχθρότητα του καπουτάν πασά (Μεχμέτ Χοσρέφ πασά, Σεπτ. 1823 - 1827) και του Μεχμέτ Αλή αντικατοπτριζόταν και στις σχέσεις του Εσσεγίντ με τον νέο διοικητή των στρατευμάτων του δευτέρου στην Κύπρο, τον Μεχμέτ μπέη, που έφθασε στα τέλη του 1823 με πέντε πολεμικά πλοία στη Λάρνακα. Ο στρατός του συνέχισε τις ωμότητες εναντίον των Ευρωπαίων χωρίς ο κυβερνήτης, που βρισκόταν σε διαρκή ρήξη με τον Μεχμέτ μπέη, να μπορεί να τις αποτρέψει. Τον Φεβρουάριο του 1823 δυο ελληνικά καταδρομικά επετέθησαν κατά αιγυπτιακών πλοίων στη Λεμεσό και στα 1826 ένδεκα Έλληνες κουρσάροι εμφανίστηκαν στη Λάρνακα, αλλά απεχώρησαν βλέποντας 400 Αιγυπτίους στρατιώτες εκεί.
Ο Εσσεγίντ συνεργάζεται με τον αρχιεπίσκοπο Ιωακείμ
Ο Εσσεγίντ συνεργάστηκε στενά με τον αρχιεπίσκοπο Ιωακείμ (Αύγ. 1821 -Μάης 1824), που σε γράμμα του της 26 Αυγούστου 1823 προς τον οικουμενικό πατριάρχη τον αποκαλεί φιλοδικαιότατον (Κυπρ. Σπουδ., 24, 1960, σ. 96). Αλλά ο ίδιος ο Ιωακείμ κατηγορείται από τον Γάλλο πρόξενο για εχθρότητα κατά των Γάλλων, αν και «Γαλλόφιλος» όπως και ο προκάτοχός του εθνομάρτυς Κυπριανός, του οποίου την πολιτική ο Ιωακείμ αντιστρέφει. Ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, διάδοχος του Ιωακείμ, που παραιτήθηκε ομολογώντας την αναξιότητά του (21.5.1824), συνεχίζει τη συνεργασία με τον Εσσεγίντ, του οποίου την βοήθεια ζητεί στην προσπάθεια παροχής βοήθειας στην απορφανισμένη οικογένεια του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου (Οκτ. 1826: Κυπρ. Σπουδ., ΚΔ', 1960, σ. 79). Η πρώτη κυβερνητεία του Εσσεγίντ έληξε στα τέλη του 1826 ή στις αρχές του 1827.
Η επόμενη κυβερνητεία του Εσσεγίντ (αρχές 1832 -1838) συμπίπτει προς ταραχώδεις συνθήκες στην Κύπρο, που συνέβαλαν στην αλλαγή του συμφιλιωτικού χαρακτήρα και των φιλελληνικών αισθημάτων του. Οι Κύπριοι αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης που επέστρεφαν, ξεσήκωναν τον λαό κατά της βαρειάς φορολογίας που ήταν καταπιεστική παρά τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του 1830 οι οποίες έδιδαν στις ελληνικές αρχές το δικαίωμα εισπράξεως των φόρων και από τους Τούρκους ως τον Ιούνιο του 1831.
Βλέπε λήμμα: Ελληνική Επανάσταση και Κύπρος
Πολλοί Κύπριοι μετανάστευσαν στην Αίγυπτο προτιμώντας τη διακυβέρνηση του Μεχμέτ Αλή, που, αν και στα τέλη του 1829 είχε αποσύρει τον στρατό του από το νησί, ωστόσο εξακολουθούσε να διεκδικεί την Κύπρο ως επαρχία του κράτους του και την περιελάμβανε στους στόχους της επανάστασης του το 1831 - 1832, την εγκατέλειψε όμως με τη συνθήκη της 5ης Μαϊου 1833. Στο μεταξύ ο Εσσεγίντ Μεχμέτ την 1η Μαρτίου 1833 διέταξε τη συλλογή των φόρων που είχε λίγο πριν ακυρώσει: επρόκειτο για τους καθυστερημένους φόρους που είχε επιβάλει ο προηγούμενος κυβερνήτης Χαλίλ Σαΐντ προτού πεθάνει στις 28 Δεκεμβρίου 1831. Αν και ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος (αρχ. 1827 - 13.10.1839) ισχυρίζεται ότι ο λαός άρχισε να πληρώνει αδιαμαρτύρητα, άλλες πηγές ομιλούν για το αντίθετο. Έγιναν διαδηλώσεις πρώτα στη Λάρνακα στις 11 Μαρτίου 1833 μπρος στη μητρόπολη και έπειτα στις 15 Απριλίου 1833 στη Λευκωσία, όπου ο αρχιεπίσκοπος αναγκάστηκε να καταφύγει στο σαράγιο˙ ο λαός τον ακολούθησε εκεί διαμαρτυρόμενος στον Εσσεγίντ. Οι φοροσυλλέκτες εκυνηγούνταν από τον κόσμο και έφευγαν με άδεια χέρια. Η πιο μεγάλη εκδήλωση κατά της φορολογίας έγινε στις 11 Μαρτίου 1833 στη Λάρνακα, όπου πολλοί χωρικοί και κάτοικοι της πόλης, Έλληνες και Τούρκοι, ξεχύθηκαν στο γαλλικό προξενείο ζητώντας τη μεσολάβηση του προξένου. Το κίνημα τώρα ετέθη υπό την αρχηγία του Νικολάου Θησέως, που με τον λαό επισκέφθηκε τα προξενεία, τη μητρόπολη και το δικαστήριο. Το κίνημα μεγάλωσε και σε αριθμούς και σε ορμή και σε γεωγραφική έκταση.
Βλέπε λήμματα: Νικόλαος Θησεύς, Ιωαννίκιος και Γκιαούρ Ιμάμης
Επιδημία ρημάζει την Κύπρο
Δυο χρόνια κατόπιν επιδημική νόσος ρήμαξε την Κύπρο, και γι' αυτό η Υψηλή Πύλη εξέδωσε φιρμάνι για βελτιώσεις των υγειονομικών συνθηκών στη Λάρνακα και την ίδρυση λαζαρέττου. Κατά τον Γάλλο πρόξενο Reybaud ο Χατζή Μεχμέτ Σαγίντ επεσκέφθη τη Λάρνακα στις 13 Οκτωβρίου 1835 για να επιβλέψει τις βελτιώσεις, αλλά τον κατηγορεί για παρεμπόδιση της λειτουργίας του λαζαρέττου που είχε ήδη κτιστεί με δημόσιες συνδρομές, αλλά όπου οι νέοι επισκέπτες δύσκολα εισέρχονταν από τα πλοία για έλεγχο της υγείας τους. Ο Reybaud ισχυρίζεται επί πλέον ότι ο Εσσεγίντ ευθυνόταν για την εξόντωση πολλών οικογενειών και ιδρυμάτων λόγω της επιδημίας, από την οποία το κρατικό θησαυροφυλάκιο εισέπραξε 500.000 - 600.000 πουγγιά, διότι για τις μεταβιβάσεις των κτημάτων των νεκρών επληρώνονταν ψηλά δικαιώματα. Δηλαδή ο κυβερνήτης κατηγορείται για κερδοσκοπία θανάτου.
Βλέπε λήμμα: Επιδημίες
Χαρακτηριστικές της μεταβολής αισθημάτων του Εσσεγίντ έναντι των Ελλήνων (που οφειλόταν πιθανώς και στις επαναστατικές ενέργειες των Νικολάου και Θεοφίλου Θησέως ανεψιών του Κυπριανού κατά το 1833, αλλά και στην εξέλιξη του Εσσεγίντ προς το συντηρητικότερο και στην προϊούσα αποκρυστάλλωση της τουρκικής συνειδήσεως των ηγετικών τάξεων του νησιού μετά το 1821) είναι οι δηλώσεις του προς τον Reybaud στα τέλη Οκτώβρη 1835 εναντίον του παλαιού του φίλου εθνομάρτυρα Κυπριανού: τον αποκαλεί κουφόνουν και σπάταλον, προσθέτοντας και το ψεύδος ότι τα στρατεύματα που είχαν μεταφερθεί στα 1804/5 από την Καραμανιά για καταστολή του αγροτικού κινήματος ἐλάμβανον χρήματα, τρόφιμα καί ἐφόδια ἒξωθεν καί ὂχι ἀπό τό ἐσωτερικόν τῆς χώρας (Κυπρ. Χρον., XIII, 1937, σσ. 115 - 116), ενώ από τα αυθεντικά κατάστιχα της Αρχιεπισκοπής, ιδίως το XXVI, αποδεικνύεται ακριβώς το αντίθετο (βλ. εργασίες Κ. Π. Κύρρη στην Επετηρίδα του Κ.Ε.Ε., IV, 1970 - 1971, σσ. 283 - 328 και VI, 1972 - 1973, σσ. 269 -416). Πάντως χαρακτηριστικό και των αντιφατικών σχέσεων και αισθημάτων των Κυπρίων αρχόντων προς τον Εσσεγίντ είναι το γεγονός ότι στα 1832 ο Τσελεπή Γιάγκος Γεωργιάδης, γιος του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, με δυο άλλους είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη να καταγγείλουν τις καταχρήσεις του Εσσεγίντ, που δεν έστελνε όλους τους εισπραττόμενους φόρους στην Πύλη, αφήνοντας έλλειμμα, που η Πύλη το ξαναζητούσε. Παρόμοια αντίφαση υπόκειται στο γεγονός ότι ενώ ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος (όπως και οι άλλοι επίσκοποι) στα 1833 συμφωνούσε με τον Εσσεγίντ ως προς την είσπραξη των φόρων του Χαλίλ Σαΐντ και την κατάκριση των κινημάτων των Ν. Θησέως, Ιωαννίκιου και Γκιαούρ Ιμάμη, ωστόσο στα 1837 (14/26 Οκτ.) αποστέλλει τετραμελή πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει ανακούφιση για τους φόρους και να επιτύχει την αλλαγή του κυβερνήτη. Οι απεσταλμένοι επέστρεψαν στις 8/20.7.1838 με αυτοκρατορικό διάταγμα που αντικαθιστούσε τον Εσσεγίντ με τον Οσμάν πασά. Ο τελευταίος ανέγνωσε το διάταγμα στις 21 Ιουλίου 1838 στο Ντιβάνι στη Λευκωσία. Οι ίδιοι όμως επίσκοποι στις 19 Μαρτίου 1837 είχαν γράψει στον πατριάρχη Γρηγόριο Στ' της Κωνσταντινουπόλεως γράμμα για να το διαβιβάσει στον σουλτάνο στο οποίο αθώωναν τον Εσσεγίντ από τις κατηγορίες οικειοποιήσεως των φόρων, που τις απέδιδαν στον Χατζηχαράλαμπο, όργανο του Γεωργίου Λιαπέρ (Lapierre), εχθρού και συκοφάντη των επισκόπων και του διακεκριμένου μας κυβερνήτου! Το μίσος, τουλάχιστον μιας μερίδας του λαού, κατά του Εσσεγίντ και του στρατού τεκμηριώνεται από την πυρκαγιά που έθεσαν σε μια σειρά από μαγαζιά του κεχαγιά του οι άνδρες του πυροβολικού στη Λευκωσία, που εξεγέρθηκαν τη νύκτα της 26 Ιουλίου 1838, κατηγορώντας και αυτόν και τον Εσσεγίντ για καταλήστευση των φόρων που έπρεπε να είχαν αποσταλεί στον σουλτάνο. Οι ζημιές ανήλθαν σε 1.000.000 γρόσια (οκτώ μαγαζιά κάηκαν και λεηλατήθηκαν). Ο Οσμάν άκουσε τα παράπονα κατά του Εσσεγίντ και υποσχέθηκε δίκαιη επανόρθωση, ταυτόχρονα ζητώντας επιστροφή των λαφύρων με υπόσχεση αμνηστίας. Η Πύλη ζήτησε, όμως, τα ελλείμματα των φόρων από τον τέως κυβερνήτη να καταβληθούν από τους ραγιάδες! Μια τριμελής αποστολή που επρόκειτο, κατ' απόφαση της Συνελεύσεως, να πάει στην Κωνσταντινούπολη να ζητήσει ακύρωση της διπλής αυτής φορολογίας, διέτρεξε μεγάλους κινδύνους, και δεν είναι γνωστό τι επέτυχε. Πάντως μια από τις αιτίες των δυσαρεσκειών κατά του Εσσεγίντ ήταν και η πείνα που ξέσπασε στην Κύπρο για δυο χρόνια επί κυβερνητείας του, προκαλώντας μεταναστευτικό ρεύμα (5.000 περίπου ραγιάδες εγκατέλειψαν το νησί Hill, IV, σσ. 169 -174).
Η τελευταία κυβερνητεία του Εσσεγίντ
Η τελευταία κυβερνητεία του Εσσεγίντ άρχισε τον Οκτώβρη του 1841 μετά την ανάκληση του Ταλάτ εφέντη. Ο Εσσεγίντ ήταν τώρα 80 χρόνων. Την φορά αυτή φαίνεται ότι ο πλούσιος Κύπριος κυβερνήτης έγινε δεκτός με ελπίδες, γιατί ως γέροντας και με πλείστες γνωριμίες θα ήταν ευμεταχείριστος. Λέγεται ότι χάρισε στους χωρικούς 600.000 γρ. από τη φορολογία, καταβάλλοντας τα από το δικό του υπερπλήρες βαλάντιο, που είχε γεμίσει από τις προηγούμενες καταχρήσεις του και υπολογιζόταν από τον Γάλλο πρόξενο σε 40.000.000 γρ. Η κυβερνητεία αυτή συνέπεσε μερικώς προς την αρχιεπισκοπεία του Ιωαννίκιου (μέσα Οκτ. 1839 - 1849) τον οποίο διόρισαν δύο Τούρκοι πασάδες φίλοι του στο Παρίσι κατά το 1821 κ.ε., αλλά δεν ξέρουμε ποιες οι σχέσεις του με τον Εσσεγίντ. Η κυβερνητεία έληξε με ανάκληση στις 17 Μαϊου 1842, οπότε τον διαδέχθηκε ο Αζίζ πασάς. Τον συναντούμε όμως και πάλι στα 1844 επί πρώτης κυβερνητείας του Εντέμ πασά: κατά τον Μάρτιο ο γέροντας Χατζηεσσεγίντ, που είχε νοικιάσει τα κυπριακό τελωνεία για 400.000 γρ., ανακάλυψε ότι ο αρχιτελώνης της Κωνσταντινουπόλεως Εμίν μπέης είχε διατάξει να εισπράττονται 12% δασμοί από τους Ρώσσους, αλλά ο Ρώσσος πρόξενος στη Λάρνακα, με τον δραγομάνο του και τη βοήθεια Γενιτσάρων, βοήθησαν ένα εξαγωγέα να φορτώσει τα εμπορεύματά του χωρίς πληρωμή του 12%. Ο τοπικός τελώνης διαμαρτυρήθηκε κι ο Εντέμ διέταξε να υποβληθεί το θέμα στην Κωνσταντινούπολη. Στο μεταξύ τα ρωσικά εμπορεύματα θα εξήγοντο χωρίς πληρωμή δασμού ωσότου ληφθεί απάντηση. Ο Βρετανός πρόξενος παρατηρεί ότι προστατευόμενοί του συχνά πλήρωναν ποσοστά στους Ρώσσους εμπόρους για το δικαίωμα εξαγωγής προϊόντων επ’ ονόματί τους, κι έτσι κέρδιζαν 9% δασμό (Hill, IV, σσ. 179- 180).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια