Μισιαρός

Image

Στην Κύπρο συναντάμε 22 διαφορετικά είδη ερπετών, εκ των οποίων τα οκτώ είναι φίδια, τα τρία είναι χελώνες και τα 11 είναι σαύρες. Και τα 11 είδη σαύρας που συναντάμε στον τόπο μας είναι εντελώς ακίνδυνα για τον άνθρωπο και τα συναντάμε, από το υψόμετρο της θάλασσας μέχρι τις ψηλότερες κορυφές του Τροόδους. Όλες οι σαύρες της Κύπρου είναι προστατευόμενες από τη Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙI), αλλά και από κυπριακές νομοθεσίες.

 

Οι σαύρες ανήκουν στα ερπετά και σε ολόκληρο τον πλανήτη συναντάμε πέρα από 6.000 διαφορετικά είδη. Τις συναντάμε σε όλο τον κόσμο εκτός από την Ανταρτική.

 

Όλες οι σαύρες είναι ενεργές από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο λόγω του ότι όλα τα ερπετά είναι ψυχρόαιμα, δηλαδή δεν έχουν δική τους θερμοκρασία σώματος, όπως τα θηλαστικά ή τα πουλιά και παίρνουν τη θερμότητά τους από το περιβάλλον για να είναι ενεργά. Τον χειμώνα πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Στην Κύπρο λόγω όμως του ήπιου χειμώνα που έχουμε μπορούμε να συναντήσουμε σαύρες ακόμα και στην καρδιά του χειμώνα, όταν έχει ηλιόλουστη μέρα και μπορούμε να τις δούμε να λιάζονται πάνω σε πέτρες απορροφώντας τη θερμότητα του χειμωνιάτικου ηλίου.

 

 

Δύο από τις 11 σαύρες της Κύπρου ανήκουν στην οικογένεια Γκεκκονίδες (Gekkonidae) και είναι οι γνωστοί σε όλους μας μισιαροί. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει περίπου 950 είδη ανά τον πλανήτη σε 61 διαφορετικά γένη, με τα περισσότερα να απαντώνται σε τροπικές και ημιτροπικές περιοχές. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν στον πλανήτη πέραν των 100 εκατομμύριων ετών. Πρόκειται για μικρού μεγέθους νυχτόβια είδη με άριστες αναρριχητικές ικανότητες. Οι ικανότητες αυτές οφείλονται στους ειδικούς σχηματισμούς σαν βεντούζες που βρίσκονται στα δάχτυλα των περισσοτέρων ειδών και τα οποία τους επιτρέπουν να αναρριχώνται ακόμα και στις πιο λείες επιφάνειες. Τα είδη της οικογένειας αυτής έχουν την ικανότητα να παράγουν ήχους. Είναι και οι δύο μικρού μεγέθους σαύρες με σώμα που δεν ξεπερνά τα 10 εκ. μαζί με την ουρά. Η κόρη των ματιών τους είναι κάθετη και διαστέλλεται το βράδυ για να διευκολύνει τη νυχτερινή τους όραση. Όπως όλα τα χερσαία ερπετά έτσι και οι μισιαροί αλλάζουν τακτικά το δέρμα τους μεγαλώνοντας.

 

 

Οι μισιαροί όταν τους κυνηγούν οι θηρευτές μπορούν να αποκόψουν την ουρά τους για να γλυτώσουν, συγκεκριμένα αποκόπτουν την ουρά τους και αυτή αν και κομμένη συνεχίζει να κινείται αποσπώντας την προσοχή του θηρευτή και έτσι δίνεται η ευκαιρία στη σαύρα να ξεφύγει. Οι μισιαροί αλλά και αρκετά άλλα είδη σαύρας αναγεννώνται και η κομμένη ουρά τους μεγαλώνει ξανά.

 

Τα δύο είδη μισιαρών που συναντάμε στην Κύπρο είναι:

 

  1. Kotschy’s gecko - Mediodactylus kotschyi (Steindachner, 1870) σαμιαμίδι, μισιαρός.
  2. Mediterranean house gecko - Hemidactylus turcicus (Linnaeus, 1758) σαμιαμίδι, μισιαρός.

 

Οι House geckos εντοπίζονται συνήθως σε σπίτια, ερείπια παλιών σπιτιών και ξερολιθιές, καθώς και σε φυσικές περιοχές με βράχια, πέτρες και κορμούς όπου μπορεί να βρουν κάλυψη κατά τη διάρκεια της ημέρας. Προτιμούν τις περιοχές χαμηλού υψομέτρου ενώ τους συναντάμε κυρίως σε σπίτια και εγκαταστάσεις, εξ ου και το όνομά του οικιακός (House geckos). Απαντάται από τα παράλια μέχρι και τις ψηλότερες κορυφές του Τροόδους. Το χρώμα του σώματος ποικίλλει, από ωχρό κίτρινο μέχρι ροζ. Στην επιφάνεια της πλάτης παρουσιάζονται σκουρόχρωμα στίγματα ενώ το σώμα του είναι ημιδιάφανο, κυρίως στο μέρος της κοιλιάς σε σημείο που όταν κυοφορεί μπορεί κάποιος να διακρίνει τα αβγά του. Εκτός από την Κύπρο τον συναντάμε στη Νότια Ευρώπη, Βόρεια Αφρική, Μικρά Ασία, Μέση Ανατολή και σε νησιά της Μεσογείου.

 

 

Οι μισιαροί είναι νυκτόβια είδη και δραστηριοποιούνται τη νύχτα αλλά κάποτε μπορούμε να τους δούμε και τη μέρα. Μπορούμε να δούμε τους μισιαρούς να κυνηγούν τα βράδια κοντά σε φώτα τα οποία προσελκύουν ιπτάμενα έντομα, κυρίως νυχτοπεταλούδες (σκόροι).

 

Οι μισιαροί γεννούν αβγά με τσόφλι όπως και τα πουλιά, ενώ άλλα είδη όπως ο χαμαιλέοντας και ο κουρκουτάς δεν γεννούν αβγά με τσόφλι, αλλά μόνο με μεμβράνη όπως και τα φίδια. Τα αβγά δεν επωάζονται από τους γονείς όπως τα πουλιά αλλά εκκολάπτονται με τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Μετά τη γέννηση των αβγών η μητέρα συνεχίζει τον δρόμο της και δεν έχει πλέον καμία επαφή με τα αβγά και τα μικρά. Τα μικρά μετά την εκκόλαψη είναι ικανά να επιβιώνουν και να τρέφονται μόνα τους. Οι μισιαροί γεννούν τα αβγά τους σε σχισμές βράχων, κάτω από πέτρες και άλλα αντικείμενα, μέσα σε τρύπες και γενικά όπου κρίνουν ότι είναι ασφαλές μέρος για αυτά. Συνήθως γεννούν μέχρι δύο λευκά αβγά τα οποία εκκολάπτονται περίπου έναν μήνα μετά τη γέννα. Η αναπαραγωγή πραγματοποιείται κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι.

 

Οι μισιαροί όταν τους κυνηγούν οι θηρευτές μπορούν να αποκόψουν την ουρά τους για να γλυτώσουν, συγκεκριμένα αποκόπτουν την ουρά τους και αυτή αν και κομμένη συνεχίζει να κινείται αποσπώντας την προσοχή του θηρευτή και έτσι δίνεται η ευκαιρία στη σαύρα να ξεφύγει. Οι μισιαροί αλλά και αρκετά άλλα είδη σαύρας αναγεννώνται και η κομμένη ουρά τους μεγαλώνει ξανά.

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ