Το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης (Metropolitan Museum of Art, γνωστό και ως The Met) είναι ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα μουσεία τέχνης στον κόσμο. Ιδρύθηκε το 1872 και βρίσκεται στην 5η Λεωφόρο στο Μανχάταν. Οι συλλογές του περιέχουν περισσότερα από δύο εκατομμύρια έργα τέχνης και περιλαμβάνουν ξεχωριστούς τομείς Ελληνορωμαϊκής, Μεσαιωνικής, Ισλαμικής, Ασιατικής και σύγχρονης τέχνης, καθώς και φωτογραφιών, ενδυμάτων, όπλων και πανοπλιών και μουσικών οργάνων.
Στις 5 Απριλίου 2000 άρχισε να εκτίθεται για πρώτη η συλλογή κυπριακών αρχαιοτήτων Τσεσνόλα, που φυλασσόταν στις αποθήκες του μουσείου απο τον περασμένο αιώνα. Η έκθεση έγινε σε ειδικά διαμορφωμένη νέα πτέρυγα κυπριακών αρχαιοτήτων, στο πλαίσιο δωρεάς του Ιδρύματος Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, υπό την καθοδήγηση των επιμελητών Carlos Picon και Joan Mertens.
Ο Τσεσνόλα είχε φτάσει ως πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στην Κύπρο τα Χριστούγεννα του 1865 και όπως αναφέρεται και στον οδηγό των κυπριακών αρχαιοτήτων του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης τα χαλαρά προξενικά του καθήκοντα του έδιναν άπλετο χρόνο να ασχοληθεί με πολλά και διαφορετικά ενδιαφέροντα. Ένα από αυτά ήταν οι ανασκαφές. Ο Ιταλο-αμερικάνος διπλωμάτης και αρχαιολάτρης κατά τη δωδεκάχρονη παραμονή του στο νησί (1865–1876) κατάφερε να συγκεντρώσει έναν πολύ μεγάλο αριθμό αρχαιοτήτων απ’ όλο το νησί, δημιουργώντας μία πάρα πολύ σημαντική συλλογή αρχαιοτήτων, τη μεγαλύτερη μεσογειακών αρχαιοτήτων.
Η μεταφορά της συλλογής στο Λονδίνο προκάλεσε ενδιαφέρον και τότε το νεοσύστατο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης αποφάσισε την αγορά της συλλογής. Η αγορά έγινε τελικά μέσω δημόσιας χρηματοδότησης από εγγραφές πολιτών. Ο Τσεσνόλα μετέβη στη Νέα Υόρκη επιστατώντας την εγκατάσταση της συλλογής και το 1877 αποδέχθηκε τη θέση εφόρου στο Μουσείο και το 1879 έγινε ο πρώτος διευθυντής του, θέση που διατήρησε μέχρι τον θάνατό του το 1904.
Όπως ισχυριζόταν ο ίδιος στο ημερολόγιό του ανακάλυψε δεκαπέντε αρχαίους ναούς, εξηνταπέντε νεκροπόλεις και 60.932 τάφους ενώ στην κατοχή του περιήλθαν 35,753 αντικείμενα (νομίσματα, αγγεία, αγάλματα, σαρκοφάγοι κ.α.). Η σημαντικότερη ανακάλυψη του Τσεσνόλα ήταν η «βασιλική» σαρκοφάγος των Γόλγων. Είχε ξεκινήσει τις ανασκαφές του το 1867 στην περιοχή χωρίς όμως σπουδαία αποτελέσματα. Συνέχισε τις ανασκαφές μέχρι την περιοχή κοντά στη Μελούσεια όπου εκεί ανακάλυψε τους σημαντικότερους του θησαυρούς. Σε μία από τις νεκροπόλεις εντόπισε μία λίθινη σαρκοφάγο με ανάγλυφες παραστάσεις στις τέσσερις πλευρές της και με σκέπασμα που στις τέσσερις γωνίες φέρει ισάριθμα καθήμενα λιοντάρια. Η ανακοίνωση της ανακάλυψης έγινε στις 8 Ιανουαρίου 1871 στη Βασιλική Ακαδημία Επιστημών του Τορίνο, όπου διαβάστηκε η έκθεση του Λουίτζι Πάλμα ντι Τσέσνολα για την ανακάλυψη του ναού της Αφροδίτης στους Γόλγους (Αθηένου). Επιπλέον κοντά στον Άγιο Φώτιο ανακάλυψε μια κολοσσιαία κεφαλή ασσυριακής τεχνοτροπίας. Για να μπορέσει να τα μεταφέρει ο Τσεσνόλα είχε τη βοήθεια του Ανδρέα Βοντιτσιάνου, ο οποίος είχε τεθεί επικεφαλής. Όμως τα νέα για την ανακάλυψη των αρχαιοτήτων διαδόθηκαν και πολλοί κάτοικοι έσπευσαν στην περιοχή με φτυάρια για να ανασκάψουν την περιοχή. Η κατάσταση είχε βγει εκτός ελέγχου και τότε ο Τσεσνόλα ζήτησε τη βοήθεια της αστυνομίας. Οι δύο ζαπτιέδες που έφτασαν στο σημείο παρέμειναν εκεί να φυλάνε την περιοχή. Ο ιταλοαμερικανός πρόξενος έφτασε στο σημείο καβάλα σε μια μούλα. Ζήτησε από τον ένα Τούρκο αστυνομικό να περπατήσει το ζώο και από τον άλλο να διαλύσει το πλήθος. Τότε κατάφερε να αρπάξει τις αρχαιότητες. Βέβαια μέχρι να φτάσουν τα ευρήματα στη Λάρνακα για να ταξιδέψουν στους υποψήφιους αγοραστές, πολλοί Αθηαινίτες έκρυψαν κάποια από αυτά σπίτι τους. Όμως και πάλι ο Τσεσνόλα βρήκε τον τρόπο να τα πάρει πίσω δίνοντας ένα κάποιο φιλοδώρημα σε όσους είχαν κρύψει αντικείμενα.
Όταν η συλλογή Cesnola εκτέθηκε για πρώτη φορά σε αυτό το Μητροπολιτικό Μουσείο, προκάλεσε σημαντικές διαμάχες μεταξύ των τεχνοκριτών της εποχής εκείνης. Υπήρχαν γλυπτά με κεφαλή μη συνανήκουσα, αντικείμενα με ψευδή προέλευση. Σταδιακά, καθώς το μουσείο μεγάλωνε και εμπλουτιζόταν με αντικείμενα ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης, η προτίμηση για την τέχνη της Κύπρου μειώθηκε σημαντικά και η Κυπριακή Έκθεση περιορίστηκε σε 25 κολοσσιαία γλυπτά κατά μήκος του διαδρόμου που οδηγούσε στο αναψυκτήριο του ισογείου, καθώς και σε ορισμένα, μυκηναϊκά κυρίως αντικείμενα, εκτεθειμένα στις ελληνικές αίθουσες. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής κατέληξε στις αποθήκες. Τη δεκαετία του 1990 όμως, το μουσείο ξεκίνησε να σχεδιάζει την ανακαίνιση όλων των αιθουσών του. Το ΜΕΤ ζήτησε τη βοήθεια του πρώην διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων Βάσου Καραγιώργη και αργότερα διευθυντή του Ιδρύματος Αναστάσιος Γ. Λεβέντης.
Στο μεταξύ, το 1928, ένα πολύ μεγάλο μέρος των (κυπριακών) συλλογών, περίπου 30.000 αντικείμενα, είχαν πωληθεί σε πλειστηριασμό και μόνο όσα είχαν θεωρηθεί αριστουργήματα παρέμειναν. 2.300 αντικείμενα κατέληξαν στο Ringling Museum στη Sarasota (Φλόριδα) και τα περισσότερα εξ αυτών παραμένουν μέσα σε κιβώτια. Από τα εναπομείναντα αντικείμενα της συλλογής Cesnola, 500 περίπου εκτέθηκαν σε τέσσερις διαδοχικές αίθουσες, μια εκ των οποίων κληροδοτήθηκε από το Ίδρυμα Λεβέντη.
Βλέπε λήμμα: Λεβέντης Αναστάσιος
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια