Η Κύπρος ανέπτυξε κατά την προϊστορική αρχαιότητα πολιτισμό που οφείλεται, γενικά, σε δύο λόγους. Η στρατηγική της θέση, μεταξύ του Ελληνικού κόσμου και της Εγγύς Ανατολής, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ως ένα θετικό στοιχείο για τη ραγδαία ανάπτυξη του εμπορίου και τις πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ των λαών. Άλλο θετικό στοιχείο που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην οικονομία της Κύπρου είναι ο χαλκός. Έχοντας το μονοπώλειο του χαλκού στη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή, της πανίσχυρης αυτοκρατορίας των Χετταίων, της Αιγύπτου και του Αιγαίου, απέκτησε οικονομική δύναμη που την τοποθετούσε μεταξύ ισχυρών. Ήδη από την 4η χιλιετία η ανακάλυψη της χρήσης του Χαλκού αποτέλεσε την αρχή του πλούτου και της ευημερίας για την Κύπρο, βασισμένα στο εμπόριο και την επικοινωνία με τους ξένους λαούς. Η Κύπρος είναι γνωστή στον αρχαίο κόσμο ως χώρα παραγωγής χαλκού, με πλουσιότατα ορυχεία, κυρίως, στις βόρειες πλαγιές του Τροόδους. Από τη Μέση εποχή του Χαλκού, η Μινωική Κρήτη η κυρίαρχη της Ανατολικής Μεσογείου, σχετίζεται εμπορικά με την Κύπρο και την Ουγκαρίτ. Μετά την πτώση της Κνωσσού και του Μινωικού πολιτισμού, γύρω στα 1400 π.Χ. ως κύριοι του εμπορίου εμφανίζονται οι Μυκηναίοι. Κατά τη διάρκεια του 14ου και του 13ου αι. π.Χ. η Κύπρος έχει να επιδείξει πολιτισμό που αντικατοπτρίζεται στην πλουσιότητα των πόλεων, όπως η Έγκωμη, το Κίτιον, η Ταμασσός και οι Σόλοι, τα κτερίσματα των τάφων από πολύτιμα μέταλλα και αριστουργηματικά είδη κοσμηματοποιίας και εξαιρετικά δείγματα αγγειοπλαστικής. Οι Μυκηναίοι φαίνεται να γνώριζαν την τεχνολογία της επεξεργασίας του χαλκού και πιθανόν να την εισήγαγαν στην Κύπρο με την εγκατάστασή τους σποραδικά κατά την διάρκεια της Ύστερης εποχής του Χαλκού και καθοριστικά μετά το 1230 π.Χ. Οι συναλλαγές ανθίζουν σε τόσο βαθμό που ήδη από τον 14ο αι. π.Χ. υπήρξε η ανάγκη δημιουργίας νομισματικής μονάδας. Έτσι δημιουργήθηκε το πρώτο νόμισμα, το τάλαντο από χαλκό, πολύ πιθανόν κυπριακής επινόησης. Το τάλαντο αποτελεί θέμα συζητήσεων ως προς την καταγωγή του, η επικρατέστερη δε, είναι η κυπριακή.
Η Κύπρος είχε τη δυνατότητα να εξάγει χαλκό στην Μεσοποταμία, στους Χετταίους, στην Αίγυπτο και στον Ελλαδικό χώρο, όπως επιβεβαιώνουν τα αρχαία κείμενα. Η έλλειψη αρχαιολογικής έρευνας σε ορυχεία, δηλαδή την ίδια την πηγή του χαλκού, γιατί όλες οι μελέτες και τα πορίσματα είναι βασισμένες στη μεταλλοτεχνία, δεν επιτρέπει το χρονολογικό προσδιορισμό των δραστηριοτήτων, ούτε τις μεθόδους επεξεργασίας του μετάλλου. Εντούτοις, έγιναν μερικές συστηματικές έρευνες στο Πολιτικό – Ταμασσό, όπου για πρώτη φορά επισημάνθηκαν κατάλοιπα επεξεργασίας χαλκού της Ύστερης εποχής του Χαλκού, μοναδικά στο είδος τους. Η ένδειξη μιας έντονης μεταλλουργικής δραστηριότητας προέρχεται από τα πολυπληθή αντικείμενα από χαλκό ή ορείχαλκο, που εμφανίζονται σποραδικά την Χαλκολιθική και την Πρώιμη εποχή του Χαλκού, αυξάνεται δε ραγδαία στις επόμενες περιόδους, μέχρι τη Ρωμαική. Οι πολιτείες στις οποίες ανευρέθηκαν χώροι επεξεργασίας χαλκού και μεταλλοτεχνίας είναι η Έγκωμη και το Κίτιο σε πρωτεύουσα θέση, η πολιτεία στην Αλυκή Λάρνακας, ο Άγιος Σοζώμενος, ο Μαθιάτης, ο Λυθροδόντας, το Αμπελικού – οι αρχαιότερες εγκαταστάσεις - και το Απλίκι.
Η Κύπρος θα είναι η μοναδική χώρα που στήριξε τον πολιτισμό της και την πλουσιότητά της, από τη Νεολιθική στην πολυαίωνη Εποχή του Χαλκού, μέχρι σήμερα, στην εκμετάλλευση των χαλκοφόρων στρωμάτων.
Κατά την άποψη ορισμένων, η Κύπρος θα πρέπει να θεωρηθεί ως η αρχαιότερη χώρα όπου διεξήχθησαν μεταλλευτικές δραστηριότητες. Υπάρχουν, τουλάχιστον οι ενδείξεις που στηρίζουν τη θεωρεία αυτή. Οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις του Π. Δίκαιου στην Ερήμη, έφεραν σε φως αντικείμενα από καθαρό χαλκό και τοποθετούνται βάσει της νέας χρονολογίας, στις αρχές της 4ης χιλιετίας. Χρειάζονται ακόμη έρευνες στον τομέα αυτό, αλλά είναι δυνατό να λεχθεί ότι η δραστηριοποίηση των ορυχείων και η μεταλλουργεία ανεπτύχθησαν συγχρόνως.
Από τη 2η χιλιετία αρχίζει να διαφαίνεται η σπουδαιότητα του χαλκού της Κύπρου στην Αίγυπτο, τους Χετταίους, όπως φαίνεται επίσης μέσα από τα ομηρικά έπη. Κατά την Ιστορική περίοδο εμφανίζονται οι Φοίνικες, οι Ίωνες, οι Πέρσες, οι Πτολεμαίοι και τελικά οι Ρωμαίοι.
Μια από τις εκπληκτικότερες ενδείξεις μεταλλουργίας κατά την τελευταία αυτή εποχή είναι οι σωροί σκωρίας, δύο διαφορετικών τύπων, που χρονολογούνται πριν και κατά την Ρωμαϊκή Εποχή. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα οι σωροί σκωρίας θα ήταν το μέσο επισήμανσης των αρχαίων ορυχείων από τους ερευνητές γεωλόγους και μεταλλειολόγους.
Παρά το ότι τα πιο πολλά ορυκτά ήταν γνωστά και ήταν υπό αναζήτηση – εκτός από τον χρωμίτη – (E. Baliol Scott, The Mineral Industry of Cyprus, The Mining Journal, 1948, 380), φαίνεται ότι ο χαλκός κατείχε την πρώτη θέση. Ο Ερατοσθένης αναφέρεται σε άργυρο από τον οποίο παρήχθησαν νομίσματα. Ο χρυσός, επίσης, χρησιμοποιήθηκε για τον ίδιο σκοπό. Ο Αριστοτέλης επισημαίνει πολύτιμα μέταλλα στις παρυφές του Τροόδους, ενώ ο Pere Estienne de Lusignian το 1573 γράφει ότι στην Κύπρο παραγόταν χρυσός. Ο άσβεστος ή γύψος ήταν επίσης γνωστός, όπως και η ούμπρα και το μάρμαρο. Το μεγάλο ποσοστό μαγγανίου (22.8%) που επισημαίνεται σε τεμάχια ρωμαϊκής σκωρίας, δείχνει ότι αποτελεί μέρος των ορυκτών της Κύπρου, όπως και ο σίδηρος.