Λατίνος αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας, μέλος της οικογένειας των Λουζινιανών βασιλιάδων της Κύπρου της περιόδου της Φραγκοκρατίας. Ο Ούγος, αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας και καρδινάλιος Κύπρου, ήταν ένας από τους γιους του βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Α΄ (1382-1398) και αδελφός του επίσης βασιλιά της Κύπρου Ιανού (1398-1432). Ήταν επίσης θείος του βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη Β΄ (1432-1458), γιου του Ιανού και διαδόχου του. Παρά την υψηλή καταγωγή του, ο Ούγος φαίνεται ότι είχε περάσει κανονικά από όλα τα εκκλησιαστικά αξιώματα, αρχίζοντας από τα κατώτερα. Δεν είναι όμως εξακριβωμένο πότε ακριβώς ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Λευκωσίας. Κατά τον Le Quien, ανέλαβε το αξίωμα αυτό προσωρινά από το 1413, ύστερα από φημολογούμενη επιστροφή του στην Κύπρο από την Ιταλία. Με τη γνώμη αυτή συμφωνεί και ο de Mas Latrie με δισταγμό, αν και θεωρεί επίσης πιθανό ότι έγινε αρχιεπίσκοπος τον Ιούλιο του 1420.
Ο Ούγος διαδραμάτισε ιδιαίτερα σοβαρό ρόλο στις κυπριακές εξελίξεις κατά το 1426-1427. Μετά την εισβολή των Μαμελούκων της Αιγύπτου στην Κύπρο το 1426 και τη μεγάλη νίκη τους στη μάχη της Χοιροκοιτίας, ο βασιλιάς Ιανός συνελήφθη αιχμάλωτος κι εστάλη στο Κάιρο. Τα περισσότερα μέρη της Κύπρου λεηλατήθηκαν, περιλαμβανομένης της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Η βασιλική οικογένεια και οι οικογένειες των ευγενών κατέφυγαν στα κάστρα της Κερύνειας και της οροσειράς του Πενταδάκτυλου. Αμέσως μετά εκδηλώθηκε το επαναστατικό κίνημα των Κυπρίων χωρικών υπό τον ρήγα Αλέξη*. Σ’ αυτές τις κρίσιμες (για τους ευγενείς) στιγμές, ο αρχιεπίσκοπος Ούγος ανέλαβε την αντιβασιλεία στην Κύπρο, οργάνωσε ξανά τις βασιλικές στρατιωτικές δυνάμεις και με βοήθεια που έλαβε και από τη Δύση, επέβαλε ξανά την εξουσία των Λουζινιανών. Μέχρι να γίνει κατορθωτό να ελευθερωθεί και να επιστρέψει στην Κύπρο ο βασιλιάς Ιανός, τον επόμενο χρόνο, η επανάσταση των Κυπρίων χωρικών είχε πνιγεί στο αίμα και κατασταλεί πλήρως.
Στις 24 Μαΐου του 1426 ο Ούγος είχε γίνει καρδινάλιος, ενώ ως τότε έφερε τον τιμητικό τίτλο του αποστολικού πρωτονοτάριου. Τα διάσημα του υψηλού αξιώματος του καρδιναλίου - διακόνου του Αγίου Αδριανού του επιδόθηκαν στις 23 Νοεμβρίου του 1426 (ή 1427) από ειδικό απεσταλμένο που ήλθε από τη Ρώμη, ενώ στις 30 του ίδιου μήνα έγινε η εκκλησιαστική τελετή της περιβολής του στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία.
Κατά τους Amadi και Fl. Boustron, το αξίωμα του αρχιεπισκόπου Λευκωσίας, που κατείχε από χρόνια, του αναγνωρίσθηκε επίσημα από την Αγία Έδρα μαζί με τη χειροτονία του σε καρδινάλιο τον Νοέμβριο του 1426 ή 1427. Κατά τον Loredano, η απονομή στον Ούγο ντε Λουζινιάν του τίτλου του καρδιναλίου έγινε για τρεις λόγους: για να παρακινηθεί ο χριστιανικός κόσμος της Ευρώπης σε υπεράσπιση της Κύπρου από την απειλή των Μαμελούκων, για να προωθηθεί η πολιτική συνεργασίας ή και ένωσης της Δυτικής με την Ανατολική Εκκλησία και εξαιτίας των φιλικών δεσμών του ιδίου του Ούγου με την Αγία Έδρα.
Μετά την επιστροφή από την αιχμαλωσία του βασιλιά της Κύπρου Ιανού, το 1427, ο καρδινάλιος Ούγος πήγε στη Ρώμη. Ο πάπας Μαρτίνος V τον χρησιμοποίησε σε διάφορες εκκλησιαστικές αποστολές στην Ευρώπη και τον προβίβασε στο αξίωμα του καρδιναλίου-ιερέως του Αγίου Κλήμεντος, και λίγο αργότερα, στο αξίωμα του καρδιναλίου-επισκόπου Παλαιστρίνης. Υστερότερα υπηρέτησε και σε άλλα υψηλά αξιώματα. Στην Κύπρο επανήλθε πιθανώς στα τέλη του 1453, και παρέμεινε δυο περίπου χρόνια. Πέθανε στη Σαβοΐα τον Αύγουστο του 1442. Φαίνεται ότι είχε διατηρήσει και το αξίωμα του αρχιεπισκόπου Λευκωσίας μέχρι τέλους της ζωής του.