Βασιλιάς της Κύπρου από το 1460 μέχρι το 1473, γιος του βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη Β' (1432 - 1458) και αδελφός της βασίλισσας της Κύπρου Καρλόττας (1458 - 1460), την οποία και διαδέχθηκε στον θρόνο. Ήταν επίσης σύζυγος της τελευταίας βασίλισσας της Κύπρου Αικατερίνης Κορνάρο, η οποία τον διαδέχθηκε στην εξουσία μετά τον θάνατό του, το 1473 και βασίλεψε (τυπικά) μέχρι το 1489 οπότε αναγκάστηκε να παραχωρήσει την Κύπρο στη Βενετία, τερματίζοντας έτσι την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Ο Ιάκωβος Β' ήταν ο τελευταίος της δυναστείας των Λουζινιανών που κατείχαν την Κύπρο για τρεις σχεδόν αιώνες (1192 - 1489). Ο γιος του Ιακώβου Β', που ονομαζόταν επίσης Ιάκωβος Γ, γεννήθηκε το 1473 (τον ίδιο χρόνο που πέθανε ο πατέρας του) και, αν και λογίζεται ως βασιλιάς της Κύπρου, βασιλιάς δεν έγινε γιατί πέθανε σε ηλικία ενός χρόνου.
Ο Ιάκωβος Β' είναι γνωστός κυρίως ως δεινός αντίπαλος της Ελληνίδας βασίλισσας της Κύπρου Ελένης Παλαιολογίνας (συζύγου του πατέρα του) και ως αντίπαλος, για την κατάκτηση του θρόνου, της ετεροθαλούς αδελφής του Καρλόττας. Ο Ιάκωβος γεννήθηκε το 1440. Ήταν γιος του βασιλιά Ιωάννη Β' και της ερωμένης του Μαρίας, Ελληνίδας από την Πάτρα της Πελοποννήσου, γι' αυτό και παρέμεινε γνωστός ως Ιάκωβος ο Νόθος. Στο Χρονικόν του Γεωργίου Βουστρωνίου, ο Ιάκωβος αναφέρεται και με την ονομασία Αποστολές, όπως και σε άλλα μεσαιωνικά κείμενα. Μερικοί παλαιότεροι ιστορικοί υποστήριξαν ότι ο Νόθος είχε εξαρχής δυο ονόματα, Απόστολος - Ιάκωβος, όμως τούτο δεν αποδεικνύεται από καμιά πηγή και απορρίπτεται. Την ονομασία Αποστολές, την απέκτησε εξαιτίας του ακολούθου γεγονότος: Όταν ήταν ηλικίας 13 ή 14 χρόνων, ο πατέρας του θέλησε να τον προωθήσει στη χηρεύουσα τότε θέση του Λατίνου αρχιεπισκόπου Λευκωσίας, μάλιστα τον εγκατέστησε μαζί με τη μητέρα του Μαρία (ή Μαριέττα) της Πάτρας, στο αρχιεπισκοπικό μέγαρο και του χορήγησε εισοδήματα της Λατινικής Εκκλησίας. Επειδή όμως ο διορισμός του στο αρχιεπισκοπικό αξίωμα δεν είχε επικυρωθεί από τον πάπα, ο Ιάκωβος χαρακτηρίστηκε ως postulatus. Η λέξη, στο Εκκλησιαστικό Δίκαιον των Δυτικών, σημαίνει αίτηση για παροχή εξουσίας προς διορισμό ή εκλογή κάποιου σε εκκλησιαστικό αξίωμα. Ο χαρακτηρισμός postulatus μετετράπη από τους Έλληνες της Κύπρου στο κύριο όνομα Αποστολές.
Η πρωταγωνιστική ανάμειξη του Ιακώβου στα πολιτικά πράγματα της Κύπρου, οφειλόταν αρχικά σε κινητοποίησή του τόσο από την ετεροθαλή αδελφή του Καρλόττα, όσο και από τους πολιτικούς αντιπάλους της Ελληνίδας βασίλισσας της Κύπρου Ελένης Παλαιολογίνας. Η Ελένη, γυναίκα δυναμική και αποφασιστική, παρά το ότι ήταν πάντα ἀστηνεμένη (=ασθενική) κατά τον Γεώργιο Βουστρώνιο, είχε επιβληθεί του συζύγου της βασιλιά Ιωάννη Β' και ήταν αυτή που κυβερνούσε το βασίλειο. Η ενίσχυση εκ μέρους της των Ελλήνων του νησιού καθώς και της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε βάρος της Λατινικής, την κατέστησαν θανάσιμο εχθρό των Λατίνων. Σε μια προσπάθεια περιορισμού της πολιτικής και άλλης δύναμης της Ελένης, οι Λατίνοι της Κύπρου πέτυχαν να παντρέψουν τη διάδοχο του θρόνου Καρλόττα (κόρη του Ιωάννη Β' και της Ελένης) με έναν δυτικό ευγενή που θα υπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Ο γαμπρός που βρέθηκε τελικά, ύστερα από αναζήτηση στη Δύση, ήταν ο δούκας της Κοΐμβρας Ιωάννης, εγγονός του βασιλιά της Πορτογαλίας Ιωάννη Α'. Παρά την αντίθεση της Ελένης Παλαιολογίνας, ο γάμος έγινε το 1456 και ο Πορτογάλος ευγενής απεδείχθη, πράγματι, δεινός αντίπαλος της πεθεράς του. Έπληξε το ελληνικό κόμμα της Ελένης και σε σύντομο διάστημα κατόρθωσε να αποκαταστήσει την ισχύ και το κύρος της Λατινικής Εκκλησίας στην Κύπρο. Ο Πορτογάλος σύζυγος της Καρλόττας δεν έζησε όμως για πολύ, επειδή πέθανε δηλητηριασμένος (πιθανότατα από τους ανθρώπους της Ελένης) το 1457, ένα χρόνο μετά τον γάμο του.
Η Ελένη Παλαιολογίνα, ανεψιά του τελευταίου αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, επλήγη μεν ήδη από το 1453 εξαιτίας της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους, όμως η πτώση της Βασιλεύουσας δημιούργησε μεγάλο προσφυγικό ρεύμα Βυζαντινών προς την Κύπρο, που και πάλι την ενίσχυσαν.
Μετά τον θάνατο του Πορτογάλου πρίγκιπα, η χήρα του Καρλόττα ζήτησε την υποστήριξη του ετεροθαλούς αδελφού της Ιακώβου, ο οποίος βρισκόταν τότε στη Ρόδο. Ο Ιάκωβος επέστρεψε πράγματι στην Κύπρο, και ενισχυμένος και από τους Λατίνους αντιπάλους της Ελένης, απέκτησε δύναμη στο νησί. Αφού απεδείχθη ικανός ηγέτης, κατόρθωσε να φθάσει σε σύντομο χρονικό διάστημα μέχρι του σημείου να υποβάλλει όρους στο παλάτι. Άρχισε επίσης να καταδιώκει άγρια τους αξιωματούχους του βασιλείου, που ήσαν άνθρωποι της Ελένης Παλαιολογίνας, όπως τους αδελφούς Θωμά και Ιάκωβο Γούρρη και τον Θωμά από τον Μοριά, γιο της παραμάνας της Ελένης και τζαμπερλάνο του βασιλείου. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Θωμάς αυτός δολοφονήθηκε στο σπίτι του από Μαλτέζους μπράβους του Ιακώβου, ενώ ο Ιάκωβος παρακολουθούσε τη σκηνή!
Ωστόσο η μεγάλη και τελική σύγκρουση του Ιακώβου με την Ελένη Παλαιολογίνα δεν έγινε, γιατί η Ελένη αρρώστησε βαριά και πέθανε στη Λευκωσία, στις 11 Απριλίου 1458. Ο θάνατός της έθεσε τέρμα στην ισχύ του ελληνικού κόμματος της Κύπρου. Μόνο 70 μέρες μετά τον θάνατο της Ελένης πέθανε και ο σύζυγός της βασιλιάς Ιωάννης Β'. Νόμιμη διάδοχος του θρόνου ήταν η Καρλόττα, που έγινε πραγματικά βασίλισσα της Κύπρου. Όταν τέλειωσε το πένθος των 40 ημερών, έγινε η στέψη της Καρλόττας στις 15 Οκτωβρίου του 1458 στο ναό της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία. Τον Ιάκωβο, ο οποίος διατηρούσε ακόμη το αξίωμα του αρχιεπισκόπου, δεν τον κάλεσαν να τελέσει τη στέψη. Αντί αυτού κάλεσαν τον Δομινικανό επίσκοπο Λεμεσού Νικόλαο. Ο Ιάκωβος δυσαρεστήθηκε πολύ, αλλά προσποιήθηκε ότι δεν πειράκτηκε. Ενώ η Καρλόττα μετά τη στέψη επέστρεφε έφιππη στο παλάτι, το άλογό της ξαφνιάστηκε την ώρα που περνούσε την πύλη και της έριξε το στέμμα από το κεφάλι. Αυτό θεωρήθηκε από όλους σαν κακός οιωνός για τη βασιλεία της. Ένα χρόνο αργότερα στην ίδια εκκλησία τελέστηκαν οι γάμοι της με τον ξάδελφο της Λουδοβίκο της Σαβοΐας, από την πλευρά της μητέρας του Άννας, που καταγόταν από την οικογένεια των Λουζινιανών. Μαζί του απέκτησε ένα παιδί, που πέθανε όμως βρέφος.
Ο Ιάκωβος, ύστερα από μιαν αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του Καρσεράν Σουαρέζ, έφυγε κρυφά από την Κύπρο και πήγε στο Κάιρο με σκοπό να συναντήσει τον σουλτάνο, προς τον οποίο η Κύπρος ήταν φόρου υποτελής, και να τον πείσει να αναγνωρίσει εκείνον βασιλιά αντί την Καρλόττα. Σε λίγο έφθασαν και αντιπρόσωποι της Καρλόττας, για να προβάλουν προς το σουλτάνο το θέμα της νόμιμης ανάρρησης της Καρλόττας στην εξουσία, αλλά την τελευταία στιγμή ο σουλτάνος και οι σύμβουλοί του εμίρηδες προτίμησαν να αναγνωρίσουν τον Ιάκωβο σαν τον βασιλιά της Κύπρου και να τον υποστηρίξουν να καταλάβει το βασίλειό του. Σ' αυτή τους την απόφαση ίσως συνέβαλε η καλή εντύπωση που είχε προκαλέσει ο Ιάκωβος, ίσως όμως να υπήρχαν κι άλλες σκέψεις ή και πιέσεις, ιδιαίτερα μια επιστολή από τον πορθητή της Κωνσταντινουπόλεως Μωάμεθ Β' προς το σουλτάνο.
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1460 έφθασε στην Αγία Νάπα ο αιγυπτιακός στόλος αποτελούμενος από 80 πλοία που μετέφεραν μια ισχυρή δύναμη από Μαμελούκους στρατιώτες. Εκεί αποβιβάστηκε ένα μέρος του στρατού. Στη συνέχεια ο στόλος έπλευσε προς την Αλυκή, όπου αποβιβάστηκαν ο Ιάκωβος και ο υπόλοιπος στρατός. Ο Ιάκωβος έγινε δεκτός από τους κατοίκους, οι οποίοι ήσαν δυσαρεστημένοι από τους άνδρες του Λουδοβίκου, απέδωσε δε και την ελευθερία σε πολλούς Κυπρίους δουλοπάροικους. Ταυτόχρονα άρχισαν να προσχωρούν με το μέρος του και αρκετοί ευγενείς. Όταν ο Ιάκωβος έφθασε μαζί με τους Μαμελούκους στρατιώτες στη Λευκωσία, η Καρλόττα με τον Λουδοβίκο και πολλούς ευγενείς είχαν ήδη εγκαταλείψει την πόλη, η οποία έπεσε αμαχητί, και είχαν κλειστεί στο κάστρο της Κερύνειας. Σε λίγο παραδόθηκαν στον Ιάκωβο η μια μετά την άλλη οι πόλεις και τα κάστρα της Κύπρου, εκτός από την Κερύνεια, όπου πρόβαλλε αντίσταση η Καρλόττα, και την Αμμόχωστο, που κατεχόταν από τους Γενουάτες. Ο Ιάκωβος μαζί με τους άνδρες του και το στρατό των Μαμελούκων πολιόρκησε πρώτα την Κερύνεια. Κατά την πολιορκία χρησιμοποιήθηκαν και από τις δυο πλευρές κανόνια, που ήταν ακόμη τότε ένα πολύ λίγο διαδεδομένο νέο όπλο. Οι Μαμελούκοι όμως μέσα σε οκτώ μέρες, παρά την απογοήτευση του Ιακώβου, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πολιορκία της Κερύνειας και να επιστρέψουν στην Αίγυπτο προτού αρχίσει η κακοκαιρία και κινδυνέψει ο στόλος τους. Ύστερα όμως από τις παρακλήσεις του Ιακώβου άφησαν 400 στρατιώτες για να τον βοηθήσουν.
Στις 22 Μαρτίου 1461 ο Ιάκωβος Β' ο Νόθος, που διεκδικούσε τον θρόνο της Κύπρου με αιγυπτιακή βοήθεια και Καταλανούς και Σικελούς συνεργάτες, επεχείρησε κατάληψη της Αμμοχώστου από την Κερύνεια, όπου διεξήγε άλλη επιχείρηση, κι οι Γενουάτες λεηλάτησαν την Καρπασία για προμήθειες. Την Αμμόχωστο ο Ιάκωβος τελικά, μετά δυο χρόνια πολιορκίας, την κατέλαβε στις 6 Ιανουαρίου του 1464. Κατά τους όρους της συνθήκης παράδοσής της, όλοι οι κάτοικοί της θα διατηρούσαν τα προνόμια τους. Οι ελληνικές και οι λατινικές εκκλησίες και οι αντίστοιχοι επίσκοποι θα διατηρούσαν τα εισοδήματα τους. Οι Έλληνες αστοί θα είχαν δικό τους δικαστήριο προεδρευόμενο από τον Σύρο Ρεΐς [εδώ το κείμενο είναι ελλιπές και το νόημα αυτό χρειάζεται αναθεώρηση], και θα εδιοικούντο κατά τα δικά τους έθιμα και νόμους, όπως και πριν. Οι πάροικοι ως δυο λεύγες από την πόλη θα ήσαν ελεύθεροι όπως επί Γενουατών, εκτός όσοι είχαν διαφύγει επί Ιακώβου, που θα επιστρέφονταν στους κυρίους των. Οι φραγκομάτοι στην ίδια περιοχή θα διατηρούσαν τα προνόμια και τις περιουσίες τους. Η πόλη θα εκυβερνάτο από τον βασιλιά και τους Χριστιανούς αντιπροσώπους του, και όχι από Μαμελούκους, μαύρους ή άπιστους. Όταν λίγες μέρες μετά την είσοδο του Ιακώβου στην Αμμόχωστο οι Μαμελούκοι σύμμαχοί του υπό τον Γιανιμπέγκ δοκίμασαν να μπουν στην πόλη, εσφάγησαν από δύναμη Ελλήνων και Φράγκων, που εστάλη από τη Λευκωσία. Το «εμπορικό μονοπώλιο» της Αμμοχώστου, που είχαν επιβάλει οι Γενουάτες, τερματίσθηκε τότε, αλλά η κατάσταση της πόλης δεν βελτιώθηκε σημαντικά και με γρήγορο ρυθμό.
Η Καρλόττα προσπάθησε ν' ακολουθήσει τη φιλελληνική πολιτική της Ελληνίδας μητέρας της, όμως συνάντησε πολλές δυσκολίες, κυρίως εξαιτίας του ετεροθαλούς αδελφού της, ο οποίος πρόβαλλε τώρα ως διεκδικητής του θρόνου. Ο Ιάκωβος, που κατόρθωσε να εξασφαλίσει την υποστήριξη και του σουλτάνου της Αιγύπτου προς το πρόσωπό του, μπόρεσε να κάμψει την αντίσταση των ευγενών που υποστήριζαν την Καρλόττα και να την εκθρονίσει το 1460. Η Καρλόττα αναγκάστηκε να φύγει από την Κύπρο το 1461. Το 1473, μετά τον θάνατο του αδελφού της Ιακώβου, προσπάθησε ν' ανακτήσει τον θρόνο της χωρίς όμως να το κατορθώσει. Πέθανε στη Ρώμη το 1487.
Στο μεταξύ, μετά την εκθρόνιση της αδελφής του, ο Ιάκωβος ο Νόθος έγινε βασιλιάς της Κύπρου. Κατά το διάστημα της βασιλείας του απέδειξε ότι ήταν προικισμένος με ηγετικές και διπλωματικές ικανότητες. Παρά το ότι αντιμετώπισε πολλές δύσκολες καταστάσεις, κυρίως εξαιτίας της αντιδράσεως εναντίον του αρκετών φεουδαρχών, κατόρθωσε να εκδιώξει τους Γενουάτες από την Αμμόχωστο και την Κερύνεια, όπου για ένα σχεδόν αιώνα είχαν δημιουργήσει κράτος εν κράτει. Η κατοχή της Κερύνειας, και ιδίως της Αμμοχώστου που ήταν το σημαντικότερο κέντρο εμπορίου στην ανατολική Μεσόγειο, από τους Γενουάτες για μακρό χρονικό διάστημα, είχε δυσμενέστατες επιπτώσεις και για την οικονομία του βασιλείου, που δεν μπόρεσε πια να αποκτήσει ξανά την παλιά του αίγλη. Εξάλλου μεγάλες επιδημίες, καθώς και καταστρεπτικές ανομβρίες, μάστιζαν επίσης το νησί.
Ο Ιάκωβος, ενώ κατόρθωσε να εκδιώξει τους Γενουάτες, προσεταιρίστηκε τους Βενετούς οι οποίοι είχαν επίσης σημαντικά εμπορικά και οικονομικά συμφέροντα στην Κύπρο. Ο γάμος του Ιακώβου με τη Βενετή Αικατερίνη, της γνωστής οικογένειας των Κορνάρο, συνομολογήθηκε κατόπιν ενεργειών των Βενετών, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό επενέβαιναν ουσιαστικότερα στην Κύπρο. Και πράγματι, μετά τον θάνατο του Ιακώβου, η βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρο διατήρησε τυπικά μόνο την εξουσία και τελικά, στα 1489, η Κύπρος περιήλθε και τυπικά στα χέρια των Βενετών.
Ο Ιάκωβος Β' πέθανε στις 26 Ιουλίου του 1473. Διάδοχός του ήταν ο γιος του, που γεννήθηκε μετά τον θάνατο του Ιακώβου, πήρε το ίδιο όνομα, αλλά δεν έζησε. Ο Ιάκωβος είχε και τέσσερα νόθα παιδιά, που τα μνημονεύει στη διαθήκη του. Παρά το ότι στάθηκε αντίπαλος των Γενουατών, ελέχθη ωστόσο ότι ο Ιάκωβος πέθανε δολοφονημένος από δηλητήριο, με ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας του τους Βενετούς.
Μετά τον θάνατο του Ιακώβου, η αδελφή του Καρλόττα, που μέχρι τον θάνατό της έφερε τον τίτλο της βασίλισσας της Κύπρου, προσπάθησε να πάρει πίσω τον χαμένο της θρόνο αλλά η αντίδραση των Βενετών, οι οποίοι έλεγχαν τώρα την Κύπρο μέσω της Αικατερίνης Κορνάρο, δεν επέτρεψε κάτι τέτοιο. Αργότερα (στα 1485) η Καρλόττα πρόσφερε το βασίλειο της Κύπρου στον δούκα της Σαβοΐας Λουδοβίκο, μετά τον γάμο της μαζί του, και με βάση τη δωρεά αυτή έγιναν αργότερα, όταν το νησί κατακτήθηκε από τους Τούρκους, επανειλημμένες εκκλήσεις των Κυπρίων προς τους ηγέτες της Σαβοϊας για βοήθεια προς απελευθέρωσή τους.