Επιτροπή που ιδρύθηκε στην Κύπρο, από δημοκράτες Ελληνοκυπρίους, αμέσως μετά την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα (21 Απριλίου του 1967). Η Επιτροπή έδρασε ποικιλότροπα καθ’ όλη την 7ετή περίοδο δικτατόρευσης του ελληνικού λαού, κι έγινε επανειλημμένα στόχος των υπηρετούντων στην Κύπρο Ελλαδιτών στρατιωτικών και Κυπρίων που υποστήριζαν το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών. Εκ των ιδρυτικών στελεχών της ΕΑΔΕ υπήρξαν οι πολιτικοί και μέλη της ΕΔΕΚ Βάσος Λυσσαρίδης και Τάκης Χατζηδημητρίου. Η Επιτροπή διοργάνωσε μεγάλη διαδήλωση κατά του έλληνα δικτάτορα Γεώργιου Παπαδόπουλου όταν στις 9 Ιουλίου 1967 επισκέφθηκε την Κύπρο και είχε συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.
Μεταξύ άλλων, η Επιτροπή πρόσφερε βοήθεια και απόκρυψη σε Ελλαδίτες αντιστασιακούς που διέφευγαν από την Ελλάδα, όπως ο Αλέξανδρος Παναγούλης, ενώ ταυτόχρονα εργάστηκε έντονα και στον τομέα της διαφώτισης για το τι συνέβαινε στην στρατοκρατούμενη Ελλάδα.
Χατζηδημητρίου
Σε ομιλία του ο Τάκης Χατζηδημητρίου στο πλαίσιο παρούσιασης του βιβλίου του Θέμη Πολυβίου στις 3 Φεβρουαρίου 2010 αναφέρθηκε στο ιδεολογικό υπάβαθρο της Επιτροπής:
"Η είδηση του πραξικοπήματος στην Κύπρο συνοδεύτηκε, για αρκετά μακρύ διάστημα, από την απόλυτη σιωπή της επίσημης πλευράς, κάτι που δε δυσαρέστησε τη χούντα, αντίθετα την ικανοποίησε, γιατί την απάλλασσε από αρνητικές εκτιμήσεις τις οποίες φοβόταν. Δεν έλειψαν και ανεπίσημα ευνοϊκά σχόλια από υψηλά ιστάμενους πως η χούντα δεν θα ασχολείτο με το Κυπριακό, γιατί θα είχε να αντιμετωπίσει εσωτερικούς περισπασμούς. Αντίδραση εκδηλώθηκε από αρκετές εφημερίδες που όμως κι αυτή σύντομα ατόνησε σε μεγάλο βαθμό. Σε λαϊκό επίπεδο εντοπίστηκε σε συνειδητές ιδεολογικά πολιτικές δυνάμεις. Τελευταίο επίσημο σημάδι αντίδρασης υπήρξε η εγγραφή θέματος στη Βουλή για τις απειλές που, τον Ιούνιο του 1967, η χούντα εξαπέλυσε εναντίον της κυπριακής ηγεσίας. Αντί για καταδίκη της χούντας η συζήτηση κατέληξε σε έγκριση ψηφίσματος για την Ένωση. Η κυπριακή Βουλή έδινε εξετάσεις πατριωτισμού στη χούντα. Τον επόμενο μήνα, τον Αύγουστο του 1967, η επίσημη Κύπρος, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων υποδεχόταν με τιμές τον δικτάτορα Παπαδόπουλο. Η υπόθεση είχε κιόλας κριθεί. Η χούντα επέβαλλε αρκετά νωρίς την παρουσία της και τις επιλογές της στην Κύπρο.
Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για τη σωστή αξιολόγηση της κατάστασης. Δεν έγινε αντιληπτό ότι κανένα άλλο γεγονός δεν έκανε τόσο φανερό το χάσμα μεταξύ ελληνικών και κυπριακών εξελίξεων όπως το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
Η Κύπρος βυθισμένη στην αντίληψη ότι όλες οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα είναι οι ίδιες και ότι το δόγμα της συνεργασίας μαζί τους είναι αδιατάρακτο και αναλλοίωτο συνόδεψε και την κυβέρνηση που η χούντα εγκαθίδρυσε.
Κι αν ακόμη υποτεθεί ότι όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις ήταν οι ίδιες, η κυβέρνηση της χούντας δεν ήταν μια ακόμη ελληνική κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα δεν ήταν κυβέρνηση. Ήταν προσωπείο. Πίσω της ενεργούσε μια χούντα που ακόμη δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί ο ρόλος , τα τεχνάσματα και οι συνωμοσίες της, οι εξαρτήσεις, οι εσωτερικές της αντιπαραθέσεις, οι σκοποί και οι μέθοδοι δράσης της. Ο Φάκελος της Κύπρου της ελληνικής Βουλής λίγα απέδωσε προς αυτή την κατεύθυνση και πολλά άλλα συσκότισε.
Στην Κύπρο παραδοσιακά η έννοια της Ελλάδας περιστρεφόταν γύρω από ιστορικές παρακαταθήκες και σύμβολα και ταυτιζόταν με την κρατούσα κατάσταση, τα ανάκτορα, το στρατό και τις κυβερνήσεις, εφόσον συμφωνούσαν με τα ανάκτορα. Αυτή η εθνικά δογματική θεώρηση της Ελλάδας, δεν επέτρεψε στην ηγεσία να συλλάβει την πραγματική έννοια των γεγονότων. Να δει την Ελλάδα ως κοινωνία, που περνούσε μια περίοδο εσωτερικών αναμετρήσεων μεταξύ συντήρησης και αλλαγής, μεταξύ μέτρων καταπίεσης και δημοκρατικής ανασυγκρότησης, μεταξύ ξένης εξάρτησης και Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Να αντιληφθεί τους προβληματισμούς, τους αγώνες, τις θυσίες, τα οράματα του ελληνικού λαού, ακόμα και τις τραγωδίες όπως αυτή του εμφύλιου πολέμου.
Και φυσικά πολύ λίγοι Κύπριοι κατανόησαν ότι το πραξικόπημα ήταν η τελική φάση του εμφύλιου και μια βίαιη προσπάθεια, εσωτερικών και διεθνών κύκλων, για να ανακόψουν ένα ανανεωτικό κοινωνικό και πολιτικό κίνημα που σάρωνε τη χώρα και γινόταν πια η πλειοψηφία.
Αυτό άλλωστε ήταν και το νόημα του πραξικοπήματος. Η αντιμετώπιση του αντίπαλου δέους της αριστεράς, που αναδύονταν μετά τον εμφύλιο δυναμικά στο προσκήνιο, ιδιαίτερα μετά την εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ το 1958 που κέρδισε το 25% των ψήφων. Κι επειδή δεν χωρούσαν όλοι στον κομμουνιστικό κίνδυνο για να περιθωριοποιηθούν, είτε με φυλακίσεις είτε με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, η πολεμική της εμφυλιοπολεμικής δεξιάς επεκτεινόταν συνολικά εναντίον της δημοκρατικής αντιπολίτευσης και χαρακτήριζε τους οπαδούς της συνοδοιπόρους. Η τύφλωση των δεξιών αυτών καταστάσεων ήταν τόσο μεγάλη που κήρυξαν εθνικό κίνδυνο το νέο κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα που ο ριζοσπαστισμός του δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια μετριοπαθής σοσιαλδημοκρατία. Το πραξικόπημα ήρθε για να καταστρέψει το όραμα που φούντωνε ανάμεσα στους Έλληνες, ότι, ύστερα από τον εμφύλιο, ύστερα από τα ξερονήσια, τις φυλακές και τις εκτελέσεις, ήταν δυνατή η εκδημοκρατικοποίηση της χώρας και πραγματοποιήσιμη η ελπίδα να πάρει επί τέλους η Ελλάδα την τιμητική θέση που της ταίριαζε στο σύγχρονο κόσμο.
Η Επιτροπή Αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα που ιδρύθηκε στη Λευκωσία βρισκόταν σε αναμέτρηση με τη χούντα από αλληλεγγύη προς τον ελληνικό λαό, αλλά και γιατί κατάστρεφε το κύρος της Ελλάδας, απομόνωνε κι εκμηδένιζε τη χώρα διεθνώς. Και βρισκόταν η Επιτροπή σε αναμέτρηση με τη χούντα, τα όργανα και τους μηχανισμούς της στην Κύπρο, γιατί ανενόχλητα διάβρωναν τον στρατό, τη διοίκηση και την κοινωνία. Έγκαιρα επισήμανε τη παράνομη δράση της στην Κύπρο και προειδοποίησε σχετικά τον Μακάριο. Ήταν συνειδητή απόφαση η έμπρακτη αντιπαράθεση με την εκδήλωση της 21ης Απριλίου 1971. Γνώριζε η Επιτροπή ότι θα αντιμετωπίζαμε την ΕΣΑ και γι’ αυτό βγήκε στους δρόμους με το σύνθημα «Δημοκρατία στην Ελλάδα». Κι όταν ακολούθησαν συλλήψεις μετά την κυκλοφορία του αυτοκόλλητου «Έξω η χούντα από την Κύπρο» δεν παραξενεύτηκε. Εκείνο όμως που ήταν απαράδεκτο ήταν η ενορχηστρωμένη εκστρατεία του τύπου, ακόμη και εφημερίδας που δεν έπρεπε, ότι το σύνθημα ήταν της Ιντέλιτζενς Σέρβις και σήμαινε « Έξω η Ελλάδα από την Κύπρο».
Η εκδήλωση μιας μείζονος κρίσης ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση της ΕΟΚΑ-Β΄ ήταν μόνο ζήτημα χρόνου. Αυτό δεν γινόταν κατανοητό παρόλες τις προειδοποιήσεις. Οι επισημάνσεις της Επιτροπής ενοχλούσαν, και σε απάντηση εισέπραττε, ακόμη και σε περιόδους έντονης δράσης της παρανομίας, την επίσημη αποδοκιμασία γιατί έθιγε τους αγνούς Έλληνες αξιωματικούς και παρέβλαπτε τις σχέσεις των δύο κυβερνήσεων.
Η ελληνική πολιτική κρίση και η παράλληλη κυπριακή αδυναμία αλληλοτροφοδοτούνταν και οδηγούνταν μοιραία στην κορύφωση της εθνικής τραγωδίας του Ιούλη του 1974 με το πραξικόπημα και την εισβολή. Και τα δύο προβλέψιμα από την 21η Απριλίου 1967. Για την αποτροπή αυτής της αναπόδραστης πορείας αγωνίστηκε η Επιτροπή.
Το δραματικό στοιχείο είναι ότι ο αντιχουντικός αγώνας δεν μπόρεσε να αποτρέψει την καταστροφή της Κύπρου. Γι’ αυτό κανένας στην Κύπρο δε μπορεί να περηφανεύεται για όσα έκαμε. Ούτε η Επιτροπή. Και φαίνεται ότι παρόλα τα παθήματά μας έχουμε ακόμη να μάθουμε πολλά. Κι αυτό είναι που κάνει το βιβλίο του Θέμη σημαντικό και χρήσιμο. Μας βοηθά να ανατρέξουμε στις πηγές, να μελετήσουμε προσεκτικά και να επανεκτιμήσουμε καταστάσεις. Αποτελεί όμως και συμβολή στην ιστορία του αντιχουντικού αγώνα, γιατί βγάζει στην επιφάνεια τα ονόματα και τη δράση πολλών Ελλαδιτών σεμνών και γενναίων αγωνιστών της δημοκρατίας όπως του Κώστα Καλλιγά. Ιδιαίτερα ξεπροβάλλει η φυσιογνωμία του μεγάλου μαχητή της Δημοκρατίας Αλέκου Παναγούλη και η σχέση που είχε με την Κύπρο.
Πηγές: