Τρόοδος οροσειρά

Γεωλογία - πετρώματα - ορυκτός πλούτος

Image

Η οροσειρά αποτελείται από το Εκρηξιγενές ή, όπως είναι σήμερα γνωστό, Οφιολιθικό Σύμπλεγμα  του Τροόδους. Ο όρος «οφιόλιθος» (όφις και λίθος), όπως έχει καθιερωθεί στη δεκαετία του ΄60 μετά την αποδοχή της θεωρίας της Διεύρυνσης του Πυθμένα των Ωκεανών και της Γεωτεκτονικής των Λιθοσφαιρικών Πλακών, αναφέρεται σε χαρακτηριστική σειρά πετρωμάτων τα οποία αποτελούν τεράστια τεμάχια ωκεάνιου φλοιού και μέρος του ανώτερου μανδύα της γης τα οποία αποσπάσθηκαν από την αρχική τους θέση και απωθήθηκαν στα κράσπεδα των ηπείρων κατά τη διάρκεια μεγάλων γεωλογικών διαταραχών. Το Τρόοδος θεωρείται σήμερα σαν το πρότυπο οφιολιθικό σύμπλεγμα. Κανένα άλλο σύμπλεγμα δεν έχει μελετηθεί με τόση λεπτομέρεια και δεν έχει επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό τις ιδέες και θεωρίες για τη δομή και τη γένεση του φλοιού των ωκεανών όσο το Τρόοδος.   

 

Πετρώματα: Τα μέλη του Οφιολιθικού Συμπλέγματος του Τροόδους, όπως και κάθε πλήρους και σχετικά αδιατάρακτου οφιολιθικού συμπλέγματος, από τα κάτω προς τα πάνω, είναι:  

 

1) Χαρτζβουργίτες, 2) Δουνίτες, Βερλίτες, Πυροξενίτες, Γάββροι και Πλαγιογρανίτες, 3) Σύστημα  Πολλαπλών Φλεβών (Διαβάσης) και 4) Λάβες (Πίλλοου Λάβες). Στην περίπτωση του Τροόδους η έντονη διάβρωση που ακολούθησε την ανύψωσή του πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας με επίκεντρο τον Όλυμπο, είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας «δακτυλιοειδούς» εμφάνισης στην οποία τα βαθύτερα πετρώματα, οι χαρτζβουργίτες, εμφανίζονται στο ψηλότερο τοπογραφικό σημείο της οροσειράς και ακολουθούνται προοδευτικά προς τα έξω από τα υπερκείμενα μέλη, έτσι που το ανώτατο μέλος, οι πίλλοου λάβες, να κατέχει την περιφέρεια της οροσειράς.   

 

Χαρτζβουργίτες:  Είναι ο κύριος τύπος πετρώματος που εμφανίζεται στην περιοχή του Ολύμπου και σχηματίζει τον κεντρικό πυρήνα του Συμπλέγματος. Αποτελείται από τα ορυκτά ολιβίνη και ορθοπυρόξενο (κυρίως ενστατίτη) με ελάχιστα ποσοστά χρωμίτη και κλινοπυροξένων. Ο βαθμός της σερπεντινίωσης του πετρώματος, δηλ. της μετατροπής των κύριων συστατικών ορυκτών του σε ορυκτά της ομάδας του σερπεντίνη όπως λιζαρδίτη, αντιγορίτη, χρυσοτιλικόν αμίαντο και άλλα, ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή. Οι πιο έντονα σερπεντινιωμένοι χαρτζβουργίτες βρίσκονται στην περιοχή του μεταλλείου Αμιάντου. Το πέτρωμα στην περιοχή αυτή έχει μετατραπεί εξ ολοκλήρου σε σερπεντινίτη, είναι έντονα τεκτονισμένο, καταθρυμματισμένο με οικονομικά εκμεταλλεύσιμες συγκεντρώσεις χρυσοτιλικού αμιάντου.   

 

Οι  χαρτζβουργίτες συνήθως περιέχουν μικρούς φακούς ή σώματα δουνίτη, η συχνότητα εμφάνισης και το μέγεθος των οποίων αυξάνεται προς τα άνω όπου σταδιακά μεταπίπτει στην κύρια μάζα του δουνίτη. Τα κύρια κοιτάσματα χρωμιτών του Τροόδους περιορίζονται στη ζώνη επαφής ή τη μεταβατική ζώνη μεταξύ της κύριας χαρτζβουργικής μάζας και του δουνίτη (βλέπε λήμμα μεταλλεία). Οι  χαρτζβουργίτες θεωρούνται ότι  είναι  τα δύστηκτα υπολείμματα  της  μερικής  τήξης του αρχικού πετρώματος του ανώτερου μανδύα της γης που ήταν ο λερζόλιθος. Το πέτρωμα αυτό, υπολείμματα του οποίου ανευρίσκονται μέσα στον χαρτζβουργίτη, αποτελείτο από τα ορυκτά ολιβίνη, πυρόξενους (ορθοπυρόξενους και κλινοπυρόξενους) και πλαγιόκλαστα. Από  τη μερική τήξη του λερζόλιθου σχηματίζεται μάγμα το οποίο, κινούμενο προς τα άνω υπό την επίδραση των υπογείων ρευμάτων του μανδύα, συγκεντρώνεται σε μικρούς σχετικά θαλάμους σε βάθος 2 περίπου χιλιομέτρων από τον πυθμένα του ωκεανού. Λόγω της μεγάλης διαφοράς θερμοκρασίας μεταξύ της οροφής και της βάσης των θαλάμων, αρχίζει αμέσως η κρυστάλλωση και η καθίζηση των ορυκτών ανάλογα με το ειδικό τους βάρος. Τα πρώτα ορυκτά που κρυσταλλούνται  και καθιζάνουν είναι ο χρωμίτης και ο ολιβίνης, ακολουθούν οι πυρόξενοι  και  τέλος  τα πλαγιόκλαστα. Με τη συγκόλληση των κρυστάλλων που καθιζάνουν στον πυθμένα και τα τοιχώματα των μαγματικών θαλάμων, σχηματίζονται οι διάφοροι τύποι των πλουτωνίων πετρωμάτων που υπέρκεινται των χαρτζβουργιτών όπως δουνίτες, βερλίτες, πυροξενίτες, γάββροι κλπ. Σημαντικό μέρος του μάγματος των  θαλάμων ανέρχεται υπό μορφή φλεβών μέχρι τον πυθμένα του ωκεανού όπου εκχύνεται σχηματίζοντας στρώματα πίλλοου λαβών αναμεμειγμένων με ροές και άλλες μορφές λαβών.  

 

Δουνίτες: Το πέτρωμα δουνίτης αποτελείται βασικά από ένα ορυκτό, τον ολιβίνη, και ίχνη χρωμίτη. Στο Τρόοδος εμφανίζονται δυο τύποι δουνιτών. Ο πρώτος τύπος βρίσκεται υπό μορφή φακών, φλεβών και ακανόνιστων σωμάτων μέσα στους χαρτζβουργίτες, ενώ ο δεύτερος αποτελεί την κύρια μάζα και υπέρκειται των χαρτζβουργιτών. Και οι δυο τύποι προέρχονται από την κρυστάλλωση του μάγματος, ο μεν πρώτος από την κρυστάλλωση και εναπόθεση του ολιβίνη κατά την ανοδική του πορεία εντός του χαρτζβουργίτη, ο δε δεύτερος από την κρυστάλλωση και καθίζηση του ολιβίνη στη βάση του μαγματικού θαλάμου ή θαλάμων.   Η κύρια  δουνιτική  μάζα βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Ολύμπου μεταξύ του Αγίου Νικολάου της Στέγης και της Τροοδίτισσας.  

 

Βερλίτες:  Ο κύριος δουνίτης μεταπίπτει σταδιακά σε βερλίτη που συνίσταται από τα ορυκτά ολιβίνη και κλινοπυρόξενο, αν και σε ανώτερα στρώματα παρουσιάζονται και τα πλαγιόκλαστα. Οι βερλίτες συνήθως χαρακτηρίζονται από τον ποικιλιτικό τους ιστό που συνίσταται από μεγάλους κρυστάλλους κλινοπυροξένων διαμέτρου 2-3 εκατοστών, των οικοκρυστάλλων, που περικλείουν τους πολύ μικρότερους σε μέγεθος κρυστάλλους του ολιβίνη και του χρωμίτη. Οι βερλίτες ανευρίσκονται σε μικρές σχετικά εμφανίσεις, κυρίως στη δυτική και νότια πλευρά του πλουτωνίου συμπλέγματος κατά μήκος των δρόμων Τροόδους-Πλατρών και Τροοδίτισσας-Τρικουκκιάς.   

 

Πυροξενίτες:  Οι πυροξενίτες, όπως οι δουνίτες και οι βερλίτες, είναι πετρώματα του μαγματικού θαλάμου και σχηματίσθηκαν με την κρυστάλλωση και καθίζηση κυρίως πυροξένων (κλινοπυροξένων και ορθοπυροξένων). Εμφανίζονται κυρίως στη δυτική πλευρά του Ολύμπου κατά μήκος των δρόμων Τροόδους-Προδρόμου και Προδρόμου-Τροοδίτισσας. Σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζονται πηγματιτικοί τύποι με τεράστιους κρυστάλλους μήκους 10 και πλέον εκατοστομέτρων.  

 

Γάββροι:  Έχουν μεγάλη ανάπτυξη στο Τρόοδος και περιβάλλουν τα υπερβασικά πετρώματα που περιγράφονται πιο πάνω υπό μορφή ακανόνιστου δακτυλίου. Στα κατώτερα στρώματα εμφανίζουν στρωματοειδή ανάπτυξη ενώ στα ανώτερα είναι συνήθως συμπαγείς. Τα συστατικά ορυκτά τους είναι: ολιβίνης, πυρόξενοι και πλαγιόκλαστα για την κατώτερη σειρά που υπέρκειται των βερλιτών ή των πυροξενιτών, και πυρόξενοι και πλαγιόκλαστα για την ανώτερη σειρά. Λόγω του έντονου τεκτονισμού τους, οι γάββροι αποτελούν, ιδιαίτερα κατά μήκος ρηξιγενών ζωνών, εξαίρετο υδροφορέα.

 

Πλαγιογρανίτες:  Αποτελούν τα ακραία προϊόντα διαφοροποίησης του μάγματος των θαλάμων και περιλαμβάνουν σειρά όξινων πετρωμάτων όπως γρανοφύρες, τρονγεμίτες, χαλαζιακούς διορίτες κλπ. Τα κύρια συστατικά τους είναι τα πλαγιόκλαστα, ο χαλαζίας, οι πυρόξενοι και σε ορισμένες περιπτώσεις η κεροστίλβη. Λόγω της έντονης εξαλλοίωσής τους τα ορυκτά αυτά συνήθως έχουν αντικατασταθεί από δευτερογενή, όπως επίδοτο, ακτινόλιθο κλπ.  Οι  πλαγιογρανίτες εμφανίζονται ως ακανόνιστα σώματα, κυρίως στην επαφή  μεταξύ των  γάββρων  και  του  Συστήματος Πολλαπλών  Φλεβών αλλά και  ως διεισδύσεις  μέσα στους  γάββρους και το Σύστημα Πολλαπλών Φλεβών.  

 

Εκτός από την περιοχή του Ολύμπου, παρόμοιας σύστασης πλουτώνια  πετρώματα  βρίσκονται και  στην περιοχή του δάσους της Λεμεσού, βόρεια της  Λεμεσού. Η εμφάνιση των  πετρωμάτων αυτών είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ύπαρξη μιας τεράστιας τεκτονικής ζώνης, γνωστής σαν Τεκτονικής Ζώνης του Αρακαπά. Η ζώνη αυτή θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει ένα Ρήγμα Μετασχηματισμού. Τα ρήγματα αυτά δημιουργούνται εγκάρσια προς τον άξονα διεύρυνσης του πυθμένα των ωκεανών.   

 

Σύστημα Πολλαπλών Φλεβών:  Το Σύστημα Πολλαπλών Φλεβών, ή διαβάσης όπως είναι γνωστός στην Κύπρο, αποτελείται από σειρά φλεβών βασαλτικής και ανδεσιτικής σύστασης που  προήλθαν από  την  πολλαπλή διείσδυση  μάγματος μεταξύ των  δυο  λιθοσφαιρικών  πλακών. Σε αρκετές  περιπτώσεις  μια φλέβα διεισδύει μέσα στην άλλη. Γενικά οι φλέβες, που είναι οι τροφοδότες των υπερκείμενων οριζόντων πίλλοου λαβών, είναι σχεδόν κάθετες και η επικρατούσα κατεύθυνση είναι Β-Ν. Σε ορισμένες όμως περιοχές, ιδιαίτερα κατά μήκος μεγάλων τεκτονικών ζωνών, τόσο η κατεύθυνση όσο και η κλίση των φλεβών αποκλίνουν από τις επικρατούσες.   

 

Ο διαβάσης περιβάλλει ολόκληρο το Πλουτώνιο  Σύμπλεγμα  και  επεκτείνεται στο  ΒΔ άκρο της  οροσειράς, τον  Πωμό, μέχρι  και  το ΝΑ άκρο, τη Βάβλα.  

 

Ορίζοντας Βάσης:  Είναι μια μεταβατική ζώνη μεταξύ του υποκείμενου διαβάση και των υπερκείμενων πίλλοου λαβών. Ο ορίζοντας αυτός αποτελείται από 80-90% φλέβες της ίδιας σύστασης με εκείνες του διάβαση και 10-20% πίλλοου λάβες. Πολλοί μελετητές θεωρούν τον ορίζοντα αυτό σαν μέλος του Συστήματος Πολλαπλών Φλεβών.  

 

Κατώτερος Ορίζοντας Πίλλοου  Λαβών: Ο Ορίζοντας Βάσης μεταπίπτει σταδιακά προς τα πάνω στον Κατώτερο Ορίζοντα των Πίλλοου Λαβών που αποτελείται από φλέβες και λάβες σε ίση περίπου αναλογία. Ο Κατώτερος Ορίζοντας αποτελείται κυρίως από ανδεσίτες με μικρό ποσοστό βασαλτών και ρυοανδεσιτών. Τόσο οι φλέβες όσο και οι λάβες έχουν χρώμα γκριζοπράσινο που οφείλεται στην παρουσία του ορυκτού κελαδονίτη. Το ορυκτό αυτό, που είναι προϊόν εξαλλοίωσης των λαβών, εχρησιμοποιείτο μέχρι πρόσφατα σαν χρωστική ουσία που εξαγόταν με το εμπορικό όνομα terra verte (πράσινη γη). Στον ορίζοντα αυτό των λαβών εντοπίζονται τα σημαντικότερα κοιτάσματα χαλκούχων σιδηροπυριτών της Κύπρου.  

 

Ανώτερος  Ορίζοντας  Πίλλοου  Λαβών:  Ο ορίζοντας αυτός αποτελείται κυρίως από λάβες (πίλλοου λάβες, ροές λαβών ή άλλων ακανόνιστων μορφών) και μικρό ποσοστό φλεβών (10-20%). Η σύστασή τους είναι κυρίως βασαλτική με μικρότερα ποσοστά ολιβινικών βασαλτών και πικριτών. Ο Ανώτερος Ορίζοντας κατέχει την εξωτερική περιφέρεια του Τροόδους, δηλαδή το ανώτατο μέλος της οφιολιθικής σειράς. Τα πετρώματα του σχηματισμού αυτού έχουν κοκκινωπή απόχρωση λόγω οξείδωσης συστατικών ορυκτών.  

 

Ορυκτός πλούτος: Ο ορυκτός  πλούτος  της  Κύπρου είναι  άμεσα  συνδεδεμένος με το Τρόοδος. Με το οφιολιθικό αυτό σύμπλεγμα συνδέονται τα σημαντικότερα κοιτάσματα μετάλλων και αμετάλλων ορυκτών του τόπου, όπως του αμιάντου, των χρωμιτών, των χαλκούχων σιδηροπυριτών και της ούμπρας ή φαιοχώματος. Επιπρόσθετα, με τα πετρώματα του Τροόδους συνδέονται κοιτάσματα ορυκτών μικρότερης οικονομικής σημασίας, όπως μαγνησίτη ή λευκόλιθου και θειούχων με ψηλή σχετικά περιεκτικότητα νικελίου και κοβαλτίου. Η ολική ποσότητα μετάλλων και ιδιαίτερα χαλκού που έχει παραχθεί μέχρι σήμερα από το Τρόοδος, το καθιστούν ένα από τα πλουσιότερα αν όχι το πλουσιότερο σε μέταλλα οφιολιθικό σύμπλεγμα στον κόσμο, ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.  

 

Τα οικονομικώς εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα χρυσοτιλικού αμιάντου βρίσκονται κοντά  στο  χωριό  Πάνω Αμίαντος, όπου και  το ομώνυμο  μεταλλείο. Τα κοιτάσματα περιορίζονται μέσα στη ζώνη του έντονα τεκτονισμένου και σερπεντινιωμένου χαρτζβουργίτη που καλύπτει έκταση 23 τετρ. χιλιομέτρων. Η μεταλλοφορία απαντάται υπό μορφή φλεβών και φλεβιδίων χρυσοτιλικού αμιάντου, πάχους μέχρι 1,5 εκατοστομέτρου. Η μέση περιεκτικότητα του κοιτάσματος είναι 0,8-1%.  

 

Τα  πιο αξιόλογα από  οικονομικής  απόψεως  κοιτάσματα χρωμιτών εντοπίζονται στην περιοχή  βόρεια και  νότια  της  κορφής του  Ολύμπου  και  ειδικότερα στη  μεταβατική ζώνη μεταξύ των  πετρωμάτων χαρτζβουργίτη  και  δουνίτη. Τα κοιτάσματα εμφανίζονται υπό μορφή φακών και φλεβών (λοβοειδής τύπος) και το μέγεθός τους κυμαίνεται από ορισμένες χιλιάδες μέχρι ένα εκατομμύριο τόνους. Η περιεκτικότητά τους σε τριοξείδιο του χρωμίου (Cr2Ο3) κυμαίνεται μεταξύ 45% και 51% με μια σχέση χρωμίου προς σίδηρο (Cr/Fe) περίπου 3. Τα κυριότερα κοιτάσματα όπου μέχρι το 1982 λειτουργούσαν και τα ομώνυμα μεταλλεία, είναι του Κοκκινόροτσου, των Καννούρων και του Χατζηπαύλου.   Τα  κοιτάσματα των  χαλκούχων  σιδηροπυριτών  περιορίζονται  στη  σειρά των πίλλοου λαβών. Έχουν φακοειδές σχήμα με οριζόντιες διαστάσεις 50-400 μ. και πάχος 30-100 μ. Τα αποθέματά τους κυμαίνονται από 50.000 μέχρι 17.000.000 τόνους, η δε περιεκτικότητά τους σε χαλκό από 0,2 μέχρι 4,5%. Νεώτερες έρευνες έδειξαν ότι τα κοιτάσματα αυτά είναι ανάλογα με τα κοιτάσματα που σχηματίζονται σήμερα κατά μήκος των μεσοωκεανίων ράχεων του Ειρηνικού, του Ατλαντικού καθώς και άλλων ωκεανών.  

 

Σε  ορισμένες  περιπτώσεις  τα θειούχα  κοιτάσματα καλύπτονται  από  λεπτό  στρώμα ώχρας  που  θεωρείται προϊόν υποθαλάσσιας εξαλλοίωσης και οξείδωσης των χαλκούχων σιδηροπυριτών. Η  ώχρα εξορύσσεται  και  εξάγεται, ύστερα από  επεξεργασία, ως φυσική χρωστική. Τα σημαντικότερα  κοιτάσματα ώχρας  συνδέονται με το κοίτασμα της  Σκουριώτισσας, γνωστό σαν  Φουκάσα.  

 

Μια άλλη σημαντική φυσική χρωστική που συνδέεται άμεσα με το Οφιολιθικό Σύμπλεγμα του Τροόδους είναι το φαιόχωμα ή ούμπρα (terra umbra). Τα κοιτάσματά της βρίσκονται διάσπαρτα στους πρόποδες της οροσειράς και ειδικότερα στην επαφή μεταξύ των λαβών και των υπερκείμενων ιζηματογενών σχηματισμών. Το ίδιο το φαιόχωμα είναι ιζηματογενές πέτρωμα πλούσιο σε οξείδια του σιδήρου και του μαγγανίου και ο σχηματισμός του συνδέεται με την υδροθερμική δράση που ακολούθησε την έκχυση των πίλλοου λαβών στον πυθμένα του ωκεανού.  Με  τους σερπεντινιωμένους  χαρτζβουργίτες του  δάσους της  Λεμεσού  και  του  Ακάμα  συνδέονται μικρά  κοιτάσματα λευκόλιθου ή  μαγνησίτη. Τα πλέον  αξιόλογα από  τα κοιτάσματα αυτά βρίσκονται στην περιοχή  Μαγνησία του  Ακάμα  απ’  όπου έγινε  και  περιορισμένη εκμετάλλευση στο παρελθόν. Τέλος ο διαβάσης αποτελεί την κύρια πηγή παραγωγής θραυστών σκύρων και άμμου για τις ανάγκες της οικοδομικής και κατασκευαστικής βιομηχανίας γενικότερα. Περισσότερες λεπτομέρειες για τα κοιτάσματα αμιάντου, χρωμιτών και χαλκούχων σιδηροπυριτών δίδονται στο λήμμα μεταλλεία και για το φαιόχωμα, ώχρα, λευκόλιθο, και θραυστά σκύρα και άμμο στο λήμμα λατομεία. Βλέπε επίσης χωριστά λήμματα για το κάθε ένα μεταλλείο.  

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image