Χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, στη γεωγραφική περιφέρεια της Μεσαορίας, περί τα 19 χμ. νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Το χωριό είναι κτισμένο στη δυτική όχθη του ποταμού Πηδιά, σε μέσο υψόμετρο 340 μέτρων. Το τοπίο της περιοχής του είναι διαμελισμένο από το ποτάμιο σύστημα του ποταμού Πηδιά.
Από γεωλογικής απόψεως, στα βόρεια, του χωριού κυριαρχούν οι άργιλλοι, οι άμμοι και τα χαλίκια, στα ανατολικά οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου, και στην υπόλοιπη έκταση οι ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, οι μάργες, οι μαργαϊκοί ασβεστόλιθοι, οι άμμοι και τα χαλίκια. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν προσχωσιγενή εδάφη και ερυθρογαίες.
Στους Εργάτες η μέση ετήσια βροχόπτωση κυμαίνεται γύρω στα 360 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή καλλιεργούνται τα σιτηρά, τα λαχανικά (κυρίως πατάτες), τα νομευτικά φυτά, λίγες ελιές και φρουτόδεντρα όπως οι βερικοκιές και οι συκιές. Καλλιεργούνται επίσης τα εσπεριδοειδή, τα όσπρια και οι αμυγδαλιές. Οι αρδευόμενες εκτάσεις βρίσκονται μεταξύ του κυρίου δρόμου Εργατών - Ανάγυιας και του ποταμού Πηδιά. Στην περιοχή εφαρμόστηκε μικρό αρδευτικό σχέδιο που αξιοποίησε τόσο τα νερά του ποταμού όσο και τοπικές διατρήσεις. Η κτηνοτροφία δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και περιορίζεται στην εκτροφή αγελάδων.
Η οδική σύνδεση του χωριού είναι αρκετά καλή. Στα βόρεια συνδέεται με δρόμο με το χωριό Ανάγυια (περί τα 2,5 χμ.) και μέσω αυτού με την πόλη της Λευκωσίας. Στα νότια συνδέεται με το χωριό Επισκοπειόν (που απέχει περί το 1,5 χμ).
Ο πληθυσμός των Εργατών αναπτύχθηκε σταθερά από το 1881 μέχρι σήμερα και το φαινόμενο της αστυφιλίας που έπληξε τα περισσότερα χωριά της Κύπρου από το 1946 και ιδίως από το 1960 και ύστερα, δεν επηρέασε το χωριό αυτό. Σ' αυτό συνέβαλε η μικρή σχετικά απόστασή του από την πρωτεύουσα, η καλή οδική του σύνδεση μ' αυτήν και οι ευκαιρίες απασχόλησης στην περιοχή του. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, το χωριό δέχθηκε κύμα προσφύγων που αύξησε ακόμη περισσότερο τον πληθυσμό του καθώς στην περιοχή του δημιουργήθηκαν προσφυγικοί συνοικισμοί αυτοστέγασης. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 218 |
1891 | 234 |
1901 | 262 |
1911 | 293 |
1921 | 354 |
1931 | 378 |
1946 | 431 |
1960 | - |
1973 | 812 |
1976 | 1.044 |
1982 | 1.121 |
1992 | 1.418 |
2001 | 1.588 |
2011 | 1792 |
2021 | 1951 |
Η κύρια εκκλησία του χωριού, αφιερωμένη στην αγία Παρασκευή, δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον. Εκτός από αυτήν, στο χωριό υπάρχει άλλη μία εκκλησία αφιερωμένη στον απόστολο Θωμά.
Το πρώτο σχολείο στο χωριό λειτούργησε το 1901. Πιο πριν τα γράμματα διδάσκονταν στο κοντινό μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου, στο χωριό Πολιτικόν, κι αργότερα στα Πέρα και στην Ψημολόφου.
Στη διοικητική έκταση του χωριού (ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Ταμασσού) υπάρχουν αρχαία κατάλοιπα.
Το χωριό ήταν γνωστό με την ίδια ονομασία τουλάχιστον από την εποχή της Φραγκοκρατίας. Δεν αναφέρεται σε μεσαιωνικές πηγές παρά ελάχιστα, σε μεσαιωνικούς χάρτες όπου σημειώνεται ως Argetès. Κατά την εποχή αυτή αποτελούσε φέουδο. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας απέκτησε στην περιοχή του χωριού, στα βόρεια και βορειοδυτικά, αρκετή κτηματική περιουσία το Εβκάφ.
Ωστόσο το χωριό φαίνεται ότι είναι εξέλιξη οικισμού κατά πολύ παλαιοτέρου της περιόδου της Φραγκοκρατίας. Το χωριό βρίσκεται στην περιοχή του αρχαίου βασιλείου της Ταμασσού, όπου υπήρχαν, κατά την Αρχαιότητα, μεταλλεία χαλκού. Πιθανότατα ο οικισμός δημιουργήθηκε κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο (ίσως στα πρώτα χριστιανικά χρόνια), οπότε λειτουργούσαν ακόμη τα μεταλλεία της Ταμασοού. Όπως υποδηλώνει και η ονομασία του, ο αρχικός οικισμός ήταν καταλύματα εργατών, κυρίως εργατών των γειτονικών μεταλλείων, οι οποίοι διέμεναν κοντά στον ποταμό όπου υπήρχε νερό. Ο αρχικός οικισμός επεξετάθη αργότερα, αλλά παρέμεινε γνωστός ως οικισμός για εργάτες, απ' όπου και η ονομασία Εργάτες. Στην κυπριακή διάλεκτο το χωριό λέγεται Αρκάτες, αφού στην Κύπρο ο εργάτης λέγεται αρκάτης.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια