Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές της Εκκλησίας της Κύπρου, [αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίας (Σαλαμίνος). Υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του 4ου αιώνα. Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του γιορτάζεται στις 12 Μαΐου. Προς τιμήν του, δυο χωριά της Κύπρου φέρουν το όνομά του, όπως και πάρα πολλά τοπωνύμια. Επιπλέον, αρκετές εκκλησίες στην Κύπρο είναι αφιερωμένες σ' αυτόν.
Βίος: Ο άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε το 315 μ.Χ. στο χωριό Βησανδούκη κοντά στην πόλη Ελευθερόπολη της Παλαιστίνης. Σύμφωνα όμως προς μια κυπριακή λαϊκή παράδοση, γεννήθηκε στην Κύπρο, στο χωριό Καλοπαναγιώτης, και μεγάλωσε στη Βησανδούκη.
Δεν έχουμε πολλές λεπτομέρειες για την παιδική του ηλικία. Σύμφωνα προς μια πληροφορία, οι γονείς του ήσαν ιουδαϊκής καταγωγής κι είχαν δυο παιδιά, τον Επιφάνιο και την Καλλίτροπο. Ούτε και για τη μόρφωσή του υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Ο σύγχρονός του Ιερώνυμος τον αποκαλεί «πεντάγλωσσον», γιατί γνώριζε, εκτός από την ελληνική γλώσσα, και αρκετά καλά την εβραϊκή, τη συριακή, την κοπτική και τη λατινική. Από μικρός ταξίδεψε σε πολλές χώρες και τούτο τον βοήθησε να αποκτήσει γνώσεις και να εμπλουτίσει τις εμπειρίες του. Ωστόσο η μόρφωσή του δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα βαθιά. Η επίσκεψη και παραμονή του για κάποιο διάστημα στην Αίγυπτο, κέντρο του μοναχισμού τότε, τον επηρέασε σημαντικά, ιδιαίτερα δε η επαφή του με γνωστούς ασκητές της εποχής εκείνης. Μετά την επιστροφή του από την Αίγυπτο στην Ελευθερόπολη, ίδρυσε μοναστήρι στο οποίο παρέμεινε για 30 χρόνια. Την αγάπη και αφοσίωσή του προς του μοναχικό βίο βοήθησαν και οι συμβουλές, το παράδειγμα και ο ζήλος του γνωστού μοναχού της Γάζας Ιλαρίωνος. Έτσι ο μοναχός Επιφάνιος άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται γνωστός και αποκτά φήμη σπουδαίου και σοφού.
Η φήμη του διαδόθηκε και στην Κύπρο, απ' όπου εκλήθη το 367 μ.Χ. να αναλάβει τη διαποίμανση της αρχιεπισκοπής Κωνσταντίας (Σαλαμίνος). Στην Κύπρο, την οποία είχε επισκεφθεί και πιο πριν, ο Επιφάνιος υπηρέτησε ως αρχιεπίσκοπος για 36 χρόνια, από το 367/8 μέχρι το 403 μ.Χ., δηλαδή μέχρι τον χρόνο του θανάτου του.
Ως αρχιεπίσκοπος, ο Επιφάνιος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα προβλήματα που απασχολούσαν την εποχή εκείνη το νησί και αναμείχθηκε έντονα στον αγώνα της Εκκλησίας εναντίου του αρειανισμού και του ωριγενισμού. Φυσικό ήταν επίσης να προασπίσει και τα ιδεώδη του μοναχισμού και να συνεχίσει να επιδεικνύει ζωηρό ενδιαφέρον γι’ αυτόν όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και εκτός αυτής. Γι’ αυτό το λόγο έκανε αρκετά ταξίδια στην Καρία και στη Συρία. Μερικές φορές όμως ο ζήλος του τον οδηγούσε σε υπερβολές, με αποτέλεσμα να παρεξηγηθεί από πολλούς.
Για το θέμα της χρονολογίας του Πάσχα, ο Επιφάνιος επέμενε ότι το Πάσχα έπρεπε να γιορτάζεται σύμφωνα προς την αρχαία παράδοση, δηλαδή κατά την πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα των Ιουδαίων. Για το θέμα αυτό ήλθε σε ρήξη με τον Μέγα Αθανάσιο. Σε διαφωνία βρέθηκε και με άλλους πατέρες της Εκκλησίας, κυρίως για το ζήτημα του αντιοχειανού σχίσματος. Όταν έγινε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίας ο Επιφάνιος αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον επίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο, γιατί έλεγε ότι ο Μελέτιος είχε εγκατασταθεί από τον Καισαρείας Ακάκιο και είχε επίσης υποψίες ότι διατηρούσε σχέσεις με τους λεγόμενους «πνευματομάχους». Παρόλον ότι ο Μελέτιος δέχθηκε τον εκκλησιαστικό όρο «ομοούσιος» το 363, τούτο δεν ήταν αρκετό για να διαφοροποιήσει την έναντι αυτού στάση του Επιφανίου. Άλλοι, όπως ο Παυλίνος και ο Βιτάλιος, είχαν δημιουργήσει στην Αντιόχεια άλλες δικές τους ομάδες ο Βιτάλιος κατηγορούσε τον Παυλίνο ότι χρησιμοποιούσε τον όρο «ομοούσιος» όπως ακριβώς και οι οπαδοί του Σαβελλίου, ενώ ο Παυλίνος ακολουθούσε τη διδασκαλία του Απολλιναρίου και ο Επιφάνιος προτίμησε να ακολουθήσει τον Παυλίνο. Γι’ αυτό το 376 ο Επιφάνιος πήγε στην Αντιόχεια για να προσπαθήσει να αποσπάσει τον Βιτάλιο από την αίρεση του απολλιναρισμού, πράγμα όμως που δεν κατόρθωσε. Από επιστολή του Μεγάλου Βασιλείου προς τον Επιφάνιο, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι είχαν αλληλογραφία μεταξύ τους ˙ σε επιστολή προς αυτόν ο Επιφάνιος φαίνεται να υποστηρίζει τον Παυλίνο. Αλλά ο Μέγας Βασίλειος συνέχισε να θεωρεί τον Μελέτιο σαν τον νόμιμο επίσκοπο Αντιοχείας. Τελικά στη Β' Οικουμενική Σύνοδο ο Μελέτιος θριάμβευσε και έτσι ο Επιφάνιος πήγε μαζί με τον Παυλίνο στη Ρώμη, όπου πήρε μέρος στη σύνοδο που ασχολήθηκε κυρίως με το αντιοχειανό σχίσμα (382). Δεν γνωρίζουμε κατά πόσον ο Επιφάνιος πήρε μέρος στη Β' Οικουμενική Σύνοδο.
Η ανάμειξη του Επιφανίου στη μεγάλη συζήτηση για τον Ωριγένη δημιούργησε πολλά προβλήματα και παρεξηγήθηκε από πολλούς. Και στα δύο του έργα Ἀγκυρωτός και Πανάριον ο Επιφάνιος κατατάσσει τον ωριγενισμό ανάμεσα στις διάφορες αιρέσεις. Στο πρόσωπο του Ωριγένη βλέπει τον πατέρα του αρειανισμού και των άλλων αιρέσεων. Με αυτό τον τρόπο επηρέασε και άλλους, όπως τον Ιερώνυμο, ο οποίος, ενώ στην αρχή ήταν θαυμαστής του Ωριγένη, στο τέλος έγινε άσπονδος εχθρός του.
Ο Επιφάνιος συνέχισε τον αγώνα του εναντίον του Ωριγένη όχι μόνο με τα γραπτά του αλλά και με ταξίδι που έκανε το 392 στα Ιεροσόλυμα και ήλθε σε ρήξη με τον επίσκοπο Ιεροσολύμων Ιωάννη. Ο Επιφάνιος κήρυξε το πρωί εναντίον του ωριγενισμού και ο Ιωάννης το απόγευμα εναντίον του ανθρωπομορφισμού. Όπως είναι γνωστό, οι πολέμιοι του Ωριγένη κατηγορούνταν σαν ανθρωπομορφιστές.
Το 393 ο Επιφάνιος χειροτόνησε σε διάκονο και πρεσβύτερο τον αδελφό του Ιερωνύμου Παυλινιανό, ο οποίος βρισκόταν στο μοναστήρι που ο ίδιος είχε ιδρύσει κοντά στην Ελευθερόπολη. Ο Ιεροσολύμων Ιωάννης θύμωσε γι’ αυτή την χειροτονία και αγανακτισμένος διαμαρτυρήθηκε στους ιερείς που πήγαν να του το αναγγείλουν. Τότε ο Επιφάνιος έγραψε στον Ιωάννη απολογητική επιστολή την οποία και μετέφρασε στα λατινικά ο Ιερώνυμος. Στην επιστολή αυτή ο Επιφάνιος επαναλαμβάνει τις γνωστές θέσεις του εναντίον του Ωριγένη και καλεί του Ιωάννη να καταδικάσει τις κακοδοξίες του. Παρόλο που ο Επιφάνιος έκανε δημόσια γνωστή την επιστολή, ο Ιωάννης δεν του απάντησε.
Αργότερα ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος εστράφη εναντίον του Ωριγένη˙ ενώ στην αρχή θεωρούσε τον Επιφάνιο σχισματικό και αιρετικό, τώρα έγραψε συνοδική επιστολή, στην οποία ζητούσε από όλους τους επισκόπους να καταδικάσουν τον ωριγενισμό. Ο Επιφάνιος χάρηκε για την επιστολή και ζήτησε από τον Ιερώνυμο να την μεταφράσει στα λατινικά, για να γίνει το περιεχόμενό της γνωστό και στη Ρώμη. Το 401 κάλεσε σύνοδο όλων των επισκόπων της Κύπρου στην οποία καταδικάστηκε ο ωριγενισμός σύμφωνα με τις απόψεις του Θεοφίλου. Ο ίδιος ο Επιφάνιος πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να καταστήσει γνωστή την απόφαση των επισκόπων της Κύπρου.
Στην Κωνσταντινούπολη ωστόσο, ο Επιφάνιος δεν τήρησε την απαιτούμενη τάξη. Χωρίς την άδεια του αρχιεπισκόπου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, χειροτόνησε ένα διάκονο. Σε κήρυγμά του στον ναό των Αγίων Αποστόλων δεν καταφέρθηκε μόνο εναντίον του Ωριγένη αλλά και του Χρυσοστόμου. Τότε ο Χρυσόστομος έστειλε στον Επιφάνιο τον αρχιδιάκονό του, μέσω του οποίου τον κατηγόρησε ότι ήταν παραβάτης των εκκλησιαστικών κανόνων.
Παρεκάλεσε μάλιστα τον Επιφάνιο να εγκαταλείψει την Πόλη, γιατί πολλοί από τον λαό ξεσηκώθηκαν εναντίον του. Ο Επιφάνιος πράγματι έφυγε και απέθανε ενώ επέστρεφε στην Κύπρο. Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του στις 12 Μαΐου.
Κυριότερα συγγράμματα του Επιφανίου:
1. Ἀγκυρωτός: Το έργο αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί σαν εγχειρίδιο που περιέχει την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, με ιδιαίτερη αναφορά στο δόγμα της Αγίας Τριάδος. Σαν έτος συγγραφής του θεωρείται το 374. Μέσα από το όλο έργο ξεχωρίζει το πολεμικό και αντιαιρετικό πνεύμα που χαρακτήριζε τον Επιφάνιο. Το όλο έργο διαιρείται σε 120 κεφάλαια. Πραγματεύεται επίσης θέματα της μέλλουσας ζωής, τον τρόπο της σάρκωσης του Λόγου, την Ανάσταση. Στο τέλος παρατίθενται δυο σύμβολα Πίστεως: το ένα το οποίο σχεδόν αναλλοίωτο παρέλαβε η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (381), και το άλλο που είναι ίσως ελεύθερη επεξεργασία του πρώτου με σκοπό να πολεμήσει την αίρεση του Απολλιναρίου.
2. Πανάριον: Έτος συγγραφής του έργου τούτου θεωρείται το 375 και είναι το μεγαλύτερο σε έκταση έργο του Επιφανίου. Περιέχει και αναλύει 80 διαφορετικές αιρέσεις. Αφού γίνεται λόγος για όλες τις αιρέσεις, στις οποίες ο Επιφάνιος συγκαταλέγει του βαρβαρισμό, τον σκυθισμό, τον ιουδαϊσμό και τον ελληνισμό, παραθέτει έκθεση της ορθοδόξου πίστεως που και πάλι παίρνει πνεύμα πολεμικό και αντιαιρετικό. Το έργο αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί μέσα απ' αυτό μας διεσώθησαν άγνωστα κείμενα όπως της συνόδου της Αγκύρας του 358, η επιστολή του Γνωστικού Πτολεμαίου προς την Φλώρα, αποσπάσματα από το βιβλίο του Βασιλείου Αγκύρας εναντίον του Μαρκέλλου Αγκύρας κ.ά.
3. Περί Μέτρων καί Σταθμῶν: Το έργο αυτό γράφτηκε το 392. Σ' αυτό ο Επιφάνιος εκθέτει ό,τι σχετίζεται με τις μεταφράσεις της Παλαιᾶς Διαθήκης, και ιδιαίτερα τη μετάφραση των Ο΄, το ιστορικό της μετάφρασης και τις μεταφράσεις των Ακύλα, Συμμάχου και Θεοδοτίωνος, ως επίσης και τα σημεία τα οποία μεταχειρίστηκε ο Ωριγένης για να δηλώσει στα Ἑξαπλᾶ τις διαφορές των μεταφράσεων. Στο τέλος μιλά για την Ἑξαήμερον. Στο δεύτερο μέρος πραγματεύεται τα μέτρα και τα σταθμά που χρησιμοποιούσαν οι Ιουδαίοι, οι Εθνικοί και οι Χριστιανοί. Στο τρίτο μέρος μιλά για τη γεωγραφία της Παλαιστίνης. Το πρώτο μέρος έχει σωθεί στα ελληνικά και μερικά αποσπάσματα από το δεύτερο. Ολόκληρο όμως έχει παραδοθεί σε συριακή μετάφραση.
4. Περί τῶν δώδεκα λίθων τῶν ὂντων ἐν τοῖς στολισμοῖς Ἀαρών: Στο έργο αυτό γίνεται αναφορά στην ουσία και τις ιδιότητες των δώδεκα λίθων που στόλιζαν το ιερό εγκόλπιο του αρχιερέως Ααρών. Τα ονόματα των λίθων είναι: Σάρδιος, Τομπάζιον, Σμάραγδος, Άνθραξ, Σάπφειρος, Ίασπις, Λιγύριον, Αχάτης, Αμέθυστος, Χρυσόλιθος, Βηρύλλιον, Ονύχιον. Το έργο αυτό γνωρίζει και ο Ιερώνυμος. Οι λίθοι αυτοί ερμηνεύονται αλληγορικά και παραλληλίζονται με τους δώδεκα πατριάρχες. Διασώθηκε το έργο πλήρες σε λατινική και ιβηρική μετάφραση. Στα ελληνικά σώζονται μόνο δυο επιτομές.
5. Ἐπιστολή πρός Εὐσέβιον καί Μάρκελλον, Βιβιανόν τε καί Κάρπον: Η επιστολή αυτή γράφτηκε μεταξύ του 367 και του 373. Γίνεται λόγος ότι ο Μυστικός Δείπνος δεν έγινε ημέρα Πέμπτη αλλά Τρίτη.
6. Ἐπιστολή πρός τούς Χριστιανούς τῆς Ἀραβίας: Γράφτηκε λίγο μετά την ανάρρηση του Επιφανίου στον επισκοπικό θρόνο της Κύπρου το 367. Σ' αυτήν την επιστολή του ο Επιφάνιος υπεραμύνεται του αειπαρθένου της Θεοτόκου. Στο ζήτημα αυτό, ο Επιφάνιος είναι ο αρχαιότερος από όσους ασχολήθηκαν.
7. Ἐπιστολή πρός Ἰωάννην Ἱεροσολύμων: Σώζεται σε λατινική μετάφραση του Ιερωνύμου, και ο Επιφάνιος αποδοκιμάζει την υπεράσπιση του Ωριγένη.
8. Ἐπιστολή πρός Ἱερώνυμον: Ανευρίσκεται ανάμεσα στις επιστολές του Ωριγένη. Στην επιστολή αυτή ο Επιφάνιος επαινεί τον ζήλο που ο Αλεξανδρείας Θεόφιλος επέδειξε εναντίον του Ωριγένη.
Νόθα έργα του αγίου Επιφανίου:
1. Λόγος τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου κατά τῶν ἐπιτηδευόντων ποιεῖν εἰδωλικῷ θεσμῷ εἰκόνας εἰς ἀφομοίωσιν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Θεοτόκου καί τῶν μαρτύρων, ἒτι δέ καί ἀγγέλων καί προφητῶν.
2. Ἐπιστολή πρός Θεοδόσιον τόν βασιλέα.
3. Διαθήκη πρός τούς πολίτας.
Διδασκαλία του Επιφανίου:
Ἁγία Γραφή: Κάθε Χριστιανός έχει καθήκον να ερευνά την Αγία Γραφή. Δεν θα πρέπει όμως να ζητά σ' αυτήν τα μη ζητούμενα. Κάθε φορά που ο Χριστιανός μελετά την Αγία Γραφή πρέπει να οδηγείται σε μια δοξολογία στον Κύριο. Μόνο με την καρδιά του μπορεί ο άνθρωπος να κάνει κτήμα του τον θησαυρό της χριστιανικής αλήθειας και ταυτόχρονα μόνο σαν μέλος του σώματος του Χριστού θα μπορέσει να θεολογεί αληθινά.
Με τον ίδιο τρόπο ο Επιφάνιος μιλά και για την παράδοση. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Επιφανίου, ο Θεός έχει δώσει τον νόμο του εγγράφως και αγράφως. Όπως ο Θεός τυγχάνει να είναι ο πατέρας μας, έτσι και η Εκκλησία τυγχάνει να είναι η μητέρα μας. Με τον τρόπο αυτό δεν μπορούμε να τηρούμε τις εντολές του ενός και να περιφρονούμε ή να παραγκωνίζουμε τις εντολές του άλλου. Ο Θεός μας αποκαλύφθηκε τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στην Εκκλησία. Έτσι λοιπόν η Παράδοση αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την ορθή ερμηνεία της Ἁγίας Γραφῆς. Μόνο στην Εκκλησία βρίσκει κανένας την πλήρη αλήθεια. Βασική της διδασκαλία είναι η αποδοχή της θεότητος των τριών προσώπων.
Χριστολογία: Όπως είναι γνωστό, ένα κύριο πρόβλημα της εποχής του αγίου Επιφανίου ήταν η σχέση της θείας και της ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Χριστού που η αίρεση του Απολλιναρίου είχε δημιουργήσει. Ο Επιφάνιος ακολουθεί στο θέμα αυτό πιστά τους μεγάλους πατέρες της Εκκλησίας. Υποστηρίζει την ύπαρξη πλήρως της θείας και της ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και την ένωση και των δυο. Χωρίς τις δυο αυτές προϋποθέσεις θα ήταν αδύνατη η σωτηρία. Ο Κύριος υπήρξε αληθινός Θεός και άνθρωπος. Θεός μέν ἀπό Πατρός γεγεννημένος ἀνάρχως καί ἀχρόνως, ἂνθρωπος δέ ἀπό Μαρίας διά τήν ἒνσαρκον παρουσίαν. Το έργο της σωτηρίας χαρακτηρίζεται σαν οικονομία. Παράλληλα προς την οικονομία του σταυρού αναφέρει την οικονομία της ενσάρκου παρουσίας. Ο Κύριος έσωσε τον άνθρωπο με όλο το έργο του που έκανε πάνω στη Γη ...καί σωτηρίαν ἡμῖν ἐργασάμενος διά πάσης τῆς ἐνσάρκου αὐτοῦ παρουσίας.
Ὁ Κόσμος: Ο Θεός δημιούργησε τα πάντα εκ του μηδενός. Όταν δημιούργησε τον κόσμο δεν τον εγκατέλειψε στη δική του τύχη αλλά επικοινωνεί και μεριμνά γι’ αυτόν.
Οἱ Ἂγγελοι: Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Επιφανίου οι άγγελοι είναι αόρατοι, αθάνατοι, άφθαρτοι και είναι ανώτεροι από τα ορατά όντα. Οφείλουν μάλιστα την αρχή τους στη δημιουργική δύναμη του Θεού.
Ἡ Ἐκκλησία: Η Εκκλησία, παραλαβοῦσα ὑπό τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἐκείνων μαθητῶν τήν εἰς ἓνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, πίστιν, καίπερ ἐν ὃλῳ τῷ κόσμῳ διεσπαρμένη, καθ' ὃλης τῆς οἰκουμένης ἕως περάτων τῆς γῆς ἐπιμελῶς φυλάσσει εἰς ἓνα οἶκον οἰκοῦσα καί ὁμοίως πιστεύει τούτοις ὡς μίαν ψυχήν καί τήν αὐτήν ἒχουσα καρδίαν καί συμφώνως ταῦτα κηρύσσει καί διδάσκει καί παραδίδωσιν εἰς ἓνα στόμα κεκτημένη.
Ἐσχατολογία: Ο Επιφάνιος χρησιμοποιεί πολλά χωρία της Αγίας Γραφής που αναφέρονται στην ανάσταση των νεκρών. Παραδέχεται την ανάσταση ολοκλήρου του σώματος: Τίς ἡ τοιαύτη προσωποληψία παρά τῷ Θεῷ, μή γένοιτο. Ἐρευνήσωμεν ποῦ ἢ πότε οἱ Ἃγιοι ἢγειρον νεκρόν ἀπό μέρους καί οὐχί ὃλον τό σῶμα.
Ἃγιο Πνεῦμα: Το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός όπως και τα άλλα δυο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα. Το Άγιο Πνεύμα είναι πνεύμα Χριστού και διά Χριστού δίδεται.
Περί εἰκόνων: Είναι φανερό από τα κειμένα του αγίου Επιφανίου ότι ήταν εναντίον των εικόνων. Όταν ακόμη όμως ζούσε ο Επιφάνιος, δεν είχε διατυπωθεί το δόγμα για την τιμητική προσκύνηση των εικόνων. Και για τη στάση του αυτή φαίνεται η τάση του να καταπολεμεί κάθε νεωτερισμό στην Εκκλησία.
Α. ΤΗΛΛΥΡΙΔΗΣ