Επίσκοπος είναι ο ανώτατος βαθμός της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, που στα πρώτα Χριστιανικά χρόνια εναλλάσσεται με τον πρεσβύτερο. Οι επίσκοποι θεωρούνται διάδοχοι των αποστόλων, αλλά σε κατώτερη από εκείνους βαθμίδα, και χειροτονούν τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους. Κάθε εκκλησία έχει τον δικό της επίσκοπο, π.χ. η Σμύρνη, οι Τράλλεις, η Σαλαμίς, η Πάφος κλπ. Κατά τους Διαμαρτυρόμενους, ο επισκοπικός θεσμός είναι αποτέλεσμα των ερίδων των πρεσβυτέρων, που γι’ αυτό αποφάσισαν να εκλέξουν τον εξοχώτερό τους ως προϊστάμενό τους. Η προχριστιανική έννοια του όρου (επιθεωρητής, παρατηρητής, επόπτης) διατηρείται και στη χριστιανική ορολογία, όπου αποτελεί το κέντρο της Εκκλησίας, ελέγχοντας τη ζωή της χριστιανικής παροικίας στην πόλη όπου εδρεύει. Με τη σταδιακή όμως επέκταση των ορίων της επισκοπής, στην οποία προστίθενται κοινότητες των περιχώρων και πιο μακρινών ακόμη χώρων, η επισκοπή διατήρησε τον τίτλο της για την ευρύτερη αυτή περιφέρεια. Αρχικά η αγαμία δεν ήταν προϋπόθεση του επισκοπικού αξιώματος, αλλά μόνο ο δεύτερος γάμος με χήρα ή κακόφημη γυναίκα. Κατά τον κανόνα IB' της Στ' Οικουμενικής Συνόδου ο χειροτονημένος επίσκοπος όφειλε να παύσει να συνοικεί με τη γυναίκα του, η οποία έπρεπε να αποσυρθεί και να μονάσει διά βίου σε μοναστήρι απομακρυσμένο από τον τέως σύζυγο της. Αν η σύζυγος αρνείτο να χωρισθεί, η χειροτονία ακυρωνόταν. Από τον Ιουστινιανό και εφεξής, όμως, (Νεαρές. ρκγα και ρλζβ ) ο υποψήφιος επίσκοπος όφειλε να είναι άγαμος κληρικός. Της χειροτονίας του επισκόπου προηγείται η εκλογή, που ο τρόπος της ποικίλλει κατά τις εποχές. Ό,τι ισχύει για τις υπόλοιπες Εκκλησίες της Ανατολής για τον θεσμό από απόψεως Κανονικού Δικαίου, ισχύει και στην Κύπρο. Βασική υποχρέωσή του ήταν ανέκαθεν η παραμονή του επισκόπου στην έδρα του ανάμεσα στο ποίμνιό του, από το οποίο κανονικά δεν μπορεί να απουσιάζει πέραν των τριών εβδομάδων.
Έγγαμοι επίσκοποι: Επίσκοποι έγγαμοι στην Κύπρο αναφέρονται κατά τους πρώτους αιώνες, οπότε αυτό επιτρεπόταν (π.χ. ο άγιος Σπυρίδων* Τρεμιθούντος [4ος αι.]) και προφανώς κατά τη Φραγκοκρατία. Για την περίοδο αυτή ο Ιωσήφ Βρυέννιος, απεσταλμένος του οικουμενικού πατριαρχείου στην Κύπρο για να συζητήσει την ένωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας του νησιού με το πατριαρχείο (1406 κ.ε.), αναφέρει ότι μεταξύ των ανηθικοτήτων των Κυπρίων κληρικών περιλαμβανόταν και η χειροτονία υποψηφίων γνωστών ως διγάμων, η επικοινωνία στη λατρεία με πρόσωπα που μετά τη χειροτονία νυμφεύθηκαν και πάλι και είχαν οικογένειες από παλλακίδες και εταίρες. Κανείς από τις ιερατικές τάξεις, προσθέτει ο Ι. Βρυέννιος, δεν απέφευγε να συντηρεί εταίρες δημοσίως, αν και ζούσε η νόμιμη σύζυγός του, και μετά τον θάνατό της και πριν ακόμη παντρευτεί! Τέτοια πρόσωπα, προφανώς κατώτεροι κληρικοί, επιτρεπόταν να συλλειτουργούν με τους επισκόπους, διότι και οι επίσκοποι ήσαν εξίσου ένοχοι για τα ίδια παραπτώματα. Επιπλέον, αντίθετα προς τους Λατίνους και άλλους αιρετικούς, μόνοι οι Έλληνες επίσκοποι συμμορφώνονταν προς τις παραδόσεις και τα δόγματα άλλων αιρέσεων. Παρόλα αυτά δεν μπόρεσαν να αποφύγουν την εξευτελιστική υποταγή στους Λατίνους και στον πάπα. Όπως είναι γνωστό, οι Ορθόδοξοι επίσκοποι κατά την Φραγκοκρατία στην Κύπρο περιορίστηκαν σταδιακά από 14 σε 4 στο διάστημα 1222 - 1260, οπότε οριστικά έμεινε ο αριθμός τους σε τέσσερις (βλ. λήμμα Εκκλησία Κύπρου).
Επισκοπές επί Τουρκοκρατίας: Από των αρχών της Τουρκοκρατίας, οπότε γίνεται προσπάθεια αποκατάστασης του αριθμού των επισκοπών σε 14, αλλά με πενιχρά αποτελέσματα, τα όρια των επισκοπών και η δικαιοδοσία των τεσσάρων βασικών επισκόπων τους, και άλλων που εμφανίζονται προσωρινά, δεν είναι πολύ σαφή. Οι τέσσερις ήσαν αντίστοιχοι προς τους τέσσερις επισκόπους που είχε στα νεότερα χρόνια (εσχάτη Τουρκοκρατία, Αγγλοκρατία, Κυπριακή Δημοκρατία) η Εκκλησία Κύπρου ως το 1973, οπότε ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ' ανίδρυσε οριστικά δυο παλαιότερες επισκοπές (Μόρφου και Λεμεσού, εκτός από τις χωρεπισκοπές Τρεμιθούντος και Κωνσταντίας που εξακολουθούσαν να υπάρχουν από παλαιά), ανεβάζοντάς τις σε έξι (βλ. και λήμμα επισκοπές Κύπρου).
Οι αναφαινόμενες κατά διαστήματα «επισκοπές» επί Τουρκοκρατίας φαίνεται ότι ήσαν προσαρτημένες στις τέσσερις βασικές (Αρχιεπισκοπή, Κυρηνείας, Κιτίου και Πάφου), που χονδρικά τα όριά τους αντιστοιχούν μ' εκείνα των τεσσάρων που είχε επιτραπεί να λειτουργήσουν στην Κύπρο επί Φραγκοκρατίας μετά το 1222. Οι πιο πολλοί από τους επισκόπους των πρώτων δεκαετιών της Τουρκοκρατίας, ως περίπου τις αρχές του 18ου αι., ήσαν εξελληνισμένα φραγκικής καταγωγής πρόσωπα, από τις μεγάλες μεσαιωνικές οικογένειες που επιβίωσαν μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς (βλ. λήμμα Εκκλησία Κύπρου). Οι επίσκοποι διαδραματίζουν μαζί με τον αρχιεπίσκοπο και τους λαϊκούς προκρίτους επί Τουρκοκρατίας ουσιώδη ρόλο στο διοικητικό σύστημα και μάλιστα στη φορολογική λειτουργία του (βλ. αυτ. καθώς και λήμματα εθναρχία και δραγομάνος).
Σύμφωνα με το Καταστατικόν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, 1914, σσ. 8- 12, οι τέσσερις επισκοπικές περιφέρειες, που έχουν ἑκάστη ἲδιον ἐπίσκοπον, καλούνται περιφέρεια της Αρχιεπισκοπής, της Μητροπόλεως Πάφου, της Μητροπόλεως Κιτίου και της Μητροπόλεως Κυρηνείας, δηλ. εναλλάσσονται οι τίτλοι Μητρόπολις και Επισκοπική περιφέρεια, και σημασιολογικά ταυτίζονται, παρερμηνεύοντας έτσι την αρχική σημασία των όρων που επικρατεί στις ανατολικές ορθόδοξες Εκκλησίες ως σήμερα σε μεγάλο βαθμό: μητροπολίτης = ο επικεφαλής αριθμού επισκόπων, πρώτος τητάξει επίσκοπος = άλλως αρχιεπίσκοπος. Η καταγωγή και η ισοτιμία των αξιωμάτων αυτών αναλύονται στα προαναφερθέντα λήμματα, καθώς και στο λήμμα αρχιεπίσκοποι Κύπρου. Πρβλ. τον Φιλόξενο (532) Ἁγιώτατον καί Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου, τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας Κωνσταντῖνον ὁσιώτατον ἐπίσκοπον Κύπρου καί τῆς Κυπρίων νήσου στα 787, τον Δημητριανόν ἐπίσκοπον Κυθηρίας που διεδέχθη τον Ἁγιώτατον ἐπίσκοπον Εὐστάθιον στα 885 (κατά Βιογραφικόν Πρόλογον της Ακολουθίας του), παλαιότερα τον ἐπίσκοπον Κυρηνείας Θεόδοτον κατά το Ἐγκώμιόν του (τέλη 4ου αι., Κυπρ. Σπουδ., ΜΕ', 1981, σ. 4),τόν Ρηγῖνον ἐπίσκοπον Κωνσταντίας τῆς Κύπρου (431-;) και τον προκάτοχό του πατέρα καί ἐπίσκοπον γεγονότα Τρωΐλον (; - 431) (Κυπρ. Σπουδ.. Γ, 1946 [1948], σσ. 59 - 68), τους ἐπισκόπους Κύπρου στα 325, χωρίς ακόμη διάκριση αρχιεπισκόπου (αυτ., σσ. 53 - 57), κλπ. Σε κείμενα της επισκοπής Αμαθούντος απαντάται σταθερά ο όρος επίσκοπος καιποτέ μητροπολίτης (Κυπρ. Σπουδ., ΙΗ').
Σε μια πηγή του αρχιμανδρίτη Κυπριανού (Ἱστορία Χρονολογική..., Βενετία, 1788, σ. 391), παλαιό Νομοκάνονα τῶν Ἀρχιερέων, βρίσκουμε την εξής αναγραφή: Μητροπόλεις καί ἐπισκοπαί τῆς Κύπρου ... Μητροπόλεις: ὁΚωνσταντίας, ὁΠάφου, ὁΚιτιαίων, ὁἈμαθοῦντος, ὁΚυρηνίας, ὁΚουρέων. Ἐπισκοπαί: ὁΤριμυθοῦντος, ὁΚυθρῶν, ὁΦωτολαμποῦς ἢΛευκωσίας, ὁ Καρπασέων, ὁΝεαπόλεως Νεμεσοῦ, ὁ Λαμπούσης, ...ὁ Σολίας. ...ὁ Ἀρσενόης (αναφέρονται εκ παραδρομής και άλλες 16, μη κυπριακές: Κυπρ. Σπουδ., ΙΓ', 1949 [1950], σ. 32, και σσ. 31 - 37). Ο Κυπριανός πιο κάτω προσθέτει την Ταμασίαν, οπότε οι επισκοπές γίνονται 15. Οι κώδικες απ' όπου προέρχεται η αναγραφή αυτή είναι: ένας του 17ου αι. (ω38 της μονής Λαύρας του Άθω) που αντιγράφει άλλον του 13ου αι., ο δεύτερος του 18ου αι. (στη Μητρόπολη Πάφου) και ο τρίτος κώδικας που αντέγραψε ο Κυπριανός, άγνωστης χρονολογίας. Αν η πηγή του ω38 είναι πράγματι του 13ου αι., τότε η διάκριση των επισκόπων του νησιού σε (8 ή 9) απλούς επισκόπους και σε (6) μητροπολίτες ανάγεται στην αρχή της Φραγκοκρατίας, κι αυτό ίσως ως αντίδραση της Ελληνικής Εκκλησίας στις κατασταλτικές ενέργειες της νεοΐδρυτης Λατινικής Εκκλησίας του νησιού.
Στη Βούλλα Σύπρια* του 1260 οι ιεράρχες της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας καλούνται όλοι επίσκοποι (π.χ. Γερμανός ἐπίσκοπος Σολίας· τῆς ἐνορίας Λευκουσίας, στη συνείδηση του λαού αρχιεπίσκοπος, μετά την μεταφορά του από την Κωνσταντία -Αμμόχωστο στην Σολέα με δικαίωμα καθόδου στη Λευκωσία). Εξάλλου και η Βούλλα θεωρεί τον Γερμανό (Πησίμανδρο) τελευταίο ιεράρχη που θα δικαιούται να φέρει τον τίτλο του αρχιεπισκόπου ή αρχιερέως(Κ.Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, VI, 1877, σσ. 501 - 513) και αποκαλεί τους άλλους τρεις απλώς ἐπισκόπους τῶν Γραικῶν. Σε άλλα ελληνικά κείμενα της Φραγκοκρατίας σχετικά προς την εκλογή Ελλήνων επισκόπων χρησιμοποιείται ο τίτλος αυτός, π.χ. κείμενα του 13ου αι. για τις επισκοπές Νεμεσού - Αμαθουσίας (Κυπρ. Σπουδ., KB' 1958, σσ. 13 -26).
Λόγω του ότι οι γειτονικές προς τις τέσσερεις βασικές επισκοπές επισκοπικές περιφέρειες προσαρτήθηκαν σ' αυτές σταδιακά μεταξύ 1222 και 1260, ο επίσκοπος της
βασικής είχε και τον τίτλο του προέδρου για τις προσαρτημένες. Π.χ. έχουμε τις εξής αναγραφές: Ματθαῖος ...ἐπίσκοπος Ἀμαθούντων καί πρόεδρος Νεμεσοῦκαί Κουρέων, 1287, που ήταν στην πραγματικότητα ἐ πίσκοπος Ἀμαθοῦντος, Νεμεσοῦκαί Κουρίου, κοινῶς Λευκάρων, με έδρα επίσημη τα Λεύκαρα (αυτ., σσ. 19 - 20), ἐπίσκοπος Ἀμαθουσίας πρόεδρος Νεμεσοῦκαί Κουρέων κύρ Ὀλβιανός, 1307, ομοίως και Λευκάρων (αυτ., σσ. 20 -23), Γερμανός (1320 κ.ε.), Ἰωάννης Ἰαφούν (1445 κ.ε.), Φλαγκί (; 1570, πέθανε 125 ετών!) (αυτ., σσ. 23 - 26). Σε κείμενο αποφάσεως του εκκλησιαστικού δικαστηρίου Σολίας του 1306 διαβάζουμε: ὁπανιερώτατος καί θεοτίμητος ἐπίσκοπος Σόλων κυρ Λεόντιος πρόεδρος πόλεως καί ἐνορίας Λευκωσίας (Κυπρ. Σπουδ., Ιθ', 1955 [1956], σσ. 27 - 29). Τον ίδιο συνδυασμό των τίτλων: ἐπίσκοπος πόλεως (δεινός), πρόεδρος πόλεως (δεινός) βρίσκουμε και σε άλλα δικαστηριακά εκκλησιαστικά κείμενα της Φραγκοκρατίας, τις λεγόμενες κρίσεις των λιβέλλων, που σε μερικές περιπτώσεις καθορίζουν τον ιεράρχη ως εξής: πανιερώτατε καί θεοτίμητε ἐπίσκοπε 'Ἀρσενόης κύρη (δείνα), πρόεδρε πόλεως καί ἐνορίας Πάμφου (Dieter Simon, Zyprische Prozessprogramme, München, Beck, 1973, σσ. 17, 71, βλ. και σσ. 13-73 σποράδην).
Μητροπολίτης και επίσκοπος: Ωστόσο σε άλλα κείμενα της Ελληνικής Εκκλησίας του νησιού βρίσκουμε τους τίτλους μητροπολίτης και επίσκοπος: σε κείμενο συνοδικοῦπρακτικοῦτου 1295, που ο εκδότης του J. Darrouzés θεωρεί πλαστό, μάλλον αδίκως, διαβάζουμε: Ὃροι ...τῶν ἐπισκοπευσάντων ἐν ...Κύπρῳ...ἐν ταῖς τῶν ἐπισκόπων ἐπαρχίαις...παρά Μαρίνου τοῦἁγιωτάτου ἐπισκόπου Καρπασέων καί ἐνορίας Ἀμοχούστου μητροπόλεως Κωνσταντίας καί ἀρχιεπισκόπου Κύπρου καί παρά Ἰωάννου τοῦπανιερωτάτου ἐπισκόπου Ἀρσινόης καί πάσης Πάμφου τοῦκαί μητροπολίτου καί ὑπό τοῦἁγιωτάτου ἐπισκόπου Σωλέων καί ἐνορίας Λευκωσίας κυροῦΘεοφυλάκτου, καί τοῦἁγιωτάτου ἐπισκόπου Ἀμαθούντων Νεμεσοῦκαί Κουρέων κυροῦΦωτίου, [και του] ἀρχιεπισκόπου Λατίνων Κύπρου μετά καί τῶν αὐτοῦἐπισκόπων ἀποφηνάντων οὒτως. Ὁ ἐπίσκοπος Καρπασέων καί ἐνορίας Ἀμοχούστου μητροπόλεως Κωνσταντίας καί ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου ὡς τρισεπίσκοπος ἐγκωμιαζέσθω ...καί ἡσφραγίς αὐτοῦἒστω μετά κηρίνης κοκκίνης, διότι καθέζεται ἐπί ἀρχιεπισκοπικοῦθρόνου... Ὁδέ ἐπίσκοπος Ἀρσινόης καί πάσης Πάμφου ἐγκωμιαζέσθω καί εὐφημείσθω ὡς διάδοχος μητροπολίτης, ὃτι παρά τοῦαὐτοῦθρόνου καθέζεται ὡς ὁἃγιος ἀπόστολος Ἀπαφρᾶς ἐκ ...τῶν ἑβδομήκοντα ...καί τά δευτερεῖα ἒχων πώποτε τῶν Ἱεροσολύμων...καί ἡσφραγίς αὐτοῦἒστω μετά ξηρίνης μελάνου, καί αὐτός ἒστω δισεπίσκοπος ...Ὁἐπίσκοπος Σωλέων καί ἐνορίας Λευκωσίας εὐφημείσθω καί αὐτός δισεπίσκοπος καί ὑπογραφέτω, πενταεπίσκοπος μή κηρυττέτω˙ καί ἡσφραγίς αὐτοῦἒστω μετά κηρίνης πρασίνης...Ὁδέ ἐπίσκοπος Ἀμαθούντων ἒστω καί Νεμεσοῦκαί Κουρέων πρόεδρος, καί αὐτός ἒστω τρισεπίσκοπος ...ἒστω δέ καί ἡσφραγίς αὐτοῦ...διά κηρίου λευκοῦ, ὃκαί καφούριον λέγεται...Ὁδέ τῆς Πάμφου ἐπίσκοπος [που πιο πάνω λέγεται διάδοχος - μητροπολίτης] πρωτευέτω ἐν τῇχειροτονίᾳτοῦχειροτονῆσαι ἐπίσκοπον Πάμφου ˙ οἱαὐτοί δύο ἐπίσκοποι ...ποιείτωσαν τάς χειροτονίας καί τῶν λοιπῶν ἐπισκόπων ...(βλ. Revue des Etudes Byzantines, 37, 1979, σσ. 87 - 89 παρόμοια αντίγραφα σώζονται σε χειρόγραφα στη Μητρόπολη Κιτίου, στον Κύκκο κ.α.). Παρόλες τις αμφιβολίες του Darrouzés (σσ. 28,53, κ.α.), νομίζουμε ότι εδώ έχουμε προσπάθεια του Καρπασίας - Αμμοχώστου να λάβει τον τίτλο του αρχιεπισκόπου αντί του Σολίας - Λευκωσίας, που στα 1260 διά της Βούλλα Σύπρια είχε μετατεθεί από την Αμμόχωστο στη Σολία με δικαίωμα καθόδου στη Λευκωσία, θεωρούμενος όσο ζούσε (πρόκειται για τον Γερμανό Πησίμανδρο) τελευταίος νόμιμος ἀρχιεπίσκοπος τῶν Γραικῶν, με δεύτερο τη τάξει τον Αρσινόης - Πάφου, που κι αυτός λέγεται, όπως και ο Καρπασίας, και μητροπολίτης, προφανώς κατ’ αναβίωση των παλαιών μητροπολιτικών διεκδικήσεων του Πάφου στους πρώτους τέσσερις Χριστιανικούς αιώνες. Ο Καρπασίας -Αμμοχώστου, παρά την μετάθεση του τελευταίου αρχιεπισκόπου Γερμανού στην Σολία - Λευκωσία, διεκδικεί τα πρωτεία θεωρώντας τον εαυτό του διάδοχο του Αμμοχώστου, που ήταν για αιώνες ο αρχιεπίσκοπος. Το κείμενο αυτό πρέπει να συγκριθεί προς τον προαναφερθέντα Νομοκάνονα που παραθέτει ο Κυπριανός και που παρεδόθη σε τρία τουλάχιστον αντίγραφα, του 17ου και του 18ου αι., και ήταν αντίγραφο άλλου του 13ου αι., που επίσης ομιλεί για μητροπόλεις (έξι αυτός): Κωνσταντίας [-Αμμοχώστου], Πάφου, Κιτίου, Αμαθούντος, Κυρηνείας και Κουρίου. Και τα δυο κείμενα εκπηγάζουν προφανώς από την ίδια εσωτερική διαδικασία και σύγκρουση που προκάλεσε η καταλυτική αναδιάρθρωση των επισκοπών του νησιού από τη λατινική επέμβαση διά της Βούλλα Σύπρια του 1260.
Κατά την Τουρκοκρατία οι επίσκοποι του νησιού διατηρούν τον τίτλο αυτό στα πρώτα χρόνια, οπότε γίνονται σπασμωδικές προσπάθειες αναβιώσεως των 14 αρχαίων επισκοπών. Π.χ. σε επιστολή του γραμμένη μεταξύ 1580 και 1585 ο Αμαθούντος αναφέρεται ως Γερμανός, ἐπίσκοπος Λευκάρων Κύπριος, που σ' άλλα έγγραφά του αυτοτιτλοφορείται και Γερμανός Κουσκουνάρης ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος, Vescovo Germano di Amatunte ή Vescovo di Limisso in Cipri (1581), ή Vescovo di Leffcari (1583), ή Vescovo Germane di Amatunte e Limisso in Cipri (1581) (Κυπρ. Σπουδ.. ΚΘ', 1965, σο. 63 - 69. John Krajcar, Cardinal Giulio Antonio Sartoro and the Christian East, Roma, 1966, σποράδην).
Ο διάδοχος του Ιωακείμ (1580 1600) τιτλοφορείται πανιερώτατος καί θεοπρόβλητος ἐπίσκοπος Ἀμαθούντων, πρόεδρος Λεμεσοῦ καί Κουρέων (Κυπρ. Σπουδ.. ΚΘ', σ. 73). Οι επίσκοποι Κύπρου στα 1609, πέντε, τιτλοφορούνται όλοι έτσι, πλην του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου: Μωϋσής επίσκοπος Αμμοχώστου, Ιάκωβος επίσκοπος Νεμεσού, Λεόντιος επίσκοπος Πάμφου, Ιερεμίας επίσκοπος Κυρηνείας, ενώ για τη Λάρνακα, τη Βατιλή και τα Λεύκαρα υπογράφουν πρωτοπαπάδες, για την Αμαθούντα ένας Ησαΐας, κλπ. Αυτοί υπογράφουν έκκληση, στις 5.10.1609, προς τον δούκα της Σαβοΐας να ελευθερώσει την Κύπρο (αυτ., σσ. 70 - 71). Στις 3.2.1609 σε μια άλλη έκκληση προς τον Φίλιππο Γ' της Ισπανίας ο Μωϋσής υπογράφει ως ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος από την οποία ως τις 5.10.1609 είχε προαχθεί στην έδρα Αμμοχώστου, ίσως διατηρώντας και εκείνη της Τρεμιθούντος (Ι.Κ. Χασιώτη, Ἱσπανικά Ἒγγραφα τῆς Κυπριακῆς Ἱστορίας ΙΣΤ - ΙΖ' αι., Λευκ., Κ.Ε.Ε., 1972, σσ. 55 - 56, όπου και άλλες διαφορές στους υπογράφοντες από το έγγραφο της 5.10.1609). Στα 1606 ο Πάφου Λεόντιος λέγεται obispo de Pafo = επίσκοπος Πάφου (αυτ., σσ. 47 - 48 αρ. 29, 14.9,1606), και στα 1631 - 1634 ο Κιτίου Λεόντιος λέγεται θεοφιλέστατος επίσκοπος (Κυπρ. Σπουδ., ΚΘ', σσ. 71 -73). Στα 1609 (5 Φεβρ.) υπογράφει έκκληση στην Ισπανία ο Ἱερεμίας ἐπίσκοπος Σωλέας καί Κερινίας (Χασιώτης, σσ. 58 - 59 αρ. 35). Στα 1606 ο Κύριλλος Λούκαρις αναφέρει τους Πάφου Λεόντιον, Ταμασέων Ἰάκωβον καί Μωϋσῆν [Αμμοχώστου] κακοποιόν ως ἐπισκόπους και τους επικρίνει σφοδρά.
Μητροπολίτης Χριστόδουλος: Η πρώτη γνωστή περίπτωση επισκόπου της Τουρκοκρατίας που καλείται μητροπολίτης είναι εκείνη του Χριστοδούλου: κατά σημείωμα κώδικος πολλῶν ἂλλων ἀκόντων, παρακλήσει δέ ἐκλεκτῶν τινων [=;] καί ἡμεῖς ἐκεῖνον μεταθέσαι ἀπό Κυρηνίας μητροπολίτου εἰς ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου ἠ ναγκάσθημεν (Κυπρ. Σπουδ., ΚΔ', σσ. 69 - 70). Αν δεν πρόκειται εδώ για τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο Β' (, - 1682 - 1685 - ;), η πρώιμη μνεία του μητροπολιτικού τίτλου για τον Κυρηνείας είναι αρκετά εκπληκτική. Η επόμενη περίπτωση επισκόπου που αυτοτιτλοφορείται πλέον μητροπολίτης είναι εκείνη του τυχοδιωκτικού Τιμοθέου [Λογαρά] Μητροπολίτου Κερηνείας Κύπρου στα 1634, ενώ ένας προκάτοχός του Ιάκωβος αναφέρεται ως θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Ταμασέων καί Κηρυνέων ( τέλη 16ου αι.), όπως και ο Παρθένιος ἐπίσκοπος Κυρηνείας στα 1605 (Κυπρ. Σπουδ., ΚΔ', σσ. 54 - 55, 67 - 69. Τσιρπανλή, ε.α., σσ. 100 - 101, 222 - 224). Ο Τιμόθεος παραιτήθηκε στα 1645 χάριν του ανεψιού του Ιακώβου Λογαρά που εφεξής (1647) στα έγγραφα του Βατικανού φέρεται, όπως και ο Τιμόθεος, αρχιεπίσκοπος Κυρηνείας, προφανώς αντίθετα προς την πραγματικότητα (Τσιρπανλή, αυτ., σσ. XVIII, 104, 226, 227, 236. Του ιδίου, Τό Ἑλληνικό Κολλέγιο τῆς Ρώμης καί οἱ Μαθητές του 1576 - 1700, Θεσσαλονίκη, 1980, σ. 524).
Ενώ σε βαπτιστήρια του 1650 και του 1651 ο Γαβριήλ Πάφου αποκαλείται ἐπίσκοπος (Κυπρ. Σπουδ., ΚΔ', σσ. 51 - 54, 65), σε επιστολή του 1658 του Πάφου καί πάσης Ἀρσενόης μητροπολίτου Μακαρίου, όπως αυτοτιτλοφορείται, ο Γαβριήλ φέρεται ως πρώην μητροπολίτης τῆς μητροπόλεως Πάφου καί πάσης Ἀρσενόης κύριος Γαβριήλ (Τσιρπανλή, Ἀνέκδοτα Ἒγγραφα ἐκ τῶν Ἀρχείων τοῦΒατικανού 1625 - 1667, Λευκωσία, Κ.Ε.Ε., 1973, σσ. 159 - 161 αρ. 106, βλ. και σσ. 190, 240, 242). Με το γράμμα αυτό ο Μακάριος ζητεί από τον πάπα αναγνώριση και ευλογία! Σ' άλλο όμως γράμμα του ο ίδιος, προς ένα καρδινάλιο, της 8.1.1670, υπογράφει Πάφου ἀρχιερεύς μακάριος, αναφέρει δε ως προκάτοχό του τον θεοφιλέστατον μακαρίτην Ἐπίσκοπον Πάφου κύριον ἀρσένιον. Σε τρίτο γράμμα, της 5.7.1670, προς τους καρδιναλίους καί βικαρίους του πάπα, υπογράφει ως εὐτελέστατος Ἐπίσκοπος καί ἐν ἀρχιερεῦσιν ἐλάχιστος. Ταπεινός, ὁ Πάφου μακάριος ( Ἐπετηρίς του Κ.Ε.Ε., XII, 1983, σσ. 195 -200), όπως και σε τέταρτο γράμμα, της 10.8.1670, προς τους ιδίους, αν και στους στίχους 9-11 τους παρακαλεί να ζητήσουν από τον φιλοκαθολικό αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο να χειροτονήσει διάδοχό του στον θρῶνον τῆς μητροπόλεως Πάφου τον λογοθέτην ζαχαρίαν σέδεκα, γιατί είναι καθολικός καί σοφός (Κυπρ. Σπουδ.. ΛΖ', 1973, σσ. 201 -207). Κατά την ίδια περίοδο ο επίσης φιλοκαθολικός Κιτίου Κοσμάς Μαυρουδής (1675 - 1676) υπογράφει ως ο Κιταίων Νεμεσοῦ Μητροπολίτης καί Κουρέων Κοσμᾶς, ή Κοσμᾶς χάριτι θείᾳ μητροπολίτης Κιτιαίων πόλεως, Πρόεδρος Ἀμαθούντων, ή Κοσμᾶς Κιταίων μητροπολίτης, ή Κοσμᾶς Ἐλέῳ Θεοῦ Μητροπολίτης Κιτίου καί Κουρίου, ή ὁ ταπεινός μητροπολίτης Κιτιαίων καί ἀμαθούντων Κοσμᾶς, ή ὁ Νέας πόλεως Νεμεσοῦ Κοσμᾶς (επιστ. των ετών 1675 - 1680: Κυπρ. Σπουδ., ΛΘ', 1974 - 1975, σσ. 53 - 75, Ἐπετηρίς Κ.Ε.Ε., XI, 1981 - 1982, σσ. 385-413).
Εφεξής ο τίτλος μητροπολίτης για τις αποκρυσταλλωμένες πλέον τρεις επισκοπές επικρατεί, αν και έκτοτε χρησιμοποιείται και ο τίτλος επίσκοπος, ενώ ο πρώτος τη τάξει λέγεται σταθερά αρχιεπίσκοπος. Ο τρόπος εκλογής των επισκόπων σήμερα είναι δημοκρατικός, με ευρεία λαϊκή συμμετοχή, που καθορίζεται στο Καταστατικόν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, 1914, σσ. 8 - 12, και ενθυμίζει εκείνη των πρώτων Χριστιανικών αιώνων, που καταργήθηκε από τον 4ο αι. Από τότε ως το τέλος της Φραγκοκρατίας εκλέγονταν μόνο από τη σύνοδο των επισκόπων. Επί Τουρκοκρατίας ανεβίωσε η λαϊκή συμμετοχή και κατ’ επίδραση του συστήματος που επικρατούσε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, με το οποίο η Εκκλησία της Κύπρου συνδέθηκε πνευματικά από τον Οκτώβριο του 1571 (Κυπρ. Σπουδ., Ι, 1943 [1945], σσ. 117 125. Χαραλάμπους Κ. Παπαστάθη, Περί τήν Διοικητικήν Ὀργάνωσιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, Θεσσαλονίκη, 1981).
Κ.Π. ΚΥΡΡΗΣ