Επίσκοποι Κύπρου

Image

Επίσκοπος είναι ο ανώτατος βαθμός της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, που στα πρώτα Χριστιανικά χρόνια εναλ­λάσσεται με τον πρεσβύτερο. Οι επίσκοποι θεωρούνται διάδοχοι των αποστόλων, αλλά σε κατώτερη από εκείνους βαθμίδα, και χειροτονούν τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους. Κάθε εκκλησία έχει τον δικό της επίσκο­πο, π.χ. η Σμύρνη, οι Τράλλεις, η Σαλαμίς, η Πάφος κλπ. Κατά τους Διαμαρτυρόμενους, ο επισκοπικός θεσμός εί­ναι αποτέλεσμα των ερίδων των πρεσβυτέρων, που γι’ αυτό αποφάσισαν να εκλέξουν τον εξοχώτερό τους ως προϊστάμενό τους. Η προχριστιανική έννοια του όρου (επιθεωρητής, παρατηρητής, επόπτης) διατηρείται και στη χριστιανική ορολογία, όπου αποτελεί το κέντρο της Εκκλησίας, ελέγχοντας τη ζωή της χριστιανικής παροικί­ας στην πόλη όπου εδρεύει. Με τη σταδιακή όμως επέ­κταση των ορίων της επισκοπής, στην οποία προστίθενται κοινότητες των περιχώρων και πιο μακρινών ακόμη χώ­ρων, η επισκοπή διατήρησε τον τίτλο της για την ευρύτερη αυτή περιφέρεια. Αρχικά η αγαμία δεν ήταν προϋπόθεση του επισκοπικού αξιώματος, αλλά μόνο ο δεύτερος γάμος με χήρα ή κακόφημη γυναίκα. Κατά τον κανόνα IB' της Στ' Οικουμενικής Συνόδου ο χειροτονημένος επίσκοπος όφειλε να παύσει να συνοικεί με τη γυναίκα του, η οποία έπρεπε να αποσυρθεί και να μονάσει διά βίου σε μοναστή­ρι απομακρυσμένο από τον τέως σύζυγο της. Αν η σύζυ­γος αρνείτο να χωρισθεί, η χειροτονία ακυρωνόταν. Από τον Ιουστινιανό και εφεξής, όμως, (Νεαρές. ρκγα και ρλζβ ) ο υποψήφιος επίσκοπος όφειλε να είναι άγαμος κληρικός. Της χειροτονίας του επισκόπου προηγείται η εκλογή, που ο τρόπος της ποικίλλει κατά τις εποχές. Ό,τι ισχύει για τις υπόλοιπες Εκκλησίες της Ανατολής για τον θεσμό από απόψεως Κανονικού Δικαίου, ισχύει και στην Κύπρο. Βασική υποχρέωσή του ήταν ανέκαθεν η παραμονή του επισκόπου στην έδρα του ανάμεσα στο ποίμνιό του, από το οποίο κανονικά δεν μπορεί να απουσιάζει πέραν των τριών εβδομάδων.

 

Έγγαμοι επίσκοποι: Επίσκοποι έγγαμοι στην Κύπρο αναφέρονται κατά τους πρώτους αιώνες, οπότε αυτό επιτρεπόταν (π.χ. ο άγιος Σπυρίδων* Τρεμιθούντος [4ος αι.]) και προφανώς κατά τη Φραγκοκρατία. Για την περίοδο αυτή ο Ιωσήφ Βρυέννιος, απεσταλμένος του οικουμενικού πατριαρχείου στην Κύπρο για να συζητήσει την ένωση της Ορθόδοξης Εκ­κλησίας του νησιού με το πατριαρχείο (1406 κ.ε.), αναφέ­ρει ότι μεταξύ των ανηθικοτήτων των Κυπρίων κληρικών περιλαμβανόταν και η χειροτονία υποψηφίων γνωστών ως διγάμων, η επικοινωνία στη λατρεία με πρόσωπα που μετά τη χειροτονία νυμφεύθηκαν και πάλι και είχαν οικογέ­νειες από παλλακίδες και εταίρες. Κανείς από τις ιερατι­κές τάξεις, προσθέτει ο Ι. Βρυέννιος, δεν απέφευγε να συντηρεί εταίρες δημοσίως, αν και ζούσε η νόμιμη σύζυ­γός του, και μετά τον θάνατό της και πριν ακόμη παντρευ­τεί! Τέτοια πρόσωπα, προφανώς κατώτεροι κληρικοί, επι­τρεπόταν να συλλειτουργούν με τους επισκόπους, διότι και οι επίσκοποι ήσαν εξίσου ένοχοι για τα ίδια παραπτώ­ματα. Επιπλέον, αντίθετα προς τους Λατίνους και άλλους αιρετικούς, μόνοι οι Έλληνες επίσκοποι συμμορφώνον­ταν προς τις παραδόσεις και τα δόγματα άλλων αιρέσε­ων. Παρόλα αυτά δεν μπόρεσαν να αποφύγουν την εξευτελιστική υποταγή στους Λατίνους και στον πάπα. Όπως είναι γνωστό, οι Ορθόδοξοι επίσκοποι κατά την Φραγκοκρατία στην Κύπρο περιορίστηκαν σταδιακά από 14 σε 4 στο διάστημα 1222 - 1260, οπότε οριστικά έμεινε ο αριθμός τους σε τέσσερις (βλ. λήμμα Εκκλησία Κύπρου).

 

Επισκοπές επί Τουρκοκρατίας: Από των αρχών της Τουρκοκρατίας, οπότε γίνεται προσπάθεια αποκατάστασης του αριθμού των επισκοπών σε 14, αλλά με πενιχρά αποτελέσματα, τα όρια των επισκοπών και η δικαιοδοσία των τεσσάρων βασικών επισκό­πων τους, και άλλων που εμφανίζονται προσωρινά, δεν είναι πολύ σαφή. Οι τέσσερις ήσαν αντίστοιχοι προς τους τέσσερις επισκόπους που είχε στα νεότερα χρόνια (εσχά­τη Τουρκοκρατία, Αγγλοκρατία, Κυπριακή Δημοκρατία) η Εκκλησία Κύπρου ως το 1973, οπότε ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ' ανίδρυσε οριστικά δυο παλαιότερες επι­σκοπές (Μόρφου και Λεμεσού, εκτός από τις χωρεπισκοπές Τρεμιθούντος και Κωνσταντίας που εξακολουθούσαν να υπάρχουν από παλαιά), ανεβάζοντάς τις σε έξι (βλ. και λήμμα επισκοπές Κύπρου).

 

Οι αναφαινόμενες κατά διαστήματα «επισκοπές» επί Τουρκοκρατίας φαίνεται ότι ήσαν προσαρτημένες στις τέσσερις βασικές (Αρχιεπισκοπή, Κυρηνείας, Κιτίου και Πάφου), που χονδρικά τα όριά τους αντιστοιχούν μ' εκεί­να των τεσσάρων που είχε επιτραπεί να λειτουργήσουν στην Κύπρο επί Φραγκοκρατίας μετά το 1222. Οι πιο πολλοί από τους επισκόπους των πρώτων δεκαετιών της Τουρκοκρατίας, ως περίπου τις αρχές του 18ου αι., ήσαν εξελληνισμένα φραγκικής καταγωγής πρόσωπα, από τις μεγάλες μεσαιωνικές οικογένειες που επιβίωσαν μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς (βλ. λήμμα Εκκλησία Κύπρου). Οι επίσκοποι διαδραματίζουν μαζί με τον αρχιεπίσκοπο και τους λαϊ­κούς προκρίτους επί Τουρκοκρατίας ουσιώδη ρόλο στο διοικητικό σύστημα και μάλιστα στη φορολογική λει­τουργία του (βλ. αυτ. καθώς και λήμματα εθναρχία και δραγομάνος).

 

Σύμφωνα με το Καταστατικόν τς γιωτάτης κκλησίας τς Κύπρου, 1914, σσ. 8- 12, οι τέσσερις επισκο­πικές περιφέρειες, που έχουν κάστη διον πίσκοπον, καλούνται περιφέρεια της Αρχιεπισκοπής, της Μητροπόλε­ως Πάφου, της Μητροπόλεως Κιτίου και της Μητροπό­λεως Κυρηνείας, δηλ. εναλλάσσονται οι τίτλοι Μητρόπο­λις και Επισκοπική περιφέρεια, και σημασιολογικά ταυτίζονται, παρερμηνεύοντας έτσι την αρχική σημασία των όρων που επικρατεί στις ανατολικές ορθόδοξες Εκκλησί­ες ως σήμερα σε μεγάλο βαθμό: μητροπολίτης = ο επικεφαλής αριθμού επισκόπων, πρώτος τητάξει επίσκοπος = άλλως αρχιεπίσκοπος. Η καταγωγή και η ισοτιμία των αξιωμάτων αυτών αναλύονται στα προαναφερθέντα λήμματα, καθώς και στο λήμμα αρχιεπίσκοποι Κύπρου. Πρβλ. τον Φιλόξενο (532) γιώτατον καί Μακαριώτατον ρχιεπίσκοπον Κύπρου, τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας Κωνσταντνον σιώτατον πίσκοπον Κύπρου καί τς Κυπρίων νήσου στα 787, τον Δημητριανόν πίσκοπον Κυθηρίας που διεδέχθη τον γιώτατον πίσκοπον Εστάθιον στα 885 (κατά Βιογραφικόν Πρόλογον της Ακολουθίας του), παλαιότερα τον πίσκοπον Κυρηνείας Θεόδοτον κατά το γκώμιόν του (τέλη 4ου αι., Κυπρ. Σπουδ., ΜΕ', 1981, σ. 4),τόν Ρηγνον πίσκοπον Κωνσταντίας τς Κύπρου (431-;) και τον προκά­τοχό του πατέρα καί πίσκοπον γεγονότα Τρωΐλον (; - 431) (Κυπρ. Σπουδ.. Γ, 1946 [1948], σσ. 59 - 68), τους πισκό­πους Κύπρου στα 325, χωρίς ακόμη διάκριση αρχιεπισκό­που (αυτ., σσ. 53 - 57), κλπ. Σε κείμενα της επισκοπής Αμαθούντος απαντάται σταθερά ο όρος επίσκοπος καιποτέ μητροπολίτης (Κυπρ. Σπουδ., ΙΗ').

 

Σε μια πηγή του αρχιμανδρίτη Κυπριανού (στορία Χρονολογική..., Βενετία, 1788, σ. 391), παλαιό Νομοκάνονα τῶν ρχιερέων, βρίσκουμε την εξής αναγραφή: Μη­τροπόλεις καί πισκοπαί τς Κύπρου ... Μητροπόλεις: Κωνσταντίας, Πάφου, Κιτιαίων, μαθοντος, Κυρηνίας, Κουρέων. πισκοπαί: Τριμυθοντος, Κυθρν, Φωτολαμπος Λευκωσίας, Καρπασέων, Νεαπόλεως Νεμεσο, Λαμπούσης, ... Σολίας. ...ὁ Ἀρσενόης (αναφέρονται εκ παραδρομής και άλλες 16, μη κυπριακές: Κυπρ. Σπουδ., ΙΓ', 1949 [1950], σ. 32, και σσ. 31 - 37). Ο Κυπριανός πιο κάτω προσθέτει την Ταμασίαν, οπότε οι επισκοπές γίνονται 15. Οι κώδικες απ' όπου προέρχεται η αναγραφή αυτή είναι: ένας του 17ου αι. (ω38 της μονής Λαύρας του Άθω) που αντιγράφει άλλον του 13ου αι., ο δεύτερος του 18ου αι. (στη Μητρόπολη Πάφου) και ο τρίτος κώδικας που αντέγραψε ο Κυπριανός, άγνω­στης χρονολογίας. Αν η πηγή του ω38 είναι πράγματι του 13ου αι., τότε η διάκριση των επισκόπων του νησιού σε (8 ή 9) απλούς επισκόπους και σε (6) μητροπολίτες ανάγεται στην αρχή της Φραγκοκρατίας, κι αυτό ίσως ως αντίδραση της Ελληνικής Εκκλησίας στις κατασταλτικές ενέργει­ες της νεοΐδρυτης Λατινικής Εκκλησίας του νησιού.

 

Στη Βούλλα Σύπρια* του 1260 οι ιεράρχες της Ελλη­νορθόδοξης Εκκλησίας καλούνται όλοι επίσκοποι (π.χ. Γερμανός πίσκοπος Σολίας· τς νορίας Λευκουσίας, στη συνείδηση του λαού αρχιεπίσκοπος, μετά την μεταφορά του από την Κωνσταντία -Αμμόχωστο στην Σολέα με δικαίωμα καθόδου στη Λευκωσία). Εξάλλου και η Βούλ­λα θεωρεί τον Γερμανό (Πησίμανδρο) τελευταίο ιεράρχη που θα δικαιούται να φέρει τον τίτλο του αρχιεπισκόπου ή αρχιερέως(Κ.Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, VI, 1877, σσ. 501 - 513) και αποκαλεί τους άλλους τρεις απλώς πισκόπους τν Γραικν. Σε άλλα ελληνικά κείμενα της Φραγκοκρατίας σχετικά προς την εκλογή Ελλήνων επι­σκόπων χρησιμοποιείται ο τίτλος αυτός, π.χ. κείμενα του 13ου αι. για τις επισκοπές Νεμεσού - Αμαθουσίας (Κυπρ. Σπουδ., KB' 1958, σσ. 13 -26).

 

Λόγω του ότι οι γειτονικές προς τις τέσσερεις βασικές επισκοπές επισκοπικές περιφέρειες προσαρτήθηκαν σ' αυτές σταδιακά μεταξύ 1222 και 1260, ο επίσκοπος της

βασικής είχε και τον τίτλο του προέδρου για τις προσαρ­τημένες. Π.χ. έχουμε τις εξής αναγραφές: Ματθαος ...πίσκοπος Ἀμαθούντων καί πρόεδρος Νεμεσοκαί Κουρέων, 1287, που ήταν στην πραγματικότητα ἐ πίσκο­πος μαθοντος, Νεμεσοκαί Κουρίου, κοινς Λευκάρων, με έδρα επίσημη τα Λεύκαρα (αυτ., σσ. 19 - 20), πίσκοπος μαθουσίας πρόεδρος Νεμεσοκαί Κουρέων κύρ λβιανός, 1307, ομοίως και Λευκάρων (αυτ., σσ. 20 -23), Γερμανός (1320 κ.ε.), ωάννης αφούν (1445 κ.ε.), Φλαγκί (; 1570, πέθανε 125 ετών!) (αυτ., σσ. 23 - 26). Σε κείμενο αποφάσεως του εκκλησιαστικού δικαστηρίου Σολίας του 1306 διαβάζουμε: πανιερώτατος καί θεοτίμητος πίσκοπος Σόλων κυρ Λεόντιος πρόεδρος πόλεως καί νορίας Λευκωσίας (Κυπρ. Σπουδ., Ιθ', 1955 [1956], σσ. 27 - 29). Τον ίδιο συνδυασμό των τίτλων: πίσκοπος πό­λεως (δεινός), πρόεδρος πόλεως (δεινός) βρίσκουμε και σε άλλα δικαστηριακά εκκλησιαστικά κείμενα της Φραγ­κοκρατίας, τις λεγόμενες κρίσεις των λιβέλλων, που σε μερικές περιπτώσεις καθορίζουν τον ιεράρχη ως εξής: πανιερώτατε καί θεοτίμητε πίσκοπε 'ρσενόης κύρη (δείνα), πρόεδρε πόλεως καί νορίας Πάμφου (Dieter Si­mon, Zyprische Prozessprogramme, München, Beck, 1973, σσ. 17, 71, βλ. και σσ. 13-73 σποράδην).

 

Μητροπολίτης και επίσκοπος: Ωστόσο σε άλλα κείμενα της Ελληνικής Εκκλησίας του νησιού βρίσκουμε τους τίτλους μητροπολίτης και επίσκο­πος: σε κείμενο συνοδικοπρακτικοτου 1295, που ο εκδότης του J. Darrouzés θεωρεί πλαστό, μάλλον αδίκως, διαβάζουμε: ροι ...τν πισκοπευσάντων ν ...Κύπρ...ν τας τν πισκόπων παρχίαις...παρά Μαρίνου τογιωτάτου πισκόπου Καρπασέων καί νορίας μοχούστου μητροπόλεως Κωνσταντίας καί ρχιεπισκόπου Κύ­πρου καί παρά ωάννου τοπανιερωτάτου πισκόπου Ἀρσινόης καί πάσης Πάμφου τοκαί μητροπολίτου καί πό τογιωτάτου πισκόπου Σωλέων καί νορίας Λευ­κωσίας κυροΘεοφυλάκτου, καί τογιωτάτου πισκό­που μαθούντων Νεμεσοκαί Κουρέων κυροΦωτίου, [και του] ρχιεπισκόπου Λατίνων Κύπρου μετά καί τν ατοπισκόπων ποφηνάντων οτως. Ὁ ἐπίσκοπος Καρπασέων καί νορίας μοχούστου μητροπόλεως Κωνσταντίας καί ρχιεπίσκοπος Κύπρου ς τρισεπίσκοπος γκωμιαζέσθω ...καί σφραγίς ατοστω μετά κηρίνης κοκκίνης, διότι καθέζεται πί ρχιεπισκοπικοθρό­νου... δέ πίσκοπος ρσινόης καί πάσης Πάμφου γκωμιαζέσθω καί εφημείσθω ς διάδοχος μητροπολί­της, τι παρά τοατοθρόνου καθέζεται ς γιος πόστολος παφρς κ ...τν ἑβδομήκοντα ...καί τά δευτερεῖα χων πώποτε τν εροσολύμων...καί σφρα­γίς ατοστω μετά ξηρίνης μελάνου, καί ατός στω δισεπίσκοπος ...πίσκοπος Σωλέων καί νορίας Λευ­κωσίας εφημείσθω καί ατός δισεπίσκοπος καί πογραφέτω, πενταεπίσκοπος μή κηρυττέτω˙ καί σφραγίς α­τοστω μετά κηρίνης πρασίνης...δέ πίσκοποςμαθούντων στω καί Νεμεσοκαί Κουρέων πρόεδρος, καί ατός στω τρισεπίσκοπος ...στω δέ καί σφραγίς ατο...διά κηρίου λευκο, καί καφούριον λέγεται...δέ τς Πάμφου πίσκοπος [που πιο πάνω λέγεται διάδο­χος - μητροπολίτης] πρωτευέτω ν τχειροτονίτοχειροτονσαι πίσκοπον Πάμφου ˙ οατοί δύο πίσκοποι ...ποιείτωσαν τάς χειροτονίας καί τν λοιπν πισκόπων ...(βλ. Revue des Etudes Byzantines, 37, 1979, σσ. 87 - 89 παρόμοια αντίγραφα σώζονται σε χειρόγραφα στη Μητρό­πολη Κιτίου, στον Κύκκο κ.α.). Παρόλες τις αμφιβολίες του Darrouzés (σσ. 28,53, κ.α.), νομίζουμε ότι εδώ έχουμε προσπάθεια του Καρπασίας - Αμμοχώστου να λάβει τον τίτλο του αρχιεπισκόπου αντί του Σολίας - Λευκωσίας, που στα 1260 διά της Βούλλα Σύπρια είχε μετατεθεί από την Αμμόχωστο στη Σολία με δικαίωμα καθόδου στη Λευκωσία, θεωρούμενος όσο ζούσε (πρόκειται για τον Γερ­μανό Πησίμανδρο) τελευταίος νόμιμος ρχιεπίσκοπος τν Γραικν, με δεύτερο τη τάξει τον Αρσινόης - Πάφου, που κι αυτός λέγεται, όπως και ο Καρπασίας, και μητρο­πολίτης, προφανώς κατ’ αναβίωση των παλαιών μητροπολιτικών διεκδικήσεων του Πάφου στους πρώτους τέσσερις Χριστιανικούς αιώνες. Ο Καρπασίας -Αμμοχώστου, παρά την μετάθεση του τελευταίου αρχιεπισκόπου Γερμανού στην Σολία - Λευκωσία, διεκδικεί τα πρωτεία θεωρώντας τον εαυτό του διάδοχο του Αμμοχώ­στου, που ήταν για αιώνες ο αρχιεπίσκοπος. Το κείμενο αυτό πρέπει να συγκριθεί προς τον προαναφερθέντα Νομοκάνονα που παραθέτει ο Κυπριανός και που παρεδόθη σε τρία τουλάχιστον αντίγραφα, του 17ου και του 18ου αι., και   ήταν αντίγραφο   άλλου του   13ου αι., που  επίσης ομιλεί    για     μητροπόλεις (έξι αυτός): Κωνσταντίας [-Αμμοχώστου], Πάφου, Κιτίου, Αμαθούντος, Κυρηνείας και Κουρίου. Και τα δυο κείμενα εκπηγάζουν προφανώς από την ίδια εσωτερική διαδικασία και σύγκρουση που προκάλεσε η καταλυτική αναδιάρθρωση των επισκοπών του νησιού από τη λατινική επέμβαση διά της Βούλλα Σύπρια του 1260.

 

Κατά την Τουρκοκρατία οι επίσκοποι του νησιού διατη­ρούν τον τίτλο αυτό στα πρώτα χρόνια, οπότε γίνονται σπασμωδικές προσπάθειες αναβιώσεως των 14 αρχαίων επισκοπών. Π.χ. σε επιστολή του γραμμένη μεταξύ 1580 και 1585 ο Αμαθούντος αναφέρεται ως Γερμανός, πίσκο­πος Λευκάρων Κύπριος, που σ' άλλα έγγραφά του αυτοτιτλοφορείται και Γερμανός Κουσκουνάρης πίσκοπος μαθοντος,   Vescovo Germano di Amatunte ή Vescovo di Limisso in Cipri (1581), ή Vescovo di Leffcari (1583), ή Vescovo Germane di Amatunte e Limisso in Cipri (1581) (Κυπρ. Σπουδ.. ΚΘ', 1965, σο. 63 - 69. John Krajcar, Cardinal Giulio Antonio Sartoro and the Christian East, Roma, 1966, σποράδην).

 

Ο διάδοχος του Ιωακείμ (1580 1600) τιτλοφορείται πανιερώτατος καί θεοπρόβλητος πίσκοπος μαθούντων, πρόεδρος Λεμεσο καί Κουρέων (Κυπρ. Σπουδ.. ΚΘ', σ. 73). Οι επίσκοποι Κύπρου στα 1609, πέντε, τιτλο­φορούνται όλοι έτσι, πλην του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου: Μωϋσής επίσκοπος Αμμοχώστου, Ιάκωβος επίσκο­πος Νεμεσού, Λεόντιος επίσκοπος Πάμφου, Ιερεμίας επί­σκοπος Κυρηνείας, ενώ για τη Λάρνακα, τη Βατιλή και τα Λεύκαρα υπογράφουν πρωτοπαπάδες, για την Αμαθούντα ένας Ησαΐας, κλπ. Αυτοί υπογράφουν έκκληση, στις 5.10.1609, προς τον δούκα της Σαβοΐας να ελευθερώσει την Κύπρο (αυτ., σσ. 70 - 71). Στις 3.2.1609 σε μια άλλη έκκληση προς τον Φίλιππο Γ' της Ισπανίας ο Μωϋσής υπογράφει ως πίσκοπος Τριμυθοντος από την οποία ως τις 5.10.1609 είχε προαχθεί στην έδρα Αμμοχώστου, ίσως διατηρώντας και εκείνη της Τρεμιθούντος (Ι.Κ. Χασιώτη, σπανικά γγραφα τς Κυπριακς στορίας ΙΣΤ - ΙΖ' αι., Λευκ., Κ.Ε.Ε., 1972, σσ. 55 - 56, όπου και άλλες διαφορές στους υπογράφοντες από το έγγραφο της 5.10.1609). Στα 1606 ο Πάφου Λεόντιος λέγεται obispo de Pafo = επίσκοπος Πάφου (αυτ., σσ. 47 - 48 αρ. 29, 14.9,1606), και στα 1631 - 1634 ο Κιτίου Λεόντιος λέγεται θεοφιλέστατος επίσκοπος (Κυπρ. Σπουδ., ΚΘ', σσ. 71 -73). Στα 1609 (5 Φεβρ.) υπογράφει έκκληση στην Ισπανία ο ερεμίας πίσκοπος Σωλέας καί Κερινίας (Χασιώτης, σσ. 58 - 59 αρ. 35). Στα 1606 ο Κύριλλος Λούκαρις αναφέ­ρει τους Πάφου Λεόντιον, Ταμασέων άκωβον καί Μωϋσν [Αμμοχώστου] κακοποιόν ως πισκόπους και τους επικρίνει σφοδρά.

 

Μητροπολίτης Χριστόδουλος: Η πρώτη γνωστή περίπτωση επισκόπου της Τουρκο­κρατίας που καλείται μητροπολίτης είναι εκείνη του Χριστοδούλου: κατά σημείωμα κώδικος πολλν λλων κόντων, παρακλήσει δέ κλεκτν τινων [=;] καί μες κενον μεταθέσαι πό Κυρηνίας μητροπολίτου ες ρχιεπίσκοπον Κύπρου ναγκάσθημεν (Κυπρ. Σπουδ., ΚΔ', σσ. 69 - 70). Αν δεν πρόκειται εδώ για τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο Β' (, - 1682 - 1685 - ;), η πρώιμη μνεία του μητροπολιτικού τίτλου για τον Κυρηνείας είναι αρκετά εκπληκτική. Η επόμενη περίπτωση επισκόπου που αυτοτιτλοφορείται πλέον μητροπολίτης είναι εκείνη του τυχο­διωκτικού Τιμοθέου [Λογαρά] Μητροπολίτου Κερηνείας Κύπρου στα 1634, ενώ ένας προκάτοχός του Ιάκωβος αναφέρεται ως θεοφιλέστατος πίσκοπος Ταμασέων καί Κηρυνέων ( τέλη 16ου αι.), όπως και ο Παρθένιος πίσκο­πος Κυρηνείας στα 1605 (Κυπρ. Σπουδ., ΚΔ', σσ. 54 - 55, 67 - 69. Τσιρπανλή, ε.α., σσ. 100 - 101, 222 - 224). Ο Τιμόθεος παραιτήθηκε στα 1645 χάριν του ανεψιού του Ιακώβου Λογαρά που εφεξής (1647) στα έγγραφα του Βατικανού φέρεται, όπως και ο Τιμόθεος, αρχιεπίσκοπος Κυρηνείας, προφανώς αντίθετα προς την πραγματικότη­τα (Τσιρπανλή, αυτ., σσ. XVIII, 104, 226, 227, 236. Του ιδίου, Τό λληνικό Κολλέγιο τς Ρώμης καί ο Μαθητές του 1576 - 1700, Θεσσαλονίκη, 1980, σ. 524).

 

Ενώ σε βαπτιστήρια του 1650 και του 1651 ο Γαβριήλ Πάφου αποκαλείται πίσκοπος (Κυπρ. Σπουδ., ΚΔ', σσ. 51 - 54, 65), σε επιστολή του 1658 του Πάφου καί πάσης ρσενόης μητροπολίτου Μακαρίου, όπως αυτοτιτλοφορείται, ο Γαβριήλ φέρεται ως πρώην μητροπολίτης τς μητροπόλεως Πάφου καί πάσης ρσενόης κύριος Γα­βριήλ (Τσιρπανλή, νέκδοτα γγραφα κ τν ρχεί­ων τοΒατικανού 1625 - 1667, Λευκωσία, Κ.Ε.Ε., 1973, σσ. 159 - 161 αρ. 106, βλ. και σσ. 190, 240, 242). Με το γράμμα αυτό ο Μακάριος ζητεί από τον πάπα αναγνώρι­ση και ευλογία! Σ' άλλο όμως γράμμα του ο ίδιος, προς ένα καρδινάλιο, της 8.1.1670, υπογράφει Πάφου ρχιερεύς μακάριος, αναφέρει δε ως προκάτοχό του τον θεοφιλέστατον μακαρίτην πίσκοπον Πάφου κύριον ρσένιον. Σε τρίτο γράμμα, της 5.7.1670, προς τους καρδιναλίους καί βικαρίους του πάπα, υπογράφει ως ετελέστατος πίσκοπος καί ν ρχιερεσιν λάχιστος. Ταπεινός, Πά­φου μακάριος ( πετηρίς του Κ.Ε.Ε., XII, 1983, σσ. 195 -200), όπως και σε τέταρτο γράμμα, της 10.8.1670, προς τους ιδίους, αν και στους στίχους 9-11 τους παρακαλεί να ζητήσουν από τον φιλοκαθολικό αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο να χειροτονήσει διάδοχό του στον θρνον τς μητροπό­λεως Πάφου τον λογοθέτην ζαχαρίαν σέδεκα, γιατί είναι καθολικός καί σοφός (Κυπρ. Σπουδ.. ΛΖ', 1973, σσ. 201 -207). Κατά την ίδια περίοδο ο επίσης φιλοκαθολικός Κι­τίου Κοσμάς Μαυρουδής (1675 - 1676) υπογράφει ως ο Κιταίων Νεμεσο Μητροπολίτης καί Κουρέων Κοσμς, ή Κοσμς χάριτι θεί μητροπολίτης Κιτιαίων πόλεως, Πρόε­δρος μαθούντων, ή Κοσμς Κιταίων μητροπολίτης, ή Κοσμς λέ Θεο Μητροπολίτης Κιτίου καί Κουρίου, ή ταπεινός μητροπολίτης Κιτιαίων καί μαθούντων Κο­σμς, ή Νέας πόλεως Νεμεσο Κοσμᾶς (επιστ. των ετών 1675 - 1680: Κυπρ. Σπουδ., ΛΘ', 1974 - 1975, σσ. 53 - 75, πετηρίς Κ.Ε.Ε., XI, 1981 - 1982, σσ. 385-413).

 

Εφεξής ο τίτλος μητροπολίτης για τις αποκρυσταλλωμέ­νες πλέον τρεις επισκοπές επικρατεί, αν και έκτοτε χρησι­μοποιείται και ο τίτλος επίσκοπος, ενώ ο πρώτος τη τάξει λέγεται σταθερά αρχιεπίσκοπος. Ο τρόπος εκλογής των επισκόπων σήμερα είναι δημοκρατικός, με ευρεία λαϊκή συμμετοχή, που καθορίζεται στο Καταστατικόν τς γιωτάτης κκλησίας τς Κύπρου, 1914, σσ. 8 - 12, και ενθυμίζει εκείνη των πρώτων Χριστιανικών αιώνων, που καταργήθηκε από τον 4ο αι. Από τότε ως το τέλος της Φραγκοκρατίας εκλέγονταν μόνο από τη σύνοδο των επισκόπων. Επί Τουρκοκρατίας ανεβίωσε η λαϊκή συμμε­τοχή και κατ’ επίδραση του συστήματος που επικρατούσε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, με το οποίο η Εκκλησία της Κύπρου συνδέθηκε πνευματικά από τον Οκτώβριο του 1571 (Κυπρ. Σπουδ., Ι, 1943 [1945], σσ. 117 125. Χαρα­λάμπους Κ. Παπαστάθη, Περί τήν Διοικητικήν ργάνωσιν τς κκλησίας τς Κύπρου, Θεσσαλονίκη, 1981).

 

Κ.Π. ΚΥΡΡΗΣ