Η εποχή του Σιδήρου χωρίζεται στη Γεωμετρική περίοδο (1050 - 750 π.Χ.), στην Αρχαϊκή περίοδο (750 - 475 π.Χ.) και στην Κλασσική περίοδο (475 - 325 π.Χ.).
Οικιακή αρχιτεκτονική: Οι μέχρι σήμερα συστηματικές ανασκαφικές έρευνες στους χώρους των αρχαίων κυπριακών πόλεων και συνοικισμών, εκτός από τα αμυδρά κατάλοιπα κατοικιών στο Κίτιον και στην τοποθεσία Παμπούλα της Επισκοπής Λεμεσού, δεν έχουν ακόμη φέρει στο φως επαρκείς μαρτυρίες για την οικιακή αρχιτεκτονική της Γεωμετρικής περιόδου. Τα οικιακά επίσης κατάλοιπα της Αρχαϊκής και της Κλασσικής περιόδου, που αποκαλύφθηκαν στην Αμαθούντα, στο Κίτιον, στη Σαλαμίνα, στους Σόλους, στο Ιδάλιον και στην Ταμασσό είναι ελάχιστα και ανεπαρκή δείγματα. Ωστόσο τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οικιακής αρχιτεκτονικής του τέλους της Αρχαϊκής και όλης της Κλασσικής περιόδου παρουσιάζονται σαφέστατα στο ανακτορικό σύμπλεγμα, που αποκαλύφθηκε σε εξέχουσα θέση πάνω σε επιβλητικό λόφο στο Βουνί, γύρω στα 6 χμ. δυτικά των Σόλων.
Το ανάκτορο στο «Βουνί» χαρακτηρίζεται από τέσσερις συνολικά αρχιτεκτονικές φάσεις, που εντάσσονται σε δυο περιόδους. Η πρώτη περίοδος διαρκεί από το 500 μέχρι το 450 περίπου π.Χ. και η δεύτερη από το 450 μέχρι το 380 π.Χ.
Βλέπε λήμμα: Βουνί
Στην πρώτη περίοδο το ανάκτορο κτίστηκε κατά τα ανατολικά πρότυπα. Το μεγάλο οικοδομικό σύμπλεγμά του, που αποτελείται από πολυάριθμα μικρά και μεγάλα δωμάτια, αποθηκευτικούς χώρους και υδατοδεξαμενές, λουτρά και χώρους υγιεινής, μικρά ιερά και ναΐδρια, είναι κτισμένο σε δυο επίπεδα με υψομετρική διαφορά 1,5 περίπου μέτρου. Η κύρια είσοδος του ανακτόρου είναι στη νοτιοδυτική πρόσοψή του και οδηγεί στο πρώτο σύμπλεγμα των δωματίων και των βοηθητικών χώρων, που βρίσκεται στο ψηλότερο επίπεδο σε κανονική και επιμελημένη τριμερή διάταξη. Η κεντρική πτέρυγα των δωματίων επικοινωνεί διά μέσου μεγάλης θύρας, με λιθόκτιστη κλίμακα, που αποτελείται από εφτά ισομήκεις βαθμίδες και που καταλήγει σε υπαίθρια αυλή στο χαμηλό επίπεδο του οικιστικού χώρου. Η κλίμακα καταλαμβάνει ολόκληρο το πλάτος της υπαίθριας αυλής. Κατά μήκος των τριών πλευρών της αυλής υπάρχουν τα κατάλοιπα βάσεων τριών κιονοστοιχιών, που υποστήριζαν ισάριθμες στοές, με τις οποίες επικοινωνούσαν τρεις πτέρυγες δωματίων με ισοπλατείς θύρες. Όλες οι κολόνες των τριών στοών ήταν αρράβδωτες και καμωμένες από σκληρό ασβεστόλιθο. Ένα από τα κιονόκρανα, που έχει διασωθεί και τοποθετηθεί στο κέντρο του βόρειου τμήματος της υπαίθριας αυλής, είναι κοσμημένο με ανάγλυφη γυναικεία μορφή και στις δυο του όψεις, που παριστάνει την ανατολική θεά Άθωρ. Στο κέντρο της υπαίθριας αυλής υπάρχει ορθογώνια αβαθής δεξαμενή. Στο βορειοανατολικό τμήμα του ανακτορικού συμπλέγματος βρίσκονται τα λουτρά, που σώζονται σχεδόν ακέραια. Τα θεμέλια και το κάτω μέρος των τοίχων των ανακτορικών δωματίων και των άλλων υποστατικών είναι κτισμένα με αργούς λίθους και το πάνω μέρος των τοίχων με πλιθάρια. Από τον καθαρά ανατολικό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του ανακτόρου και από το γεγονός ότι τη γειτονική πόλη του Μαρίου, που είναι θαμμένη κάτω από τα θεμέλια της σημερινής πόλης κοντά στη Χρυσοχού, κυβερνούσε τότε φιλοπερσική δυναστεία, συμπεραίνεται ότι ο δυνάστης του Μαρίου, αφού υπέταξε την εχθρική πόλη των Σόλων, στη συνέχεια έκτισε το ανάκτορο στην κορφή του ψηλότερου παραλιακού λόφου της περιοχής για συνεχή επίβλεψη και έλεγχο των εχθρικών επαναστατικών κινήσεων και σχεδίων των φανατικών φιλελλήνων Σολίων.
Βλέπε λήμμα: Πέρσες και Κύπρος
Στη δεύτερη περίοδο προστέθηκε και τρίτο οικοδομικό σύμπλεγμα στη βορειοανατολική και τη νοτιοανατολική πλευρά του ανακτόρου, που αποτελείται από εφτά ημιυπόγειες λιθόκτιστες αποθήκες, νέα λουτρά και διάφορα άλλα υποστατικά, συγκεντρωμένα γύρω από μια δεύτερη μεγάλη υπαίθρια αυλή. Παράλληλα με την επέκταση του ανακτόρου η κύρια είσοδός του στη νοτιοδυτική πρόσοψη κλείστηκε με αργούς λίθους και αντικαταστάθηκε με νέα είσοδο στη βορειοδυτική του γωνιά. Η νέα είσοδος του ανακαινισμένου ανακτόρου οδηγεί, διαμέσου μικρού ορθογώνιου προθάλαμου, στην πρώτη περίστυλη αυλή του, που κι αυτή τροποποιήθηκε. Ταυτόχρονα με το κλείσιμο της αρχικής κύριας εισόδου του ανακτόρου στη νοτιοδυτική πρόσοψη η κεντρική πτέρυγα του πρώτου τριμερούς οικιακού συμπλέγματος τροποποιήθηκε με τις ανάλογες προσθήκες και αφαιρέσεις και το τμήμα αυτό των ανακτορικών διαμερισμάτων μεταβλήθηκε σε μέγαρο, που θυμίζει τα μυκηναϊκά πρότυπα. Έτσι ο αρχικός ανατολικός αρχιτεκτονικός χαρακτήρας του ανακτόρου αντικαταστάθηκε με γνήσιο ελληνικό χαρακτήρα. Η νέα διαρρύθμιση του ανακτόρου συμπίπτει χρονολογικά με την εκστρατεία του Αθηναίου στρατηγού Κίμωνος στην Κύπρο το 449 π.Χ., ο οποίος, έχοντας ως στόχο του την αποτίναξη του περσικού ζυγού από το νησί, κατέλαβε το Μάριον, εκθρόνισε το βασιλιά του και εγκαθίδρυσε νέα φιλελληνική δυναστεία με αρχηγό τον Στασίοικο. Τελικά το ανάκτορο καταστράφηκε από πυρκαγιά το 380 π.Χ.
Ναϊκή αρχιτεκτονική (ιερά - ναοί): Οι αρχιτεκτονικοί τύποι των ιερών και των ναών της Τελευταίας εποχής του Χαλκού συνεχίζονται και σ' ολόκληρη τη διάρκεια της εποχής του Σιδήρου με μερικές τροποποιήσεις και καινοτομίες. Η Γεωμετρική περίοδος αντιπροσωπεύεται από τα ιερά της Αγίας Ειρήνης, του Αγίου Ιακώβου και του Ιδαλίου και από τον φοινικικό ναό της Αστάρτης στο Κίτιον.
Το ιερό της Αγίας Ειρήνης διαδέχθηκε προγενέστερο ιερό της τρίτης φάσης της Τελευταίας εποχής του Χαλκού, που ήταν ένας μεγάλος ανοικτός περίβολος με απομονωμένα τετραγωνικά κτίσματα στην εσωτερική του πλευρά κι ένα απ' αυτά αποτελούσε τον καθαυτό λατρευτικό χώρο. Το γεωμετρικό ιερό παρουσιάζει δυο διαδοχικές χρονολογικές φάσεις, που εντάσσονται μεταξύ των ετών 1050-625 και 625-500 π.Χ. Στην πρώτη του φάση απετελείτο από ένα ανοικτό περίβολο, περιτειχισμένο με συμπαγές κοκκινόχωμα, μέσα στον οποίο υπήρχαν ένας μικρός βωμός και μια κτιστή τράπεζα για σπονδές. Στη δεύτερή του φάση το ιερό ανακαινίστηκε και στο νότιο τμήμα του περιβόλου του κτίστηκαν ένα νέο περιτείχισμα από αργούς λίθους και δυο μικρά δωμάτια. Ο βωμός διατηρήθηκε αναλλοίωτος στην αρχική του θέση. Γύρω από το βωμό του ανακαινισθέντος ιερού βρέθηκαν πολυάριθμα, μικρά και μεγάλα, πήλινα αγάλματα και ειδώλια και άλλα αφιερώματα, που σήμερα κοσμούν ειδική αίθουσα του Κυπριακού Μουσείου. Το ιερό καταστράφηκε από πλημμύρα και εγκαταλείφθηκε οριστικά γύρω στο 500 π.Χ.
To ιερό του Αγίου Ιακώβου, όπως και το ιερό της Αγίας Ειρήνης, διαδέχθηκε το προγενέστερο ιερό της δεύτερης φάσης της τελευταίας εποχής του Χαλκού και αντιπροσωπεύεται κι αυτό από δυο διαδοχικές αρχιτεκτονικές φάσεις, που χρονολογούνται αντιστοίχως μεταξύ των ετών 1050-950 και 950 - 475 μ.Χ. Το αρχικό ιερό ήταν ένα ανεξάρτητο, ορθογώνιο δωμάτιο με ανοικτή πρόσοψη. Στη δεύτερη φάση του χωρίστηκε σε δυο ενότητες με ενδιάμεσο τοίχο και στο εσωτερικό δωμάτιο κτίστηκε τετράγωνος βωμός. Ανάμεσα στους αργούς λίθους των θεμελίων του ιερού κτίστηκαν και μερικοί πήλινοι πίθοι, που πιθανό να σχετίζονται με κάποιες εθιμοτυπικές δοξασίες για τη στερέωση των θεμελίων.
To ιερό του Ιδαλίου, που αποκαλύφθηκε στη δυτική ακρόπολη του αρχαιολογικού χώρου και που αποδίδεται στην Αθηνά, χρονολογείται από το 850 μέχρι το 700 π.Χ. Απετελείτο από ένα ορθογώνιο δωμάτιο με ανοικτή πρόσοψη και από ένα εξωτερικό βωμό, κτισμένο με πελεκητούς ασβεστόλιθους κοντά στο αμυντικό τείχος της πόλης και στη βορειοανατολική γωνιά του δωματίου.
Βλέπε λήμμα: Φοίνικες και Κύπρος
Ο ναός της Αστάρτης στο Κίτιον κτίστηκε γύρω στο 850π.Χ. από τους Φοίνικες πάνω στα θεμέλια του μεγαλύτερου από τους πέντε μυκηναϊκούς ναούς, που καταστράφηκε περίπου το 1000 π.Χ. Στη μεγάλη υπαίθρια αυλή του κατεστραμμένου ναού, που ανακαινίστηκε, προστέθηκαν δυο στοές κατά μήκος του βόρειου και του νότιου τοίχου, των οποίων τις οροφές υποστήριζαν τέσσερις παράλληλες σειρές από 28 ξύλινους πεσσούς, στηριγμένους πάνω σε ορθογώνιες λίθινες βάσεις. Οι εσωτερικοί διαχωριστικοί τοίχοι του αδύτου αφαιρέθηκαν και σχηματίστηκε ενιαίος ορθογώνιος χώρος με τα τρία αρχικά ανοίγματα. Μπροστά από το κεντρικό άνοιγμα τοποθετήθηκαν δυο μεγάλοι ορθογώνιοι λίθινοι πεσσοί. Ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά το 800 περίπου π.Χ. και ξανακτίστηκε με διαρρύθμιση της υπαίθριας αυλής, στην οποία οι τέσσερις σειρές των ξύλινων πεσσών αντικαταστάθηκαν με δυο σειρές από ορθογώνιους λιθόκτιστους πεσσούς, που στηρίζονταν πάνω στις αρχικές λίθινες βάσεις. Γύρω στα τέλη της Αρχαϊκής περιόδου η ανατολική είσοδος της υπαίθριας αυλής κλείστηκε με μεγάλους πελεκητούς ασβεστόλιθους και πίσω απ' αυτήν κτίστηκε ένα μικρό εργαστήριο επεξεργασίας του χαλκού. Ταυτόχρονα ένας μεγάλος ορθογώνιος πεσσός κτίστηκε μπροστά από τη νότια κύρια είσοδο της αυλής, η εξωτερική αυλή, στην ανατολική πλευρά του ναού, χωρίστηκε σε μικρότερα τμήματα και σ' ένα απ' αυτά κτίστηκε μεγάλος βωμός, η εσωτερική υπαίθρια αυλή χωρίστηκε σε τρία μέρη και κατά μήκος του βόρειου και του νότιου τοίχου της κτίστηκαν ψηλά έδρανα για την τοποθέτηση των αφιερωμάτων. Η χρήση του ναού συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 3ου αιώνα και το 280 π.Χ. καταστράφηκε από πυρκαγιά.
Ιερά και ναοί της Αρχαϊκής και της Κλασικής περιόδου αποκαλύφθηκαν στην Ταμασσό, στην Άχνα, στο Βουνί, στην Αμαθούντα, στο Κίτιον, στο Κούριον, στο Ιδάλιον, στους Σόλους, στην Πάφο, στο Λιμνήτη, στην Αμαργέτη, στη Βώνη, στο Μένοικο, στο Καζάφανι, στην Ποταμιά και σε διάφορα άλλα μέρη του νησιού. Τα αντιπροσωπευτικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των πιο πάνω ιερών και ναών συγκεντρώνονται στα ιερά του Ηρακλή Melgart στο Κίτιον και του Μενοίκου και στους ναούς της Αθηνάς στο Βουνί και των Σόλων.
Το ιερό του Ηρακλή Melgart αποκαλύφθηκε στην τοποθεσία Παμπούλα του Κιτίου και χρονολογείται από το 650 μέχρι το 325 π.Χ. Το αρχικό ιερό, που πιθανό να κτίστηκε στο χώρο προγενέστερου ιερού της Γεωμετρικής περιόδου απετελείτο από ένα ορθογώνιο δωμάτιο ενσωματωμένο σ' ένα μεγάλο λιθόκτιστο τοίχο. Μεταξύ του 600 και του 570π.Χ. το ιερό ανακαινίστηκε και προστέθηκε σ' αυτό υπαίθρια αυλή και λιθόκτιστος βωμός. Το 475 περίπου π.Χ. καταστράφηκε και στη θέση του κτίστηκε το ιερό της Κλασσικής περιόδου, που συνέχισε τη χρήση του μέχρι το 400 π.Χ. Το κλασσικό ιερό απετελείτο από μια εξωτερική αυλή, περιβαλλόταν από λιθόκτιστο συμπαγή τοίχο και από ένα εσωτερικό τετράπλευρο λατρευτικό χώρο με δυο βωμούς. Το 400 π.Χ. το κλασσικό ιερό κατεδαφίστηκε και στη θέση του κτίστηκε άλλο ιερό με παρόμοιο αρχιτεκτονικό τύπο, αλλά ο περίβολός του κτίστηκε με πελεκητούς ασβεστόλιθους. Στην εξωτερική αυλή υπήρχαν δυο βωμοί. Ο ένας βωμός ήταν λιθόκτιστος και στηριγμένος πάνω σε βαθμιδωτή βάση και ο άλλος μονολιθικός.
Το ιερό του Μενοίκου βρίσκεται στο χώρο αρχαιότερου ιερού και χρονολογείται στα τέλη της Αρχαϊκής περιόδου. Πρόκειται για δυο μικρά ανεξάρτητα οικοδομικά συμπλέγματα, που χωρίζονται με λιθόκτιστη κλίμακα. Το πρώτο και μεγαλύτερο σύμπλεγμα αποτελείται από μια μεγάλη εξωτερική, ανοικτή αυλή και από μια δεύτερη εσωτερική, υπαίθρια αυλή, που επικοινωνούν με λιθόκτιστη κλίμακα. Στο νότιο άκρο της εσωτερικής αυλής υπάρχει ένα μεγάλο ανοικτό δωμάτιο σε σχήμα Π, στη δυτική πλευρά της ένα μικρό τετράγωνο λατρευτικό δωμάτιο και στην ανατολική πλευρά της ένα άλλο μεγάλο δωμάτιο με ακανόνιστη ορθογώνια κάτοψη. Στη βορειοδυτική γωνιά του δωματίου αυτού υπάρχει μεγάλο άνοιγμα, που οδηγεί στην εξωτερική αυλή.
Το δεύτερο οικοδομικό σύμπλεγμα του ιερού είναι παράλληλο του πρώτου και βρίσκεται πολύ κοντά στην ανατολική του πλευρά. Αποτελείται από δυο ομοιόμορφα ορθογώνια δωμάτια που χωρίζονται με ενδιάμεσο παχύ τοίχο. Στην είσοδο του δυτικού δωματίου υπάρχει λιθόκτιστη κλίμακα, που επικοινωνεί με μια δεύτερη μεγάλη, ανοικτή αυλή. Στο βορειοδυτικό άκρο της εξωτερικής αυλής υπάρχει μικρό δωμάτιο με ορθογώνια κάτοψη, που πιθανό ν' αποτελούσε ένα δεύτερο λατρευτικό χώρο. Τα θεμέλια των δωματίων είναι κτισμένα με αργούς λίθους και οι τοίχοι με πλιθάρια.
Σύμφωνα με τη γνώμη του ανασκαφέα, το ιερό του Μενοίκου είναι φοινικικό, όπως και ο ναός της Αστάρτης στο Κίτιον, και αφιερωμένο στο θεό Baal Hamman, το θεό των Hammanim ή των θυμιατηρίων, στην ελληνική. Τούτο συμπεραίνεται από την ανεύρεση ενός πήλινου ειδωλίου, μέσα στο τετράγωνο λατρευτικό δωμάτιο του πρώτου συμπλέγματος του ιερού, που παριστάνει γενειοφόρο άνδρα με κέρατα κριού, καθισμένο σε θρόνο, και αρκετών πήλινων θυμιατηρίων. Η ανδρική αυτή μορφή ταυτίζεται με το φοινικικό θεό Baal Hamman, που λατρευόταν στη Συρία και σ' άλλες αποικίες των Φοινίκων. Τα θυμιατήρια είναι θρησκευτικά συμβολικά αντικείμενα του ίδιου θεού.
Ο ναός της Αθηνάς στο Βουνί χρονολογείται στην ίδια περίοδο με το διπλανό του ανάκτορο και αποτελείται από ένα τετράγωνο λατρευτικό δωμάτιο, κτισμένο λοξά στο άκρο μιας μεγάλης ορθογώνιας, υπαίθριας αυλής, από μια δεύτερη μικρότερη υπαίθρια αυλή, συνεχόμενη της πρώτης, και από τρία μικρά, συνεχόμενα δωμάτια, στο άκρο της δεύτερης αυλής, που ταυτίζονται με θησαυροφυλάκια. Ο κύριος χώρος του λατρευτικού δωματίου χωρίζεται σε τρεις μικρότερους χώρους με ενδιάμεσους τοίχους. Στα νότια της εισόδου της μεγάλης υπαίθριας αυλής υπήρχε ημικυκλικός βωμός, κτισμένος με αργούς λίθους και επιστρωμένος με ασβεστοκονίαμα.
Ο ναός των Σόλων, που αποκαλύφθηκε στη ψηλότερη θέση του αρχαιολογικού χώρου και που χρονολογείται στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. είναι ένα καθαρό αντιπροσωπευτικό δείγμα των κλασσικών ελληνικών προτύπων. Τα ελάχιστα αρχιτεκτονικά κατάλοιπά του, που έχουν διασωθεί μετά την καταστροφή του στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., μαρτυρούν ότι ο ναός ήταν κτισμένος με πελεκητούς ασβεστόλιθους σε τριμερές συνεχόμενο σχήμα και αποτελείτο από τον πρόναο, τον κυρίως ναό και τον οπισθόδομο.
Ταφική αρχιτεκτονική: Η Γεωμετρική περίοδος αντιπροσωπεύεται ολότελα από λαξευτούς τάφους, που παρουσιάζουν σημαντικές εξελίξεις και καινοτομίες. Μερικοί από τους λακκοειδείς τάφους συνεχίζονται στη διάρκεια της Πρωτογεωμετρικής και της Γεωμετρικής περιόδου, αλλά επικρατέστεροι είναι οι τύποι των τάφων με στενόμακρο κεκλιμένο δρόμο, ορθογώνιο, κυκλικό ή ακανόνιστο τετράγωνο νεκρικό θάλαμο με κάθετες ή κυρτές πλευρές και με επίπεδη ή κυρτή οροφή. Σε μερικές περιπτώσεις και ιδιαίτερα στην Αμαθούντα υπάρχουν τάφοι με κτιστό στόμιο από δυο ορθοστάτες λίθους και ένα ανώφλιο και άλλοι με κτιστή ολόκληρη την πρόσοψη και με στέγες καλυμμένες από μεγάλες ασβεστολιθικές πλάκες. Μερικοί άλλοι τάφοι έχουν μόνο τις κάθετες πλευρές του δρόμου κτιστές και το νεκρικό θάλαμο ολότελα λαξευτό.
Οι λακκοειδείς τάφοι είναι ανύπαρκτοι στην Αρχαϊκή περίοδο, σ' αντίθεση με τους ημίκτιστους και τους λαξευτούς θαλαμοειδείς που πλεονάζουν ανάμεσα σ' όλους τους παλαιούς και νέους αρχιτεκτονικούς τύπους. Στην αρχή της περιόδου, παράλληλα με όλους τους εξελιγμένους προγενέστερους τύπους της Γεωμετρικής περιόδου, παρουσιάζονται και παραδείγματα τάφων με στόμια, στα οποία οι πλευρές καταλήγουν σε λαξευτές παραστάδες. Τα περισσότερα δείγματα των τάφων με το χαρακτηριστικό αυτό γνώρισμα προέρχονται από το Μάριον και τους Σόλους.
Η μεγαλύτερη καινοτομία στην ταφική αρχιτεκτονική της Αρχαϊκής περιόδου είναι η εμφάνιση των κτιστών μνημειακών τάφων. Τα αντιπροσωπευτικά δείγματα των επιβλητικών αυτών ταφικών μνημείων αποκαλύφθηκαν στην Ταμασσό, στις νεκροπόλεις της Σαλαμίνος και της Αμαθούντος, στο Πατρίκι, στο Κίτιον, στον Τράχωνα και στην Ξυλοτύμπου. Μερικοί από τους τάφους έχουν επενδυμένες με πελεκητούς ασβεστόλιθους τις κάθετες πλευρές των δρόμων και ολόκτιστους τους νεκρικούς θαλάμους. Οι περισσότεροι τάφοι έχουν κεκλιμένους ή βαθμιδωτούς λαξευτούς δρόμους και κτιστούς θαλάμους. Οι κτιστές στέγες των τάφων ποικίλλουν από τις θολωτές μέχρι τις επίπεδες, τις καμαρωτές και τις σαμαρωτές. Οι νεκρικοί θάλαμοι είναι συνήθως ορθογώνιοι και σε αρκετούς τάφους υπάρχουν δυο συνεχόμενοι ή τρεις και τέσσερις σε διάφορες θέσεις. Η πρόσοψη του τάφου στον Τράχωνα είναι κοσμημένη με αλλόκοτες ανάγλυφες ανδρικές μορφές. Ανάγλυφες παραστάσεις ορθοστατών και πρωτο-ιωνικών ελικοειδών κιονόκρανων υπάρχουν και στις δυο τεράστιες κάθετες πλάκες, που πλαισιώνουν το στόμιο ενός από τους δυο τάφους της Ταμασσού.
Στους πλευρικούς τοίχους και πάνω από το στόμιο του πρώτου νεκρικού θαλάμου του ίδιου τάφου εικονίζονται ανάγλυφες απομιμητικές παραστάσεις ξύλινων θυρών, παραθύρων με σκαλιστά κατώφλια και δοκών.
Οι δρόμοι των τάφων στη νεκρόπολη της Σαλαμίνος είναι τεράστιοι και μέσα σ' αυτούς βρέθηκαν ταφές αλόγων.
Βλέπε λήμμα: Ιπποδρόμιον, Ιπποδρομίες
Μερικοί από τους κτιστούς τάφους στη νεκρόπολη της Σαλαμίνος και ο τάφος στον Τράχωνα είναι καλυμμένοι με τύμβο.
Στη διάρκεια της Κλασσικής περιόδου υπάρχουν μερικά δείγματα λακκοειδών τάφων στο Μάριον και στην τοποθεσία Κόρακας, κοντά στο Βουνί, αλλά όλοι οι άλλοι τύποι των λαξευτών τάφων είναι απομιμήσεις και παραλλαγές των ταφικών αρχιτεκτονικών τύπων της Αρχαϊκής περιόδου. Οι θάλαμοι των τάφων είναι τραπεζοειδείς ή ορθογώνιοι με στρογγυλεμένες γωνίες και αρκετοί απ' αυτούς έχουν λαξευτές νεκρικές θήκες στους πλευρικούς τους τοίχους. Οι στέγες είναι συνήθως καμαρωτές και επίπεδες. Οι δρόμοι των τάφων είναι κεκλιμένοι στην πλειονότητά τους, αλλά μερικοί είναι βαθμιδωτοί.
Όλοι γενικά οι τάφοι χαρακτηρίζονται από ακρίβεια και συμμετρία στην τεχνική της λάξευσης και κατασκευής τους.
Οι κτιστοί κλασσικοί τάφοι αντιπροσωπεύονται από τον περίφημο τάφο της Πύλας. Ο δρόμος του τάφου είναι βαθμιδωτός και οι κάθετες πλευρές του είναι επενδυμένες με πελεκητούς ασβεστόλιθους. Το ορθογώνιο στόμιο του τάφου οδηγεί σε τέσσερις νεκρικούς θαλάμους που είναι ολότελα κτισμένοι με ισόδομους ορθογώνιους πελεκητούς ασβεστόλιθους. Οι θάλαμοι ακολουθούν σταυροειδή διάταξη και οι οροφές τους είναι όλες καμαρωτές. Πάνω από την είσοδο του βόρειου νεκρικού θαλάμου υπάρχουν τρεις ανάγλυφες παραστάσεις. Η μια απ' αυτές εικονίζει γοργόνειο και οι άλλες δυο σφίγγες.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια