Επισκοπή, αρχαιολογικοί χώροι

Image

Ολόκληρο το στενό περιβάλλον του χωριού Επισκοπή Λεμεσού και ιδιαίτερα οι ευρύτερες συνοριακές του περιοχές, που εκτείνονται από το βορειοανατολικό μέχρι το νοτιοδυτικό του άκρο, κατακλύζονται από σημαντικούς προϊστορικούς και ιστορικούς αρχαιολογικούς χώρους, από τους οποίους οι περισσότεροι συνδέονται άμεσα με τον γειτονικό χώρο του αρχαίου κυπριακού βασιλείου του Κουρίου. Οι κυριότεροι απ’ αυτούς κατά χρονολογική ακολουθία είναι οι συνοικισμοί και τα νεκροταφεία στις τοποθεσίες Φανερωμένη και Παμπούλα, που βρίσκονται αντιστοίχως στα βορειοανατολικά και νοτιοανατολικά σύνορα του χωριού, τα νεκροταφεία στις τοποθεσίες Καλορίζικη και Άγιος Ερμογένης, σ’ ελάχιστη απόσταση από τα νοτιοδυτικά του σύνορα, και τ’ αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μεγάλου μεσαιωνικού οικοδομικού συμπλέγματος, τα γνωστά σαν Σεράγια, στο νότιο άκρο του. Οι κατά καιρούς συστηματικές και σωστικές ανασκαφές στους αρχαιολογικούς αυτούς χώρους έφεραν στο φως πολυάριθμα έργα αγγειοπλαστικής, γλυπτικής και μικροτεχνίας, από τα οποία εκλεκτά αντιπροσωπευτικά δείγματα μαζί με παρόμοια εκθέματα από τους ανασκαφικούς χώρους του Κουρίου, κοσμούν σήμερα τις αίθουσες του τοπικού αρχαιολογικού μουσείου της Επισκοπής.

 

Φανερωμένη: Οι πρώτες επιστημονικές ανασκαφικές έρευνες στον αρχαιολογικό χώρο της Φανερωμένης έγιναν το 1955 από την αμερικανική αρχαιολογική αποστολή του πανεπιστημίου Μισσούρι, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Saul S. Weinberg. Οι έρευνες αυτές, που είχαν δοκιμαστικό χαρακτήρα, είχαν σαν αποτέλεσμα την αποκάλυψη αρκετών τάφων της Πρώιμης και Μέσης εποχής του Χαλκού (2500 -1900,1900 -1650 π.Χ.) και μερικών οικιακών καταλοίπων με διάφορες οικοδομικές φάσεις, των οποίων η ακριβής χρονολόγηση δεν είχε καθοριστεί.

 

Ύστερα από μια συνεχή διακοπή είκοσι χρόνων, οι ανασκαφικές εργασίες στη Φανερωμένη ξανάρχισαν σε ευρύτερη κλίμακα το 1975 από την αμερικανική αποστολή του Πανεπιστημίου του Κεντ με διευθυντή τον καθηγητή James R. Carpenter και κράτησαν μέχρι το 1979. Με τις νέες αυτές έρευνες αποδείχτηκε η ύπαρξη συνοικισμού στο βόρειο τμήμα του ανασκαφικού χώρου και εκτενούς νεκροταφείου σε ελάχιστη απόσταση από το συνοικισμό. Η χρονολόγηση του συνοικισμού εντάσσεται στη Μέση εποχή του Χαλκού και στις αρχές του 16ου αιώνα π.Χ., και του νεκροταφείου στα τέλη της Πρώιμης εποχής του Χαλκού και στη Μέση εποχή του Χαλκού. Από τον όλο συνοικισμό αποκαλύφθηκαν συνολικά έξι κατοικίες με ορθογώνιες κατόψεις κτισμένες με αργούς ποτάμιους λίθους και πλιθάρια, χωρισμένες μεταξύ τους με διαδρόμους και πλαισιωμένες με μεγάλες υπαίθριες αυλές. Στο νεκροταφείο του συνοικισμού ερευνήθηκαν 28 μονοθάλαμοι, λαξευτοί τάφοι, από τους οποίους μερικοί βρέθηκαν εντελώς άθικτοι και απέδωσαν αρκετά πήλινα ερυθροστιλβωτά και λευκά ζωγραφιστά αγγεία και μερικά δείγματα λίθινων και χάλκινων αντικειμένων και διαφόρων άλλων μικροτεχνικών έργων. (Λεπτομέρειες για την αρχιτεκτονική των κατοικιών και των τάφων βλέπε λήμμα αρχιτεκτονική, κεφ. Μέση Εποχή του Χαλκού).

 

Παμπούλα: Ο συνοικισμός στην Παμπούλα βρίσκεται πάνω στην κορφή και στις πλαγιές χαμηλού λόφου και το νεκροταφείο του, όπως και στη Φανερωμένη, πολύ κοντά σ' αυτόν. Μέρος του συνοικισμού και αρκετοί τάφοι από το νεκροταφείο του σκάφτηκαν συστηματικά από την αμερικανική αποστολή του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας μεταξύ των ετών 1937 - 39 και 1948 υπό τη διεύθυνση του J.F. Daniel και αργότερα από τους S. Weinberg το 1951 και J.L. Benson το 1954.

 

Σύμφωνα με τα γενικά ανασκαφικά δεδομένα, τα αποκαλυφθέντα οικιακά κατάλοιπα του συνοικισμού παρουσίαζουν τρεις διαδοχικές χρονολογικές φάσεις, που χρονολογούνται από τις αρχές μέχρι τα τέλη της Ύστερης εποχής του Χαλκού (1650 -1050 π.Χ.). Και στις τρεις φάσεις το κάτω μέρος των τοίχων των κατοικιών είναι κτισμένο με αργούς λίθους και χαλίκια και το πάνω μέρος με πλιθάρια. Στην πρώτη φάση οι κατοικίες είναι χωρισμένες σε δυο κυρίως δωμάτια και μικρότερους βοηθητικούς χώρους με ορθογώνιες κατόψεις. Στη δεύτερη και τρίτη φάση επικρατεί ο ίδιος ορθογώνιος τύπος κατοικιών, αλλά τα δωμάτια είναι συνήθως περισσότερα από δυο, και στις υπόλοιπες εσωτερικές υποδιαιρέσεις περιλαμβάνονται και εργαστηριακοί χώροι. (Αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες των κατοικιών βλέπε στο λήμμα αρχιτεκτονική, κεφ. Οικιακή Αρχιτεκτονική -Τελευταία Εποχή του Χαλκού).

 

Παρόλο που τ’ αποκαλυφθέντα οικιακά κατάλοιπα στην Παμπούλα χρονολογούνται μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ., μερικοί από τους τάφους στο νεκροταφείο του συνοικισμού εντάσσονται στους Κυπρο - Γεωμετρικούς και Αρχαϊκούς χρόνους. Έτσι πολύ εύλογα μπορεί να διατυπωθεί η πιθανή υπόθεση ότι στο υπόλοιπο μέρος του αρχαιολογικού   χώρου, που δεν έχει ακόμη ανασκαφεί, είναι δυνατό να κρύβονται τα αντίστοιχα Κυπρο - Γεωμετρικά και Αρχαϊκά οικιακά κατάλοιπα του συνοικισμού. Αν όμως αυτό με τις μελλοντικές ανασκαφικές έρευνες δεν εξακριβωθεί, τότε αναμφίβολα οι μεταγενέστεροι αυτοί τάφοι ανήκουν σε άλλο γειτονικό και σύγχρονό τους συνοικισμό, που μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστος.

 

Όλοι οι ανασκαφέντες τάφοι της Ύστερης εποχής του Χαλκού είναι του γνωστού λαξευτού μονοθάλαμου αρχιτεκτονικού τύπου, που ακολουθεί την παράδοση των προγενέστερων τάφων της Μέσης εποχής του Χαλκού και που παρουσιάζεται και σ’ άλλα σύγχρονα νεκροταφεία, όπως στην Έγκωμη, στη Σίντα και στο Κίτιον. Στους μεταγενέστερους Κυπρο - Γεωμετρικούς και Αρχαϊκούς τάφους παρατηρείται αισθητή εξέλιξη τόσο στους νεκρικούς θαλάμους, που μερικές φορές είναι εφοδιασμένοι και με επιπρόσθετες πλάγιες ταφικές θήκες, όσο και στους δρόμους, που συνήθως είναι μεγαλύτεροι και βαθμιδωτοί. Τα αποκαλυφθέντα πλούσια κτερίσματα από τους νεκρικούς θαλάμους των τάφων, ειδικά σ’ εκείνους του 13ου και 12ου αιώνα π.Χ., περιλαμβάνουν εξαιρετικά δείγματα πήλινων μυκηναϊκών αγγείων, χάλκινων αντικειμένων και μικροτεχνικών έργων. Ανάμεσα στα εκλεκτά μυκηναϊκά δείγματα αγγειοπλαστικής μοναδικό στο είδος είναι ο περίφημος «Κρατήρας με τα παράδωρα», από τον οποίο όμως μόνο μερικά κομμάτια έχουν βρεθεί και συμπληρωθεί. Οι κύριες διακοσμητικές συνθέσεις, που καταλαμβάνουν ολόκληρο το πάνω μέρος του αγγείου, περικλείουν μέσα σε παρόμοια ορθογώνια πλαίσια τον ίδιο τύπο γυναικείας μορφής που κρατεί επιδεικτικά κρίνο στο χέρι. Το υπέροχο αυτό αγγείο, άλλοτε στο Βρεττανικό Μουσείο, σήμερα βρίσκεται στο Κυπριακό Μουσείο.

 

Τα οικιακά κατάλοιπα και τα κινητά αντικείμενα, που αποκαλύφθηκαν στα στρώματα της δεύτερης και τρίτης φάσης του συνοικισμού, καθώς και οι αντίστοιχοι τάφοι στο νεκροταφείο του, χρονολογούνται στα τέλη του 14ου και στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. και σύμφωνα με τα αρχαιολογικά πορίσματα των ανασκαφέων τα αρχιτεκτονικά δείγματα και οι τάφοι της τρίτης χρονολογικής φάσης του συνοικισμού και του νεκροταφείου αποτελούν μέρος της πρώτης μυκηναϊκής πόλης, που ταυτίζεται με την αρχική πόλη του Κουρίου. Τη μυκηναϊκή αυτή πόλη, η σχετική μυθολογική παράδοση, που διασώθηκε από τον Ηρόδοτο, θεωρεί κτίσμα Αχαιών αποίκων από το Άργος.

 

Καλορίζικη: Το νεκροταφείο στην τοποθεσία Καλορίζικη ή Μερσινούδκια είναι το μεγαλύτερο σε έκταση και χρονική διάρκεια σ’ ολόκληρη την περιοχή του Κουρίου και το πλουσιότερο σε ταφικά ευρήματα. Ένας μεγάλος αριθμός τάφων ερευνήθηκε συστηματικά το 1933 από τον Π. Δίκαιο για λογαριασμό του Κυπριακού Μουσείου. Η μεθοδική ανασκαφή πολλών άλλων τάφων στο ίδιο νεκροταφείο συνεχίστηκε από την αρχαιολογική αποστολή του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας μεταξύ του 1937 -39 και το 1952, υπό την διαδοχική διεύθυνση των J.F Daniel και G.H. McFadden καθώς και από τον J.L. Benson το 1954. Όλοι οι ανασκαφέντες τάφοι ακολουθούν την τεχνοτροπία των λαξευτών τάφων, που χαρακτηρίζει την ταφική αρχιτεκτονική της εποχής του Σιδήρου σ’ ολόκληρη την Κύπρο (βλέπε λήμμα αρχιτεκτονική, κεφ. Ταφική Αρχιτεκτονική - Γεωμετρική, Αρχαϊκή Εποχή) και όσοι απ’ αυτούς ήταν ασύλητοι απέδωσαν άφθονα και ποικίλα πήλινα αγγεία, λύχνους και ειδώλια, χάλκινα και αργυρά αντικείμενα και κοσμήματα και διάφορα άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Σ' ένα από τους τάφους, που χρονολογείται στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. και που αποτελεί μοναδική εξαίρεση, βρέθηκε το εξαίρετο βασιλικό σκήπτρο, το γνωστό σαν Χρυσό σκήπτρο του Κουρίου, που θεωρείται ένας από τους σπάνιους και πολυτιμότερους θησαυρούς του Κυπριακού Μουσείου. Το θαυμάσιο αυτό μυκηναϊκό σκήπτρο είναι κατασκευασμένο από χρυσάφι και σμάλτο και κοσμημένο στην κορφή μ' ένα ζευγάρι αετών.

 

Ο τάφος αυτός επισημάνθηκε και σκάφτηκε παράνομα από τυμβωρύχους το 1912. Αρκετοί από τους υπόλοιπους τάφους του νεκροταφείου χρονολογούνται στην Κυπρο - Γεωμετρική εποχή (1050 -750 π.Χ.) και πολλοί άλλοι στην Κυπρο - Αρχαϊκή εποχή (750 - 475 π.Χ.). Από τα πολυάριθμα ταφικά κτερίσματα των τάφων αυτών πλεονάζουν τα πήλινα αγγεία, ανάμεσα στα οποία υπάρχουν αρκετά εκλεκτά δείγματα, που εκτίθενται σε ειδική προθήκη στο τοπικό μουσείο της Επισκοπής.

 

Άγιος Ερμογένης: Το νεκροταφείο στην τοποθεσία Άγιος Ερμογένης, που αποτελεί συνέχεια από τη δυτική πλευρά του νεκροταφείου στην Καλορίζικη, πήρε την ονομασία του από το μικρό βυζαντινό παρεκκλήσι του 8ου αιώνα μ.Χ., που βρίσκεται μέσα σ' αυτό. Όπως οι τάφοι του γειτονικού νεκροταφείου της Καλορίζικης, έτσι και οι τάφοι του νεκροταφείου αυτού συλήθηκαν επανειλημμένα στο παρελθόν και αρκετοί απ' αυτούς σκάφτηκαν εντελώς ερασιτεχνικά και επιπόλαια το 1874 από τον L.P. di Cesnola, που στόχευε μόνο στην ανεύρεση αρχαιολογικών θησαυρών. Το 1895 αρκετοί τάφοι ερευνήθηκαν από τον Η.Β. Walters για το Βρετανικό Μουσείο και πολλοί άλλοι μεταξύ 1940 - 41 από την αποστολή του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας, υπό τη διεύθυνση του G.H. McFadden. Η χρονολόγηση των ανασκαφέντων τάφων εντάσσεται στην περίοδο, που μεσολαβεί από τα τέλη της Κυπρο - Κλασσικής εποχής μέχρι τα μέσα της Ρωμαϊκής εποχής (350 - 200 περίπου π.Χ.). Εκτός από τους συνηθισμένους λαξευτούς θαλαμοειδείς τάφους οι ανασκαφικές έρευνες του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας αποκάλυψαν και μερικούς μνημειακούς, ολότελα κτισμένους με επιμελημένους πελεκητούς ασβεστόλιθους. Από τους ανασκαφέντες τάφους, που ανέρχονται σε 90, οι 10 διέφυγαν της προσοχής των τυμβωρύχων και απέδωσαν πολυάριθμα πήλινα και γυάλινα αγγεία, μετάλλινα μικροτεχνικά έργα, κοσμήματα και διάφορα άλλα αντικείμενα, που αντιπροσωπεύονται με εκλεκτά δείγματα σε ειδική κινητή βιτρίνα στο τοπικό μουσείο της Επισκοπής.

 

Σεράγια: Με την ονομασία αυτή, που προέρχεται από την τουρκική λέξη Seray η οποία αντιστοιχεί με την ελληνική λέξη παλάτι, είναι γνωστά τα μεσαιωνικά κατάλοιπα του μεγάλου οικοδομικού συμπλέγματος στο νότιο άκρο του χωριού. Οι συστηματικές ανασκαφικές έρευνες στον αρχαιολογικό αυτό χώρο, που έγιναν από το Τμήμα Αρχαιοτήτων μεταξύ των ετών 1977 - 79 υπό τη διεύθυνση του εφόρου Αρχαίων Μνημείων Α. Παπαγεωργίου, κατέδειξαν ότι από το όλο οικοδομικό σύμπλεγμα έχουν διασωθεί δυο μεγάλες θολωτές αίθουσες και τ’ αρχιτεκτονικά κατάλοιπα ενός παρεκκλησίου κι ενός μεγάλου αποθηκευτικού χώρου.

 

Το παρεκκλήσι αποτελείται μόνο από δυο κλίτη, των οποίων τ’ ανατολικά άκρα καταλήγουν σε ημικυκλικές αψίδες. Το ανατολικό μέρος του μεγάλου κλίτους αποτελούσε το ιερό βήμα του παρεκκλησίου και χωριζόταν από το υπόλοιπο μ’ ένα μικρό τέμπλο. Ο βόρειος τοίχος του μεγάλου κλίτους είναι κτισμένος πάνω σε αρχαιότερη κιονοστοιχία, που φαίνεται να ανήκε σε κανονική τρίκλιτη βασιλική και το μεγαλύτερο μέρος του δαπέδου του αποτελείται από πολυγωνικά μάρμαρα του τύπου Opus Sectile, που είναι πανομοιότυπα με το μαρμαροθέτημα της μεγάλης πρωτοχριστιανικής βασιλικής του Κουρίου από την οποία ίσως και να προέρχονται. Οι μαρτυρίες αυτές οδηγούν στην πολύ πιθανή υπόθεση ότι η τρίκλιτη βασιλική στα Σεράγια πάνω στην οποία είναι κτισμένο το δίκλιτο παρεκκλήσι, ταυτίζεται με την πρώτη καθεδρική εκκλησία, που διαδέκτηκε την καθεδρική πρωτοχριστιανική βασιλική του Κουρίου μετά την καταστροφή της κατά τις αραβικές επιδρομές στα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ. και τη μεταφορά της επισκοπικής έδρας στην Επισκοπή. Το παρεκκλήσι στα Σεράγια χρονολογείται στον 12ο αιώνα μ.Χ. και προφανώς αποτελούσε τον ιδιωτικό λατρευτικό χώρο των εκάστοτε ιδιοκτητών του συνεχόμενου μεσαιωνικού κτιριακού συμπλέγματος σ' ολόκληρη τη διάρκεια των Λουζινιανικών χρόνων ( 1192-1489).

 

Οι δυο μεγάλες θολωτές αίθουσες, που βρίσκονται, αντιστοίχως, στη βόρεια και τη νοτιοανατολική πλευρά του παρεκκλησίου, εχρησιμοποιούντο σαν αποθήκες και αποτελούσαν μέρος του καταστραφέντος μεγάλου οικοδομικού συγκροτήματος, που χρονολογείται σε μια μεταγενέστερη περίοδο των Λουζινιανικών χρόνων. Και στις δυο αίθουσες σώζονται κατάλοιπα ορόφων, που υπάγονται στον κατοικήσιμο χώρο του οικοδομήματος. Τα κατάλοιπα του τρίτου αποθηκευτικού χώρου, από τα οποία διατηρούνται μόνο τα θεμέλια και ελάχιστα τμήματα από το κάτω μέρος των λιθόκτιστων τοίχων, εφάπτονται της νότιας πλευράς του παρεκκλησίου και της ανατολικής πλευράς της δεύτερης μεγάλης θολωτής αίθουσας. Μέσα στα κατάλοιπα αυτά, στη διάρκεια των ανασκαφών του 1979, βρέθηκαν εκατοντάδες πήλινα κωνικά αγγεία, ειδικά κατασκευασμένα για την επεξεργασία της ζάχαρης που φανερώνουν ότι ο αποθηκευτικός αυτός χώρος αποτελεί τμήμα των εργαστηριακών εγκαταστάσεων για την επεξεργασία του ζαχαροκάλαμου, από τις οποίες κανένα άλλο μέρος δεν έχει διασωθεί.

 

Σύμφωνα με αυθεντικές γραπτές μαρτυρίες σ’ ολόκληρη την διάρκεια της Λουζινιανικής περιόδου και των μετέπειτα Βενετικών χρόνων, που η Επισκοπή ανήκε διαδοχικά στις οικογένειες των Ιμπελέν και Κορνάρο, η εκτενής καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου στην πεδινή παραλιακή περιοχή του χωριού και η παραγωγή ζάχαρης ήσαν οι κύριες και συνεχείς ασχολίες των κατοίκων του. Παρόμοιες εργαστηριακές εγκαταστάσεις και ζαχαρόμυλοι υπήρχαν στο Κολόσσι, το γειτονικό χωριό της Επισκοπής, και στα Κούκλια της Πάφου (βλέπε και λήμμα ζάχαρη - ζαχαροκάλαμο, ζαχαρόμυλοι).

 

Δ. ΧΡΗΣΤΟΥ

Φώτο Γκάλερι

Image
Image