Το φαινόμενο του εξισλαμισμού, από τα σημαντικότερα στη νεότερη ιστορία της Κύπρου, εμφανίστηκε ήδη κατά την Φραγκοκρατία όταν ένας Φλάτρο, της γνωστής ευγενούς οικογένειας του νησιού, αναφέρεται ότι είχε γίνει αμηράς των Μαμελούκων της Αιγύπτου μετά την εισβολή τους στην Κύπρο στα 1425-1426, όπως γράφει ο Γεώργιος Βουστρώνιος. Προφανώς αυτός δεν ήταν ο μόνος, κι ας μη έχουμε άλλες σχετικές ονομαστικές μαρτυρίες. Κανένας όμως εξισλαμισμένος Κύπριος της Φραγκοκρατίας δεν φαίνεται να έζησε στο νησί ως το 1570, οπότε άρχισε η οθωμανική εκστρατεία. Ούτε κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών (649-963/4) είναι γνωστός εξισλαμισμός Κυπρίου που να έμεινε στην πατρίδα του, αν και πιθανώς μερικοί αιχμάλωτοι των Αράβων ή άλλοι Κύπριοι εξισλαμίσθηκαν εκτός Κύπρου, όπως και άλλοι Βυζαντινοί (π.χ. ο Λέων ο Τριπολίτης και ο Νταμιάνα που επέδραμε στην Κύπρο στα 912) και μολονότι κάποιες ιδεολογικές επαφές με το Ισλάμ υπήρξαν.
Ότι μερικοί δουλοπάροικοι, που ήλπιζαν βελτίωση των συνθηκών ζωής τους υπό το οθωμανικό καθεστώς (και γι’ αυτό είχαν καλέσει τους Οθωμανούς να τους ελευθερώσουν, τουλάχιστον δυο φορές προ του 1570) έρρεπαν στον εξισλαμισμό δεν αποκλείεται (πρβλ. και λήμμα Διασσωρίνος Ιάκωβος), δεν μαρτυρείται όμως. Δεν γνωρίζουμε την κοινωνική προέλευση των αποστατών και εξόριστων από την Κύπρο που στα 1566 συζήτησαν με τον Σελίμ Β΄ την δυνατότητα τουρκικής καταλήψεως του νησιού, ούτε των αποστατών που στα τέλη Ιουλίου 1570 μετέφεραν πληροφορίες από τη Λευκωσία στον αρχιστράτηγο της εκστρατείας Λαλά Μουσταφά για τη στρατιωτική κατάσταση της πρωτεύουσας, που τον επηρέασαν στα σχέδιά του ν’ αρχίσει πρώτα την πολιορκία αυτής κι όχι της Αμμοχώστου.
Εξισλαμισμός έναντι αμοιβής: Η επόμενη μαρτυρημένη περίπτωση εξισλαμισμού είναι εκείνη των 17 προσώπων που στα μέσα Αυγούστου 1570 εξισλαμίσθηκαν έναντι αμοιβής κατά το Ruüs Defteri. Ακολουθούν οι περιπτώσεις του Φιλίππου Παλαιολόγου γιου της Ελένης, αδελφής του ιστοριογράφου Στέφανου Λουζινιανού, και του Δημητρίου Παλαιολόγου. Ο πρώτος συνελήφθη στις 9 Σεπτεμβρίου 1570 κατά την άλωση της Λευκωσίας. Στις 24 Οκτωβρίου 1570, τρία πρόσωπα από την Κερύνεια εξισλαμίσθηκαν στο οθωμανικό στρατόπεδο έξω από την Αμμόχωστο και πήραν τιμάρια 10.000 άσπρων ο πρώτος που ήταν ευγενής, 7.000 ο δεύτερος και 6.000 ο τρίτος, παίρνοντας τα ονόματα Mahmud Abdullah, Yusuf Abdullah και Mustafa Abdullah αντιστοίχως (Abdullah = Χριστόδουλος). Η φρουρά της Κερύνειας που παρέδωσε την πόλη στις 19.9.1570, πήρε αμοιβές και ασυδοσία χωρίς εξισλαμισμό: Gaspio [πρβλ. Κασπής], Piero γιός του Τζαμάρτα κλπ. [στα μέσα του 19ου αι. στη Λάπηθο υπήρχε οικογένεια Τζαμάρτα]... Στις 26 Φεβρουαρίου 1571 ένα μέλος της φρουράς της Κερύνειας τούρκεψε (Μουσταφάς) και πήρε ετήσια αμοιβή 4.000 άσπρα από φεουδαλική πρόσοδο, καθώς και τέσσερις γιοι Βενετών ευγενών της φρουράς της Αμμοχώστου (venedikli bey-zadè), που πήραν 10.000, 8.000, 7.000 και 4.000 άσπρα αντιστοίχως. Στις 7 Μαρτίου 1571 άλλος γιος Βενετού ευγενούς από την ίδια πόλη (Μεχμέτ) πήρε 8.000 άσπρα. Στις 1 και 11.4.1571 υπήρξαν δυο ακόμη τέτοιες περιπτώσεις, και στις 22.5.1571 ένας άλλος, που έγινε Μεχμέτ, πήρε την διοίκηση του λιμανιού της Κερύνειας ως αμοιβή. Στις 8 και 25 Αυγούστου 1571, μετά την παράδοση της Αμμοχώστου, δυο ακόμη προσωπικότητες τούρκεψαν: ο ένας, Μεχμέτ, που πήρε 20.000 άσπρα, ήταν ο κόμης Hercules Martinengo. Οι «αρχηγοί» του «Λαϊκού Κόμματος» στα 1600 Μεμί και Μουσταφά (που ανέλαβαν να καταλάβουν την Αμμόχωστο από τους Τούρκους και να την παραδώσουν στον δούκα της Σαβοΐας, που θα τους επέστρεφε τις οικογενειακές τους περιουσίες τις οποίες είχαν χάσει στα 1570 και θα διόριζε τον θείο τους μοναχό Παρθένιο στην πρώτη κενούμενη επισκοπή του νησιού), ήταν αποστάτες ευγενών οικογενειών που εξισλαμίσθηκαν «κατ’ ανάγκην» στα 1570, χάνοντας όμως τουλάχιστον κάποιο μέρος από τις περιουσίες τους. Ο επίσκοπος Κυρηνείας Παρθένιος, που στα 1605 απαντάται στη θέση αυτή, πιθανώς ήταν ο θείος των δυο αποστατών, που πρέπει να ζούσαν στην Αμμόχωστο, απ’ όπου και άλλοι πολλοί Ιταλοί είχαν διαφύγει λίγο προ της παραδόσεώς της (1 Αυγούστου 1571) και εξισλαμισθεί. Αρκετοί από αυτούς κατοίκησαν στο χωριό Λουρουτζίνα όπου στα 1572 ανάμεσα στους φόρους που πλήρωναν περιλαμβανόταν και ο φόρος για χοίρους - άρα εθεωρούντο ακόμη Χριστιανοί.
Οι περιπτώσεις ευγενών και μελών των αρχουσών τάξεων και ομάδων που εξισλαμίσθηκαν στα 1570/1571, διατηρώντας μέρος της περιουσίας τους, είναι αρκετές και στοιχειοθετούν κοινωνικό ρεύμα και τακτική που δεν περιοριζόταν στην Κύπρο αλλά χαρακτήριζε τη συμπεριφορά των ηττημένων χριστιανικών ηγετικών τάξεων όλων των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής. Η συνεργασία με τον κατακτητή στην Κύπρο ήταν για τις τάξεις αυτές αναγκαιότητα, για να εμποδίσουν και /ή να περιστείλουν την πιθανή επικράτηση των δουλοπάροικών τους, που επειδή είχαν καλέσει τους Τούρκους, ανέμεναν να επικρατήσουν μέσω του νέου καθεστώτος. Στην ίδια κατηγορία υπάγονται και οι εξισλαμισμοί ευγενών χηρών κυριών που παντρεύονταν σπαχήδες Τούρκους και διατηρούσαν έτσι την περιουσία τους, όπως η δέσποινα του φέουδου της Μάνιας κοντά στην Άσσια (οικογένεια Maniali- Hilmi), η δέσποινα του φέουδου της Ποταμιάς που μετά την άλωση της Λευκωσίας (9 Σεπτεμβρίου 1570) πήρε τον σπαχή Ibrahim Menteschoghlou, κι έτσι δημιουργήθηκε η οικογένεια Μεντεσιόγλου - Ποταμιαλή που ζει ως τώρα στην Ποταμιά διατηρώντας μέρος του φέουδου και στενές σχέσεις με χριστιανικές οικογένειες - παλαιότερα κυρίως συγγενικές.
Άλλοι Λουζινιανοί και μέλη άλλων ευγενών οικογενειών εξισλαμίζονταν στην αρχή επιφανειακά, με στόχο την επάνοδο στον Χριστιανισμό υπό κατάλληλες συνθήκες, όπως π.χ. ο Φίλιππος Παλαιολόγος που εξισλαμίσθηκε, αλλά ήταν στα 1580 αιχμάλωτος με την αδελφή του στην Κωνσταντινούπολη, πιθανώς διότι ο εξισλαμισμός του δεν φαινόταν ειλικρινής. Για να γλυτώσει από τον εξισλαμισμό η αδελφή του Στέφανου Λουζινιανού Ισαβέλλα, παντρεύτηκε φτωχό ράφτη και ζούσε μαζί του στην Συλίκου στα 1580, ενώ ο γιος τους Φίλιππος κινδύνευε να γίνει γενίτσαρος. Στα 1595 δυο κόρες του ευγενούς Λουκιανού Δενόρες ή Ντενόρες ήσαν - από καιρό - αντιστοίχως στην Κωνσταντινούπολη παντρεμένες με νέο Τούρκο πρίγκιπα και ένα εξωμότη βοεβόδα λεγόμενο Φλαγγίνι, από τη γνωστή βενετική κυπριακή οικογένεια. Η μητέρα του σουλτάνου Αχμέτ Α΄ Χεντάν ήταν Κυπρία από την οικογένεια Flatro. Aπ’ αυτήν και άλλες όμοιας καταγωγής ο Κύπριος ευγενής ισπανικής καταγωγής Ιάσων Βουστρώνιος έπαιρνε πληροφορίες και τις πουλούσε στον βασιλιά της Ισπανίας.
Στην πρώτη εκατονταετία μετά την άλωση (1571-1670) οι εξισλαμισμένοι Κύπριοι ευγενείς μαζί με τους εξελληνισμένους συγγενείς τους, που κατόρθωσαν να λάβουν σημαντικές θέσεις στην ανασυσταθείσα τότε Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία του νησιού και στην πυραμίδα της λαϊκής κοινωνίας, συνεργάζονταν στη νομή και εκμετάλλευση των πόρων και των θέσεων του τόπου: κατένειμαν τα πάντα μεταξύ τους - επισκοπικές έδρες, φορολογία, δασμούς, εμπόριο κλπ.
Εξισλαμισμός και εξελληνισμός: Ο εξισλαμισμός και ο εξελληνισμός είναι οι μόνες θρησκευτικές (εθνικές) ταυτότητες που επιτρέπουν οι κατακτητές στο νησί με το διάταγμα του μεγάλου βεζίρη Μεχμέτ Σοκόλλοβιτζ πασά τον Οκτώβριο του 1571 το οποίο εξέδωσε για την αμμοχωστιανή αντιπροσωπεία που τον επεσκέφθη. Με το διάταγμα ρυθμιζόταν το εφεξής καθεστώς της Κύπρου. Οι φορολογικές αρμοδιότητες της Εκκλησίας (βλ. λήμματα Εκκλησία Κύπρου, εθναρχία) διεξάγονταν σε συνεργασία και με τον δραγομάνο του σεραγίου και τους γραμματικούς του που ανήκαν στις παλαιές οικογένειες, και με τους εξισλαμισμένους συγγενείς τους.
Μυστικά οι δυο ομάδες ως το 1670 διεξάγουν απεγνωσμένο αγώνα απελευθέρωσης της Κύπρου από τον τουρκικό ζυγό με τη βοήθεια δυτικών δυνάμεων, οργανώνοντας εξεγέρσεις και κινήματα κάθε λίγα χρόνια, τα οποία αποτυγχάνουν λόγω ανεπαρκούς βοήθειας των Δυτικών. Θύματα των αποτυχιών αυτών είναι οι στρατιωτικοί πληθυσμοί και οι χωρικοί, που πείθονται από τους ηγέτες, εξισλαμισμένους και εξελληνισμένους, να μετάσχουν στα κινήματα, αλλά υφίστανται τις συνέπειές τους: εξισλαμισμός ή σφαγή. Έτσι εξισλαμίσθηκαν στην αρχή φαινομενικά αρκετά σήμερα «τουρκικά» χωριά της βόρειας οροσειράς - Καμπυλή, Πλατάνι, Κορνόκηπος, Άρτεμη, Ψυλλάτος, Τζάος, Πλατανισσός, Γαληνόπωρνη, κλπ. - καθώς και χωριά της Πάφου. Άλλα, τα περισσότερα, εξισλαμίσθηκαν σ’ όλη την Κύπρο λόγω αδυναμίας τους να πληρώσουν το χαράτσι και τους άλλους φόρους που επέβαλλε και εισέπραττε το «σύστημα» διά του δραγομάνου και της εκκλησιαστικής φορολογικής - διοικητικής μηχανής (κοινόν τῶν ρεαγιάδων). Κλασική περίπτωση η δραστηριότητα του δραγομάνου Μαρκουλ(λ)ή*, που οδήγησε, με την σκληρή φορολογική γράφτουσάν* του, στον εξισλαμισμό χιλιάδες χωρικούς σ’ όλη την Κύπρο (βλ. επίσης λήμμα Γεωργής δραγομάνος).
Αυτό είναι το δεύτερο επίπεδο του εξισλαμισμού που αφορά τις λαϊκές τάξεις και επηρεάζει πολυάριθμο πληθυσμό. Οι ευγενείς που είχαν εξισλαμισθεί στα 1570/71 κ.ε. τώρα ανήκουν στην ηγετική, όπως και προηγουμένως, τάξη και δεν ενδιαφέρονται για τη μοίρα των χωρικών που αθρόοι εξισλαμίζονται για να αποφύγουν το χαράτσι. Στα 1670 ο περιηγητής Hurtrel αναφέρει ότι ο πασάς της Κύπρου του είχε πει πως αν το ρεύμα εξισλαμισμού συνεχιστεί στον ίδιο ρυθμό - ήταν η εποχή του Μαρκουλ(λ)ή - οι Τούρκοι σε λίγο δεν θα έχουν ραγιάδες για να φορολογούν, και γι’ αυτό σκέπτονταν να απαγορεύσουν τον εξισλαμισμό. Αντ’ αυτού εφαρμόστηκε σταδιακά συμπλησιασμός των φορολογικών επιβαρύνσεων των εξισλαμισμένων προς τους Χριστιανούς ραγιάδες, κι έτσι ο εξισλαμισμός αποθαρρύνθηκε. Αλλά οι εξισλαμισμένοι χωρικοί, οι Μουσουλμάνοι Ραγιάδες, όπως λέγονταν σ’ ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία, διεκδικούσαν πλήρη, ή σχεδόν πλήρη, φορολογική απαλλαγή, και για να την επιτύχουν διεξάγουν σειρά από κινήματα, συχνά σε συνεργασία φανερή ή μυστική με τους Χριστιανούς χωρικούς. Παραδείγματα: το κίνημα του Χαλίλ* αγά στα 1765/1766, το κίνημα του Μαρτίου του 1804 κατά του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου* κλπ.
Σφαγές των προκρίτων και αποστασία: Νέες διαστάσεις έλαβε ο εξισλαμισμός στα 1821, οπότε οι σφαγές των προκρίτων ώθησαν αρκετούς στην αποστασία, αρχικά φαινομενική, όπως συνέβαινε και προηγουμένως. Μερικοί, όπως ο Ανδρέας Σολομονίδης, που κατηγορήθηκε από τον Γ. Κηπιάδη κ.ά. ότι αποστάτησε για να επιτύχει οφέλη, συνέχισαν τους δεσμούς τους με την Εκκλησία και έμειναν μυστικά Έλληνες. Ο Α. Σολομονίδης μάλιστα υπέβαλε στα 1825 και στα 1828 μυστικά έγγραφα στις τότε ελληνικές κυβερνήσεις, ζητώντας τη συμπερίληψη της Κύπρου στο υπό ίδρυση Ελληνικό κράτος και διακηρύσσοντας την πίστη του στον Ελληνισμό με δραματικό και τραγικά σπαρακτικό ύφος. Οι απόγονοι αρκετών από τις επιφανείς οικογένειες που εξισλαμίσθηκαν στα 1821, επέστρεψαν στον Χριστιανισμό αργότερα όταν τα πνεύματα ηρέμησαν. Οι χωρικοί όμως στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν μπόρεσαν να πράξουν το ίδιο, γιατί δεν ενθαρρύνθηκαν από τις γενικότερες συνθήκες και δη από την Εκκλησία (βλ. λήμμα Εκκλησία Κύπρου), όταν υπό την Αγγλοκρατία επεδίωξαν να επιστρέψουν στο πάτριο θρήσκευμα και στον Ελληνισμό. Αν και όχι λίγοι χωρικοί Λινοβάμβακοι, όπως λέγονταν οι επιφανειακά εξισλαμισμένοι, κρυφοί Χριστιανοί, επέστρεψαν στο πάτριο θρήσκευμα μεταξύ 1878 και 1912 λόγω της ελευθερίας εκφράσεως που επεκράτησε με τη βρεττανική κατοχή, ωστόσο οι περισσότεροι δεν τόλμησαν ή δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να κάμουν το ίδιο. Με λίγες εξαιρέσεις η Εκκλησία αδιαφόρησε ή και αντέδρασε στην επιστροφή τους, θεωρώντας τους ἀπολωλότα πρόβατα όπως γράφει ο Γ.Σ. Φραγκούδης στην Κύπριδα (1891).
Οι Λινοβάμβακοι: Όταν στα 1908 ο διοικητής Λάρνακος Mitchell γράφει στο περιοδικό Nineteenth Century τη μελέτη του περί Λινοβαμβάκων, τους ανεβάζει σε 8.000-10.000, αλλά προφανώς αγνοεί τα πέραν της επαρχίας του δεδομένα, που μαρτυρούσαν ως πρόσφατα (1955) ότι η τεράστια πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων ήσαν κρυπτοχριστιανοί, φαινομενικά εξισλαμισμένοι, Λινοβάμβακοι, που τούρκεψαν υποχρεωτικά, σε βάθος και οριστικά με την πόλωση που επέφερε το κίνημα της ΕΟΚΑ και οι μετέπειτα εξελίξεις. Ήθη, έθιμα, γλώσσα, μυστική λατρεία, λαϊκή παραδοσιακή μουσική και ποίηση, ενδυμασία, συγχρωτισμός με τους Ελληνοκυπρίους, φοίτηση αρκετών σε ελληνικά σχολεία κλπ., μαρτυρούσαν περίτρανα την πραγματική προέλευση και κουλτούρα των τραγικών αυτών ανθρώπων, που η απρονοησία και η έλλειψη ιστορικής συνειδήσεως στην ελληνοκυπριακή ηγεσία τους άφησε έρμαιο στα χέρια του σκληρού πυρήνα της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Η τελευταία με συστηματική εργασία επέτυχε την προσέλκυση και αφομοίωση των πλείστων, εντάσσοντάς τους έτσι στον γεωπολιτικό σχεδιασμό της επεκτατικής ηγεσίας της Τουρκίας ή δημιουργώντας σε μεγάλο βαθμό η ίδια αυτόν τον επεκτατισμό. Ως το 1922 η επιστροφή των κρυπτοχριστιανών στο Χριστιανισμό ήταν δυνατή. Αλλά η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και τα κινήματα στην Κύπρο του 1931 και δη του 1955, αποξένωσαν τους πλείστους και τους ώθησαν από φόβο στις αγκάλες του Τουρκισμού που καραδοκούσε.
Ενώ είναι γεγονός ότι αριθμός εξισλαμισθέντων ήταν μη ορθοδόξου προελεύσεως αλλά λατινικής και άλλων - Μαρωνίτες, Αρμένιοι, Ιταλοί, Γάλλοι κλπ. -ωστόσο η απαγόρευση της Λατινικής Εκκλησίας από τους Τούρκους μετά το 1571 τους έστρεψε αναγκαστικά σε μυστική επαφή με την μόνη υπάρχουσα Εκκλησία, την Ορθόδοξη. Αυτή τους παρείχε τα μυστήρια μυστικά, τελούσε μυστικά τους γάμους, τις βαπτίσεις και τις κηδείες τους, τους έδινε μυστικά οίνον και άρτον για μετάληψη, μύρο, κλπ., κυρίως μέσω των αγροτών ιερέων, στο επίπεδο των χωριών αλλά και στις πόλεις. Εν τούτοις μετά το 1878 (έναρξη της Αγγλοκρατίας) η Εκκλησία απέτυχε να ολοκληρώσει το έργο που είχε θεμελιωθεί επί τουρκοκρατίας από τους ίδιους τους εξισλαμισθέντες πιστούς της και δεν ανέλαβε συστηματική πρωτοβουλία επιστροφής τους – μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις (βλ. λήμμα Εκκλησία Κύπρου). Η σκληροπυρηνική τουρκοκυπριακή ηγεσία με ισχυρούς θεσμούς - σχολεία, τζαμιά, προπαγάνδα, έντυπα κλπ.- και οικονομική ακόμη βοήθεια προς τους εξισλαμισθέντες, επιτυγχάνει την αποξένωσή τους από την ελληνοκυπριακή κοινότητα (παράδειγμα οικονομικής βοήθειας η εξόφληση των χρεών των Τηλλύρων Λινοβαμβάκων από τον πλούσιο Λαρνακέα έμπορο Κενάν στα τέλη του 19ου αι., και στις αρχές του 20ού, κάτι που δεν έπραξαν οι ελληνοκυπριακοί ηγετικοί κύκλοι από τους οποίους το ζήτησαν οι Τήλλυροι). Αντίθετα προς την κατάσταση που μαρτυρείται από τα προξενικά έγγραφα του 19ου αι., οπότε ζητούν απεγνωσμένα τη βοήθεια των προξένων στη Λάρνακα, οι Λινοβάμβακοι τώρα δεν ανθίστανται πια στον πλήρη εκτουρκισμό, αφού αισθάνονται εγκαταλειμμένοι από εκείνους από τους οποίους περίμεναν βοήθεια, και ρυμουλκούνται από τους παλαιούς δυνάστες των (έτσι αποκαλούσαν στα 1765 τους Τούρκους οι εξεγερμένοι τότε εξισλαμισμένοι Κύπριοι χωρικοί κατά τον Georg Niehbur). Οι Τούρκοι τώρα τους παρέχουν «σανίδα ασφαλείας», μια σταθερή εθνικοθρησκευτική ταυτότητα που επί αιώνες εστερούντο ζώντας σε επικίνδυνη διελκυστίνδα.
Εκεί όπου απέτυχαν η Λατινική Εκκλησία - που με αποστολή στη Λεμεσό στις αρχές της Αγγλοκρατίας προσπάθησε μάταια να επαναφέρει στο λατινικό δόγμα τους εξισλαμισθέντες των γύρω χωριών, που αισθάνονταν κρυφά Ορθόδοξοι και όχι Καθολικοί, - και η Ορθόδοξη Εκκλησία - που είχε όλο τον καιρό και την προσφορά των Λινοβαμβάκων στη διάθεσή της, αλλά όχι την βούληση και την οργάνωση - , με την βρετανική βοήθεια, σιωπηρή και αδιόρατη, αλλά βέβαια θετική θριάμβευσε η μειονοτική σκληροπυρηνική τουρκοκυπριακή ηγεσία, για ν’ ανατρέψει μέσω αυτών των φανατικών πλέον Τούρκων, την ιστορική εξέλιξη του νησιού και της περιοχής.
Κ.Π. ΚΥΡΡΗΣ