Ποιητής. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου 1798 και πέθανε στην Κέρκυρα στις 9 Φεβρουαρίου 1857. Κεντρικό πρόσωπο της Επτανησιακής σχολής, ο Διονύσιος Σολωμός θεωρήθηκε και θεωρείται ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων, όχι μόνο γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και διότι αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία, Δημοτικό τραγούδι) και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε το δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία.
Εκτός από τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν, τα σπουδαιότερα έργα του είναι: Ο Κρητικός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Ο Πόρφυρας, Η Γυναίκα της Ζάκυθος, Λάμπρος. Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής παραγωγής του είναι η αποσπασματική μορφή: κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τίποτα δεν δημοσιεύτηκε από τον ίδιο. Ο Κώστας Βάρναλης περιέγραψε εύστοχα την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου με τη φράση «...(Ο Σολωμός) πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε».
Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν
Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν είναι ποίημα που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός το 1823, τμήμα του οποίου αποτελεί τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας από το 1865 και της Κύπρου από το 1966. Αποτελείται από 158 στροφές ή 632 στίχους. Από αυτές οι 24 πρώτες καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος το 1865. Οι δύο πρώτες ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσής του αποδίδονται ορθίως τιμές στρατιωτικού χαιρετισμού «εν ακινησία».
Το ποίημα γράφτηκε από τον Διονύσιο Σολωμό τον Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο και έναν χρόνο αργότερα τυπώθηκε στο Μεσολόγγι. Το ποίημα συνδυάζει στοιχεία από τον ρομαντισμό αλλά και τον κλασικισμό. Οι στροφές που χρησιμοποιούνται είναι τετράστιχες, ενώ, στους στίχους παρατηρείται εναλλαγή τροχαϊκών οκτασύλλαβων και επτασύλλαβων. Στις 21 Οκτωβρίου 1825 δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» κριτική του ποιήματος του Διονυσίου Σολωμού «Ύμνος εις την Ελευθερία», από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη.
Το 1828 μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο πάνω σε λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία. Από τότε ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές, αλλά και στα σπίτια των Κερκυραίων αστών και αναγνωρίστηκε στη συνείδηση των Ιονίων ως άτυπος ύμνος της Επτανήσου. Ακολούθησαν και άλλες μελοποιήσεις από τον Μάντζαρο (2η το 1837 και 3η το 1839-40), ο οποίος υπέβαλε το έργο του στο Βασιλιά Όθωνα (4η «αντιστικτική» μελοποίηση, Δεκέμβριος 1844). Έκτοτε ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές.
Το 1844 το ποίημα μελοποιήθηκε δεύτερη φορά από τον Μάντζαρο και υπεβλήθη στο βασιλέα Όθωνα με την ελπίδα να γίνει δεκτό ως εθνικός ύμνος.
Παρά την τιμητική επιβράβευση του μουσικοσυνθέτη Μάντζαρου με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρα (Ιούνιος 1845) και του Διονυσίου Σολωμού με το Χρυσό Σταυρό του ίδιου Τάγματος (1849), το έργο (και ειδικά η πρώτη μελοποίησή του) διαδόθηκε μεν ως «θούριος», αλλά δεν υιοθετήθηκε ως ύμνος από τον Όθωνα. Ο Μάντζαρος το 1861 επανεξέτασε για 5η φορά το έργο, αυτή τη φορά σε ρυθμό εμβατηρίου κατά παραγγελία του Υπουργού Στρατιωτικών.
Όταν ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ επισκέφθηκε την Κέρκυρα το 1865 μετά την ενσωμάτωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, άκουσε την εκδοχή για ορχήστρα πνευστών της αρχής της πρώτης μελοποίησης που έπαιζε η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας και του έκανε εντύπωση. Ακολούθησε Βασιλικό Διάταγμα του Υπουργείου Ναυτικών (Υπουργός Δ. Στ. Μπουντούρης) που το χαρακτήρισε «επίσημον εθνικόν άσμα» και διατάχθηκε η εκτέλεσή του «κατά πάσας τας ναυτικάς παρατάξεις του Βασιλικού Ναυτικού». Επίσης ενημερώθηκαν οι ξένοι πρέσβεις, ώστε να ανακρούεται και από τα ξένα πλοία στις περιπτώσεις απόδοσης τιμών προς τον Βασιλιά της Ελλάδος ή την Ελληνική Σημαία. Από τότε θεωρείται ως εθνικός ύμνος της Ελλάδος.
Το σύνολο της πρώτης μελοποίησης του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν»[α] τυπώθηκε για πρώτη φορά σε 27 μέρη στο Λονδίνο το 1873, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του συνθέτη του. Ο αντισυνταγματάρχης ε.α. Μαργαρίτης Καστέλλης, πρώην διευθυντής του Μουσικού Σώματος, διασκεύασε τον «Εθνικό Ύμνο» για μπάντα κι αυτή η μεταγραφή (από την οποία απουσιάζει η σύντομη εισαγωγή) ανακρούεται από τις στρατιωτικές μπάντες ως σήμερα. Στα επτανησιακά μουσικά αρχεία σώζονται διασκευές του έργου για μπάντα, χρονολογούμενες τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1840.
Από τις 4 Αυγούστου 1865 ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» καθιερώθηκε ως εθνικός ύμνος της Ελλάδας και από τις 18 Νοεμβρίου 1966 καθιερώθηκε με την απόφαση 6133 και εθνικός ύμνος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι δύο πρώτες στροφές του ύμνου
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι,
ποὺ μὲ βιά μετράει τὴν γῆ.
Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Ύμνος της Κυπριακής Δημοκρατίας
Με την ανακήρυξη της Κύπρου και την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960, ο Πρόεδρος Μακάριος ανέθεσε στο συνθέτη Σόλωνα Μιχαηλίδη, τη σύνθεση ενός ύμνου για το νεοσύστατο κράτος.
Ο συνθέτης ολοκλήρωσε τον Ύμνο το 1963 και χρησιμοποιήθηκε κατά τις επίσημες επισκέψεις του Μακάριου στο εξωτερικό. Η ανάκρουση του Ύμνου της Κυπριακής Δημοκρατίας εγκαταλείφθηκε το 1966, δύο χρόνια μετά που αποχώρησαν οι Τουρκοκύπριοι από την κυβέρνηση.