Επαρχία, έπαρχος

Η επαρχία είναι διοικητική περιφέρεια κράτους ή νομού. Ο έπαρχος είναι ο διοικητής της επαρχίας, ανώτερος διοικητικός υπάλληλος. Οι όροι χρησιμοποιήθηκαν αρχικά από τους Ρωμαίους. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν διαιρεμένη σε διάφορες επαρχίες που η κάθε μια εδιοικείτο από έναν έπαρχο (praefectus).

 

Η Κύπρος, καθ' όλη την διάρκεια της κατάκτησής της από τους Ρωμαίους (58 π.Χ. - 330 μ.Χ.) αποτελούσε τμήμα ρωμαϊκής επαρχίας και εδιοικείτο συνήθως από ανθύπατο (proconsul) που είχε ως βοηθούς έναν κβαίστορα (quaestor) και έναν ληγάτο (legatus pro praetore). Συνήθως οι Ρωμαίοι ανθύπατοι που υπηρετούσαν στην Κύπρο ήσαν συγκλητικοί της τάξης των πραιτώρων, κατά την περίοδο που το νησί υπαγόταν στη ρωμαϊκή σύγκλητο, δηλαδή από το 58 μέχρι το 47 π.Χ. και πάλι από το 22 π.Χ. μέχρι τις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα. Διοικητικά η Κύπρος ανήκε στην επαρχία της Κιλικίας. Αργότερα υπήχθη στην επαρχία της Ανατολής, ύστερα από τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, υπό τον praefectus praetorio orientis με έδρα την Αντιόχεια. Τοπικός κυβερνήτης του νησιού ήταν τώρα ο praeses (πρόεδρος ή διοικητής).

 

Ο διοικητικός διαχωρισμός σε επαρχίες ίσχυσε και στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους (330-1191), η Κύπρος ήταν και πάλι τμήμα επαρχίας, συνήθως της Εώας (Ανατολής) με έδρα την Αντιόχεια, εκτός κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών οπότε ίσχυε στο νησί καθεστώς ουδετερότητας ή συγκυριαρχίας Βυζαντινών και Αράβων.

 

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1570/71 - 1878) η Κύπρος αποτελούσε σαντζάκι που ανήκε διοικητικά σε διάφορα βιλαέτια. Το νησί ήταν διαιρεμένο σε υποεπαρχίες (ναχιέδες) που ο αριθμός τους δεν ήταν πάντοτε ο αυτός, αλλά που συνήθως ήσαν 15-17.

 

Όταν οι Άγγλοι κατέλαβαν την Κύπρο (1878), το νησί ήταν διαχωρισμένο σε 16 υποεπαρχίες ή διαμερίσματα (ναχιέδες) με διοικητή του κάθε ενός έναν κατήν. Μια από τις πρώτες φροντίδες των Βρετανών ήταν να οργανώσουν τη διοίκηση του νησιού, κι ένας από τους πρώτους νόμους που θέσπισαν (ο Νόμος 4 του 1878) παρείχε στον ύπατο αρμοστή το δικαίωμα να καθορίζει τον αριθμό, την έκταση και τα όρια των καζάδων (επαρχιών) και των ναχιέδων (διαμερισμάτων) του νησιού. Η Κύπρος διαιρέθηκε τότε σε 6 επαρχίες και 15 διαμερίσματα. Οι επαρχίες ήσαν:

1. Λευκωσίας

2. Λεμεσού

3. Αμμοχώστου

4. Πάφου

5. Λάρνακας

6. Κερύνειας.

 

Έδρα της κάθε μιας από τις 6 επαρχίες ήταν η ομώνυμη πόλη. Επικεφαλής της κάθε μιας ήταν Άγγλος ανώτερος διοικητικός υπάλληλος.

 

Μετά την ανακήρυξη του νησιού σε ανεξάρτητο κράτος (1960), τα διαμερίσματα καταργήθηκαν αλλά ο διοικητικός διαχωρισμός της Κύπρου σε 6 επαρχίες διατηρήθηκε. Η κάθε μια επαρχία διοικείται από έπαρχο που έχει ως βοηθό του τον βοηθό έπαρχο. Ο έπαρχος είναι επικεφαλής της επαρχιακής διοικήσεως, που υπάγεται στο υπουργείο Εσωτερικών και είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής που σχετίζεται με τον ευρύ τομέα της αγροτικής ανάπτυξης, την άσκηση ελέγχου πάνω στην τοπική διοίκηση, τη διενέργεια εκλογών, το συντονισμό των ενεργειών διαφόρων επιτροπών και την έκδοση αδειών και πιστοποιητικών. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 οι επαρχιακές διοικήσεις ανέλαβαν επίσης την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής που σχετίζεται με την αυτοστέγαση εκτοπισμένων και τη διαχείριση τουρκοκυπριακών περιουσιών που έχουν εγκαταλειφθεί.

 

Τον εσωτερικό διαχωρισμό της Κύπρου σε επαρχίες συναντούμε για πρώτη φορά σε χάρτη του Κλαύδιου Πτολεμαίου (2ος μ.Χ. αιώνας). Στον χάρτη φαίνεται ο διαχωρισμός του νησιού σε τέσσερις επαρχίες: Σαλαμινία, Αμαθουσία, Λαπηθία και Παφία.

 

ΣΗΜ: Περισσότερες λεπτομέρειες για την υπαγωγή της Κύπρου σε ευρύτερη επαρχία, βλέπε στα λήμματα Βυζάντιο και Κύπρος, Τουρκοκρατία και Ρώμη και Κύπρος. Λεπτομέρειες για τον σημερινό διαχωρισμό του νησιού σε 6 επαρχίες, βλέπε στο γενικό-συνοπτικό λήμμα Κύπρος.