Κυβερνήτης της Κύπρου (μέσα 1843 -30.3.1845 και 1851-1853). Την πρώτη φορά υπήρξε διάδοχος του Αζίζ πασά*. Η διετής θητεία του, αντί της συνήθους μονοετούς, θεωρήθηκε από τον Γάλλο πρόξενο ανεπαρκής, αν και θετικό βήμα προς κάποια βελτίωση, λόγω και του αδιάφθορου χαρακτήρα του Εντέμ, της συμφιλιωτικότητας και της φιλοδίκαιης συμπεριφοράς του. Η δραστηριότητά του περιελάμβανε περιοδείες στο νησί για να δει τι βελτιώσεις μπορούσαν να γίνουν και συγκεκριμένα βελτιωτικά μέτρα, όπως: ευθυγράμμιση της κοίτης του Πεδιαίου, τοποθέτηση τουρκικής φρουράς στη Λάρνακα αντί άξεστων Αλβανών από τη Συρία ύστερα από παράπονο του Άγγλου προξένου για την ταραχώδη και εγκληματική διαγωγή των τελευταίων, απαγόρευση κατασκευής τούβλων από πηλό διότι προκαλούσαν ελονοσία (μάλλον τα λιμνάζοντα νερά κι οι λάσπες που εχρησιμοποιούντο για την κατασκευή τους ήσαν η αιτία). Ο Εντέμ πασάς πρότεινε επίσης επίστρωση των οδών της Λάρνακας αν οι Ευρωπαίοι κάτοικοι της δέχονταν να καταβάλουν μέρος των δαπανών όσο και οι ραγιάδες.
Όταν ο Εντέμ στη διετή θητεία του ανακάλυψε τα πιο πολλά τρωτά, εναντίον του εστράφησαν με συνωμοσίες οι προύχοντες του τόπου, Τούρκοι και Έλληνες, των οποίων τα συμφέροντα εθίγοντο από τις ενέργειές του, και προκάλεσαν την ανάκλησή του. Γι' αυτό και απέφυγε να επέμβει για να βοηθήσει μια Ελληνίδα βίαια εξισλαμισμένη που ήθελε να επανέλθει στον Χριστιανισμό φοβούμενος τα ισχυρά ανθελληνικά αισθήματα των Τούρκων, και οι περιγραφές των συνθηκών που επικρατούσαν στο νησί επί κυβερνητείας του δεν είναι ευμενείς. Έτσι ο Άγγλος πρόξενος Νίβεν Κερ (Niven Kerr) θεωρεί την κατάσταση αξιοθρήνητη: κυριαρχούσαν η διασπάθιση και η καταπίεση, η απεριόριστη αρπακτικότητα των κρατικών αξιωματούχων, Τούρκων και Ελλήνων (ανάμεσά τους και κληρικών), που καθιστούσαν την Κύπρο μια από τις πιο καταπιεζόμενες επαρχίες του Οθωμανικού κράτους. Η ξηρασία ήταν από τα χειρότερα δεινά του τόπου, κι ωθούσε τους χωρικούς να πουλούν τις αγελάδες τους για 250-300 γρ. για εξαγωγή στην Αίγυπτο. Ο πληθυσμός, που έρρεπε στη μετανάστευση γι' αυτούς τους λόγους, δεν αρκούσε για την καλλιέργεια της γης. Ο Κερ αναφέρει περίπτωση που ο ζαμπίτης, προστατευόμενος του κυβερνήτη, στον Λυθροδόντα όπου πήγε για φοροσυλλογή, συνέλαβε τον παπά την ώρα της λειτουργίας και 20 άτομα από το ποίμνιό του, και τους ξυλοκόπησε! Στη Λάπηθο ο ζαμπίτης απαγόρευσε την ήχηση του σήμαντρου, και κρέμασε ανάποδα και ξυλοκόπησε τον σημαντή που αγνοούσε την απαγόρευση. Ο κυβερνήτης αντί τιμωρίας του ζαμπίτη ζήτησε από τους επισκόπους να τον συγχωρήσουν!
Σε άλλη περίπτωση, στις πρώτες μέρες του διαδόχου του Εντέμ, Νταρμπάζ, προσφερόταν από τους φίλους του ανοικτά αμοιβή για βοήθεια στη διαφυγή ενός Ιταλού Sciarelli που είχε αποπειραθεί να σκοτώσει πλούσιο έμπορο επειδή αρνιόταν να του δώσει ως σύζυγο την κόρη του.
Σύμφωνα προς την έκθεση του Νίβεν Κερ 31.1.1844 (F.O. 78/580) κατά το 1843 οι έμποροι των άλλων κρατών εκτός της Ρωσίας επαραπονούντο για τις διακρίσεις εις βάρος τους σε σχέση με τα προνόμια των προστατευομένων από τους Ρώσους, που κατέβαλλαν 3% αντί 12% επί των εισαγωγών και των εξαγωγών, αντίθετα προς το πρώτο άρθρο της βρετανο-τουρκικής συνθήκης του 1838, κι επίσης είχαν το ίδιο προνόμιο στο εσωτερικό εμπόριο. Γι’ αυτό πολλοί εξαγωγείς συνεργάζονταν με Ρώσους εμπόρους ή ρωσικούς οίκους. Με λίγη φροντίδα και επιμονή η Κύπρος θα μπορούσε να γίνει μια από τις πιο εύφορες και πολύτιμες κτήσεις του σουλτάνου - υπαινιγμός στις προσδοκίες των Ευρωπαίων από τον Εντέμ πασά.
Ο φόρος περιουσίας που πλήρωσαν οι Έλληνες στα 1844 ήταν 2.000.000 γρ. και οι Τούρκοι 500.000 γρ., με πληθυσμό 101.170 κατοίκους (75.000 Έλληνες, 25.000 Τούρκους, 480 Καθολικούς, 490 Μαρωνίτες και 200 Αρμενίους). Ο κεφαλικός φόρος ανήλθε στα 1844 σε 551.895 γρ., ο φόρος στους αμπελώνες σε 115.500 γρ., οι τελωνειακοί δασμοί σε 400.000 γρ., ο φόρος ιντισάμπ (=intisab) σε 35.111 γρ., η δεκάτη στο μετάξι σε 655.138 γρ., τα έσοδα από τις αλυκές σε 100.000 γρ. (κι οι δυο εδημοπρατούντο), ο φόρος στις ταβέρνες σε 6.000, τα έσοδα από το λοιμοκαθαρτήριο σε 59.700 γρ., δικαιώματα για την εφημερίδα Moniteur Ottoman 3.750, φόρος από διαβατήρια 906 γρ., φόρος πωλήσεως γης 1.048 γρ., φόρος από πλανόδιους πωλητές 2.600 γρ., σύνολο 4.431.650 γρ. Ετήσιες δαπάνες (διοικήσεως) 600.000 γρ. = £5.504. Το υπόλοιπο απεστέλλετο στην Κωνσταντινούπολη. Κύρια εξαγόμενα είδη ήσαν: μετάξι, βαμβάκι (καλύτερο από το αιγυπτιακό), μαλλί, λάδι, ρίζες βαφής, σιτάρι, κριθάρι, σησάμι, χαρούπια, κρασί, άλας. Ο Νίβεν Κερ υπογραμμίζει ότι ολόκληρα χωριά ήσαν κρυπτοχριστιανικά, φαινομενικώς παρουσιαζόμενα ως μουσουλμανικά.
Μια σειρά έγγραφα του Εντέμ πασά, των οποίων περίληψη δημοσιεύθηκε από τον Ι.Π. Θεοχαρίδη, μας πληροφορεί για διάφορες δημοσιονομικές του δραστηριότητες. Σε όλα ο τίτλος του είναι καϊμακκάμης της Κύπρου. Το υπ. αρ. 157 έγγραφο, 14.11.1844, είναι συναλλαγματική 238.604 γρ. από εισοδήματα του 1844. Το υπ' αρ. 581, που δόθηκε μέσω του καϊμακκάμη Εντέμ, πασά, αναφέρεται στην πληρωμή των μισθών των αξιωματικών και ανδρών του πυροβολικού από τον es-Seyyid Mehmed Rashid για τον Σεπτέμβριο 1843 (9.987 1/2 γρ.) και φέρει ημερομηνία 4.12.1843. Το υπ' αρ. 582, 4.12.1843, από τον ίδιο Rashid, αναφέρεται στα εισοδήματα του νησιού πλην της δεκάτης, του Μάιο-Ιούνιο 1843, ύψους 94.432 1/2 γρ., τα 500 μέσω του Εντέμ. Το υπ' αρ. 585, της 4.4.1844, από τον Rashid πάλι, αναφέρεται σε εισοδήματα της Κύπρου που εισπράχθηκαν με τη μεσολάβηση του καϊμακκάμη της Εντέμ πασά, τον Ιανουάριο του 1840: 20.000 1/2 γρ. εκτός της δεκάτης. Αυτό το έγγραφο είναι το μοναδικό που υπαινίσσεται κυβερνητεία του Εντέμ στα 1840, που θα ήταν η πρώτη, οπότε η υπό εξέταση 1843-1845 θα πρέπει να θεωρηθεί η δεύτερη.
Το έγγραφο υπ' αρ. 588, 13.12.1844, πάλι του Rashid, αναφέρεται σε έξοδα του Σεπτ. 1844, 17.487 γρ., που έγιναν μέσω του καϊμακκάμη Εντέμ κατά τον Σεπτ. 1844 και προέρχονταν από τα εισοδήματα της γ' δόσης των εκμισθώσεων των κατ' αποκοπήν μισθωμάτων. Το υπ' αρ. 589,31.1.1845, κι αυτό του Rashid, αναφέρεται σε εισπράξεις φόρων εκτός της δεκάτης: από 19.242 γρ., τα 1.689 δαπανή θηκαν στα 1842/3 μέσω του προηγούμενου καϊμακκάμη Haggi Mehmed Aga, και τα 17.553 γρ. στα 1844 μέσω του νεοδιορισμένου [από τα μέσα του 1843] καϊμακκάμη Εντέμ πασά. Επειδή στο έγγρ. 587, 2.6.1844, ο Haggi Mehmed Aga λέγεται προπροηγούμενος, φαίνεται ότι θα ήταν ο προκάτοχος του Αζίζ. Το έγγρ. 590, 25.2.1845, πάλι του Rashid, αναφέρεται στην παύση του καϊμακκάμη Εντέμ πασά και στον διορισμό του διαδόχου του Χατζή Μεσρούρ Αγά (Haggi Mesrur Aga), ή, αν χηρεύσει η θέση, του Μουσταφά Ζουχντί εφέντη (Mustafa Zuhdi Efendi). To τελευταίο έγγρ. αρ. 678, κι αυτό του Rashid, 4.4.1844, αναφέρεται στη δαπάνη 90.3061/2 γρ. κατά τον Ιανουάριο του 1844 στην Κύπρο με τη μεσολάβηση του καϊμακκάμη Εντέμ πασά.
Η δεύτερη κυβερνητεία του Εντέμ πασά (1851 -προ της 15.4.1853) χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και καταπίεση φορολογική. Ο Εντέμ αρνιόταν ν' ακούσει τα παράπονα των χωρικών, που γυρίζοντας στα χωριά τους εύρισκαν τις αρχές να εισπράττουν τα καθυστερημένα δοσίματα δεκάτης με τέτοια βαρβαρότητα, που έφευγαν στη Λάρνακα να ζητήσουν την προστασία των προξένων. Στις 21.7.1852 ο Βρετανός υποπρόξενος Αντόνιο Πάλμα είχε υπό την προστασία του υπερεκατόν Μεσαρίτες. Κατά διαταγή της κεντρικής κυβερνήσεως της Κωνσταντινουπόλεως ο Εντέμ απαγόρευσε τις πόλιτζες και τις συναλλαγματικές Ευρωπαίων της Κύπρου επί Ευρωπαίων της Κωνσταντινουπόλεως ή επί ραγιάδων, και επέτρεπε μόνο εκείνες μεταξύ ραγιάδων (Niven Kerr, 22.7.1852: F.O. 78/909, αρ. 28). Περιέργως παρ' όλα αυτά οι Ευρωπαίοι δεν ήσαν δυσαρεστημένοι μαζί του, διότι έδινε προσοχή στα διαβήματά τους.
Δεν είναι σαφές αν ο Χαφούς Αχμέτ πασάς κυβερνήτης (Haffus Ahmet Pascia Governatore) δυο εγγράφων του Α. Πάλμα (16.7.1851 και 19.7.1851) είναι ο ίδιος ο Εντέμ πασάς (Haffus Ahmet Edhem Pasha ή Ahmet = παραφθορά του Edhem;). Πάντως στα οθωμανικά έγγραφα που περίληψή τους δημοσίευσε ο Ι.Π. Θεοχαρίδης, αναφέρεται ο μουχασσίλης της Κύπρου Αχμέτ Pasha σε έγγραφα της 23.1.1851, της 15.5.1851, της 7.7.1851, της 23.9.1851 και της 15.5.1852 υπ. αρ. 168, 169, 171, 172, 173 αντιστοίχως ενώ στα υπ' αρ. 167 και 170 της 16.10.1850 και 26.5.1851 αντιστοίχως αναφέρεται ο μουχασσίλης Hafiz Ahmed Pasha, που μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Ahmed Pasha, αλλά δεν μπορεί να ταυτιστεί προς τον Edhem και θα ήταν ο προκάτοχός του, ως τα μέσα του Μαΐου του 1851 (26.5.1851 αρ. 170: Hafiz Ahmed). Όμως και πάλι τα έγγρ.171, 172, 173 της 7.7.1851, της 23.9.1851 και της 15.5.1852 αντιστοίχως, που αναφέρουν τον Ahmed, αλλά ακολουθούνται από το υπ' αρ. 174 της 27.7.1851 το οποίο αναφέρει ως μουχασσίλη τον Edhem Pasha, που ξέρουμε ότι κυβέρνησε από 1851 ώς 1853 (Κυπρ. Χρον. [Λάρνακος], Ζ', σσ. 220-222), συγκρινόμενα μεταξύ τους μας οδηγούν στο πόρισμα ότι ο Ahmed των τριών πρώτων και ο Edhem του τέταρτου είναι το ίδιο πρόσωπο. Τα έγγραφα αυτά είναι οικονομικά - δημοσιονομικά, όπως και το υπ' αρ. 175, της 1.11.1852, στο οποίο ο Edhem Pasha παραδόξως χαρακτηρίζεται ως ο προηγούμενος μουχασσίλης της
Κύπρου, πράγμα αδύνατο, διότι ξέρουμε ότι παραιτήθηκε στα μέσα του 1853 (Κυπρ. Χρον. [Λάρνακος], ΙΓ', ο. 222. Hill, IV, σσ. 193-194). Επειδή το έγγραφο 175 αναφέρεται σε εισπράξεις δεκάτης του 1849/1850, συναλλαγματικές 104.440 ½ γρ. του εμπόρου Ζαχαράκη και του Μιχαλάκη από τη Βάρνα, που είχε σταλεί μαζί με το πρωτόκολλο του προηγούμενου μουχασσίλη της Κύπρου Edhem Pasha, πιθανώς πρόκειται εδώ για κάποια παραδρομή. Το έγγραφο 606, 25.9.1853, αναφέρεται σε ποσό 997 1/2 γρ., δαπάνη επιδιορθώσεως της κοίτης του ρυακιού της Λευκωσίας Čirkabi dere από εισπράξεις του Wirgu του Φεβρ. 1851, δαπάνη που έγινε μέσω του προηγούμενου μουχασσίλη της Κύπρου Edhem. To έγγρ. 607, 25.9.1853, αναφέρεται σε ποσό 997 1/2 γρ. δαπάνη επιδιορθώσεως της κοίτης του ρυακιού Λευκωσίας Čokali.
Η παύση του Εντέμ έγινε μετά σοβαρό επεισόδιο κατά το οποίο μαστίγωσε και φυλάκισε τον γιο του μουφτή διότι δοκίμασε να αποπλανήσει την κόρη του. Ο μουφτής ξεσήκωσε όχλο που πήγε στο σαράγιο και υποχρέωσε τον Εντέμ να ελευθερώσει τον φυλακισμένο. Στο Συμβούλιο που εκλήθη να εξετάσει το θέμα, όλοι εστράφησαν εναντίον του Εντέμ, μαζί και οι Έλληνες, κληρικοί και μη. Φωτιά που ετέθη στη Μεγάλη Αγορά —κτήμα της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως με εισόδημα 15.000 φράγκα τον χρόνο— απεδόθη στον μουχασσίλη μ' επιστολές στην Πόλη, η οποία τον υποχρέωσε να παραιτηθεί σε ηλικία 80 χρόνων. Παρόλα αυτά οι αρχηγοί της εκστρατείας εναντίον του —ο γιος του μουφτή κι ένας Κωνσταντινουπολίτης δερβίσης— εξορίστηκαν στη Ρόδο λίγο ύστερα (επιστ. του Γάλλου προξένου Doazan, 10.6.1853, Κυπρ. Χρον. [Λάρνακος], ΙΓ', 1937,σ.222).