Την Κυπρογεωμετρική εποχή διαδέχεται η Κυπροαρχαϊκή εποχή (725-475 π.Χ.), που κι αυτή διαχωρίζεται σε δυο υποπεριόδους: την Κυπροαρχαϊκή Ι (725-600 π.Χ.) και την Κυπροαρχαϊκή II (600-475 π.Χ.). Κύρια χαρακτηριστικά της εποχής αυτής είναι αφενός η συνέχιση της ύπαρξης των διαφόρων ανεξάρτητων κυπριακών βασιλείων και αφετέρου η κυριαρχία πάνω σ' αυτά και σ' ολόκληρη την Κύπρο ξένων ισχυρών δυνάμεων. Οι δυνάμεις αυτές ήσαν, κατά σειράν, οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι και οι Πέρσες. Οι δυο πρώτες δυνάμεις κυριάρχησαν επί της Κύπρου για σύντομα μόνο διαστήματα.
Οι Ασσύριοι υπολογίζεται ότι κυριάρχησαν επί της Κύπρου περίπου από το 709 μέχρι το 669 π.Χ., δηλαδή για μια περίοδο 40 τόσων χρόνων. Κατά τη σύντομη αυτή περίοδο τα κυπριακά βασίλεια διατήρησαν την αυτονομία τους, υποχρεώθηκαν όμως να πληρώνουν φόρο υποτελείας στους Ασσύριους ηγεμόνες (βλέπε λήμμα Ασσύριοι και Κύπρος). Η υποδούλωση της Κύπρου έγινε από τον Ασσύριο βασιλιά Σαργών Β' (περ. 724/21-705 π.Χ.), που ανάγκασε τους Κυπρίους βασιλιάδες «να του προσκυνήσουν τα πόδια». Το γεγονός αναγράφεται στη γνωστή στήλη του Σαργώνος που βρέθηκε στο Κίτιον (Λάρνακα) το 1845 και βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Βερολίνου. Επτά Κύπριοι βασιλιάδες αναφέρεται ότι τον είχαν προσκυνήσει και του είχαν στείλει στη Βαβυλώνα, μεταξύ άλλων, χρυσάφι, ασήμι, έβενο και κυπριακή ξυλεία. Μαρτυρία αποτελεί και το γνωστό «πρίσμα» του Εσσαρχαδώνος, που χρονολογείται στο 673/2 π. Χ. Όπως αναφέρεται στο «πρίσμα», δέκα Κύπριοι βασιλιάδες που κατονομάζονται, ηγεμόνες αντιστοίχων κυπριακών βασιλείων που επίσης κατονομάζονται, πλήρωσαν φόρους που είχαν χρησιμοποιηθεί για την ανοικοδόμηση του ανακτόρου της Νινευή.
Θεωρείται πολύ πιθανό ότι η ασσυριακή κυριαρχία επί της Κύπρου τερματίστηκε το 669 π.Χ., με τον θάνατο του Ασσύριου βασιλιά Εσσαρχαδώνος. Μια επιγραφή του 667 π.Χ., στην οποία αναφέρεται ότι και ο Ασσύριος βασιλιάς Ασσουρπανιπάλ εξακολουθούσε να εισπράττει φόρο από τους βασιλιάδες της Κύπρου και άλλων χωρών, θεωρείται ως αντιγραφή απλώς εκείνης του Εσσαρχαδώνος και δεν γίνεται αποδεκτή.
Μετά τον τερματισμό της ασσυριακής κυριαρχίας, η Κύπρος παρέμεινε ανεξάρτητη για έναν περίπου αιώνα: από το 669 μέχρι το 565 π.Χ. Κατά την περίοδο αυτή τα κυπριακά βασίλεια γνώρισαν μεγάλη ακμή και ευημερία, όπως εξάλλου αποδεικνύεται και από τον πλούτο που ανευρέθηκε στους λεγόμενους «βασιλικούς» τάφους της Σαλαμίνος, της Παλαιπάφου, της Αμαθούντος και της Ταμασσού. Οι εμπορικές επαφές με τις χώρες της Ανατολής και με πάρα πολλά τμήματα του ελληνικού κόσμου είναι πολύ πυκνές. Με την Ελλάδα οι επαφές δεν είναι μόνο με την Αττική και την Πελοπόννησο αλλά και με την Εύβοια, τη Ρόδο, την Κω και πολλά άλλα νησιά του Αιγαίου πελάγους, όπως και με την Κρήτη, καθώς και με τις ελληνικές πόλεις των νοτίων και δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας. Αγγεία και άλλα αντικείμενα από τους χώρους αυτούς ανευρίσκονται στην Κύπρο. Επίσης κυπριακά αγγεία ανευρίσκονται στον ελληνικό χώρο καθώς και σε περιοχές χωρών της Εγγύς Ανατολής.
Όμως την παρακμή και κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Ασσυρίων διαδέχεται μια άλλη μεγάλη δύναμη που διαθέτει μάλιστα και ισχυρό ναυτικό: η Αίγυπτος. Στις βλέψεις της δύναμης αυτής δεν ήταν δυνατό να μη περιλαμβανόταν και η Κύπρος, την οποία και υποδούλωσε το 565 π.Χ. ο Αιγύπτιος μονάρχης Άμασις. Αλλά και η αιγυπτιακή κυριαρχία έμελλε να ήταν σύντομη και υπολογίζεται ότι διάρκεσε μέχρι το 546 π.Χ., κράτησε δηλαδή σχεδόν 20 χρόνια. Αλλά, άμεσες διοικητικές σχέσεις προς την Αίγυπτο έμελλε να έχει η Κύπρος και αργότερα, όταν υποτάχθηκε στο βασίλειο των Πτολεμαίων, των Ελλήνων βασιλιάδων της χώρας αυτής (βλέπε λήμμα Αίγυπτος και Κύπρος, καθώς επίσης λήμμα Πτολεμαίοι και Κύπρος).
Κατά τη σύντομη αιγυπτιακή κυριαρχία αυτής της περιόδου, τα κυπριακά βασίλεια εξακολουθούσαν και πάλι να υφίστανται, υποχρεώθηκαν όμως να πληρώνουν φόρους υποτελείας. Γοργά όμως μια μεγαλύτερη ακόμη δύναμη άρχισε να εξαπλώνει την κυριαρχία της στην Εγγύς Ανατολή, και την Ανατολική Μεσόγειο, έτσι που κατέκτησε τόσο την Κύπρο όσο και την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Μικρά Ασία, για να ανακοπεί όμως από τους Έλληνες. Η δύναμη αυτή ήταν οι Πέρσες.
Τα κυπριακά βασίλεια αναγκάστηκαν ν' αναγνωρίσουν την περσική κυριαρχία κατά το 546 π.Χ. Αρχίζει έτσι μια νέα φάση της κυπριακής Ιστορίας που θα διαρκέσει περισσότερο από δυο αιώνες και θα χαρακτηρίζεται από επανειλημμένες προσπάθειες απελευθέρωσης. Οι απελευθερωτικές προσπάθειες, τόσο των ιδίων των Κυπρίων όσο και των Αθηναίων και των Ιώνων, δεν πέτυχαν την αποτίναξη του περσικού ζυγού επί της Κύπρου. Τούτο επιτεύχθηκε αρκετά αργότερα, με τη θυελλώδη προέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά των Περσών και τη διάλυση της αχανούς αυτοκρατορίας τους. Λεπτομερέστερα για την περίοδο της κυριαρχίας των Περσών επί της Κύπρου βλέπε στο λήμμα Πέρσες και Κύπρος. Εδώ σημειώνουμε μόνο ότι τα κυπριακά βασίλεια διατήρησαν και πάλι την αυτοτέλειά τους και την αυτονομία τους, αλλά ήσαν υποχρεωμένα να πληρώνουν φόρους στους Πέρσες αλλά επίσης και να παρέχουν σ' αυτούς και στρατιωτική βοήθεια, κυρίως ναυτική, την οποία οι Πέρσες χρησιμοποίησαν επανειλημμένα (όπως σε εκστρατεία κατά των Αιγυπτίων το 525 π.Χ., σε εκστρατεία κατά της Ελλάδος το 480 π.Χ., οπότε συνετρίβησαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνος, κλπ.).
Απαριθμούμε απλώς εδώ και τις κατά των Περσών απελευθερωτικές προσπάθειες που έγιναν, για τις οποίες ο αναγνώστης μπορεί να βρει λεπτομέρειες στα διάφορα αυτοτελή λήμματα για τους πρωταγωνιστές της κάθε μιας:
Την Κυπροαρχαϊκή εποχή ακολούθησε η Κυπροκλασσική εποχή (475-325 π.Χ.). Κυρίαρχη μορφή της κυπριακής Ιστορίας κατά το διάστημα αυτό ήταν ο βασιλιάς της Σαλαμίνος Ευαγόρας Α'. Το τέλος της περιόδου σημαδεύεται από το σύντομο πέρασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου που εκδιώκει τους Πέρσες με αποτέλεσμα την αποτίναξη του περσικού ζυγού και την απελευθέρωση της Κύπρου το 332 π.Χ.
Ο Ευαγόρας Α' ήταν όχι μόνο καλός στρατιωτικός αλλά κι εξαίρετος πολιτικός νους που κατόρθωσε ν’ αναδειχθεί σε μια από τις σπουδαιότερες ηγετικές μορφές όχι μόνο της Κύπρου των Κλασσικών χρόνων, αλλά κι ολόκληρου του Ελληνισμού. Επί των ημερών του η Σαλαμίς γνώρισε μέρες δόξας. Πέρα από τις πολλές ικανότητές του, ο Ευαγόρας ήταν και φιλόδοξος. Το σχέδιό του, ωστόσο, να ενώσει όλα τα βασίλεια της Κύπρου σε μια δύναμη, φανερώνει και βαθιά αντίληψη κι ενόραση. Μια ενωμένη Κύπρος θα ήταν, αφενός, πολύ πιο ισχυρή έναντι των Περσών που αποτελούσαν τον στόχο, και αφετέρου θα σταματούσαν οι εσωτερικές διαφορές και διχογνωμίες και το νησί θα μπορούσε ν' αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις στην αντιμετώπιση του εξωτερικού κινδύνου. Εκτός όμως τούτων, ο Ευαγόρας πέτυχε τη συμμαχία και υποστήριξη μιας από τις πιο μεγάλες δυνάμεις της εποχής, της Αθήνας, που όμως κι αυτή βρισκόταν την ίδια περίοδο μπλεγμένη στις μακρόχρονες διαμάχες της με τη Σπάρτη. Ακόμη, στις κατά των Περσών ενέργειές του, ο Ευαγόρας συμμάχησε με τον Άκορι, τον βασιλιά της Αιγύπτου, ο οποίος επεδίωκε επίσης την εκδίωξη των Περσών από τη δική του χώρα. Ο Άκορις δεν μπόρεσε να προσφέρει πολύ σημαντική υποστήριξη στον Ευαγόρα, όμως ο Κύπριος βασιλιάς κατόρθωσε να εξασφαλίσει από την Αίγυπτο ό,τι ήταν δυνατό. Η μικρή βοήθεια των Αθηναίων δεν ήταν επίσης αρκετή κι εξάλλου τελικά απεσύρθη από την Κύπρο. Έτσι ο Ευαγόρας απέτυχε και στο να ενώσει ολόκληρη την Κύπρο και στο ν' αποτινάξει την περσική κυριαρχία. Με διπλωματικότητα, όμως, κατόρθωσε να επιτύχει τη συνδιαλλαγή. Κι ακόμη περισσότερο, κατόρθωσε να επιτύχει την παροχή περσικής στρατιωτικής βοήθειας, που μαζί με κυπριακή, κατόρθωσε να εξουδετερώσει τη σπαρτιατική απειλή κατά των Αθηνών και, στην ουσία, να απελευθερώσει και την ίδια την Αθήνα, δρώντας προς τούτο μαζί με τον Αθηναίο στρατηγό Κόνωνα. Ο Κόνων είχε φιλοξενηθεί στην Κύπρο από τον Ευαγόρα. Γενικότερα, οι σχέσεις του τελευταίου με το «σχολείο της Ελλάδος» (όπως ονομάζει την Αθήνα ο Περικλής στον Ὲπιτάφιό του) δεν ήσαν απλώς φιλικές αλλά αδελφικές. Η επιρροή της Αθήνας επί του Ευαγόρα τον οδήγησε να καταστήσει την πόλη του, την κυπριακή Σαλαμίνα, πραγματικό προπύργιο του Ελληνισμού στην Ανατολή. Η ίδια η Αθήνα, εξάλλου, επανειλημμένα τίμησε τον Ευαγόρα με ψηφίσματα και με τοποθέτηση του αγάλματός του σε περίοπτη θέση, απονέμοντάς του έτσι τις ανώτατες τιμητικές της διακρίσεις. Ικανότατος ηγέτης ήταν κι ο γιος και διάδοχος του Ευαγόρα, ο Νικοκλής. Και για τους δυο μιλούν με ενθουσιασμό κορυφαίες πνευματικές προσωπικότητες της Ελλάδος, όπως ο Ισοκράτης. Για το έργο του Ευαγόρα στην Κύπρο, ο Ισοκράτης λέγει μεταξύ άλλων:
... Όχι μόνο αύξησε τη σημασία της πόλης του. Αλλά κι όλη την πέριξ χώρα και το νησί οδήγησε σε πραότητα και χρηστότητα. Πριν καταλάβει την εξουσία ο Ευαγόρας, οι κάτοικοι [της Κύπρου] ήσαν τόσο απροσπέλαστοι και άγριοι, ώστε μεταξύ των αρχόντων θεωρούσαν άριστους εκείνους που επεδείκνυαν σκληρότατη στάση έναντι των Ελλήνων. Τώρα όμως σημειώθηκε τέτοια μεταβολή, ώστε να συναγωνίζονται μεταξύ τους ως προς το ποιοι απ' αυτούς θα φανούν περισσότερο φιλέλληνες και ν' αποκτούν οι περισσότεροι παιδιά παίρνοντας συζύγους Ελληνίδες, να αισθάνονται δε ευχαρίστηση με τα ελληνικά πράγματα και τις ελληνικές συνήθειες, παρά με τις δικές τους ...και απ' όλους αυτούς οι πάντες ομολογούν πως για την κατάσταση τούτη αίτιος είναι ο Ευαγόρας... Πολλοί δε Έλληνες, καλοί και αγαθοί, αφού εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, ήλθαν να κατοικήσουν στην Κύπρο επειδή θεωρούσαν ότι η βασιλεία του Ευαγόρα ήταν ηπιότερη και νομιμότερη από τα πολιτεύματα της Ελλάδος...
Μεταξύ άλλων, έχουμε εδώ και μαρτυρία του Ισοκράτη ότι επί ημερών του Ευαγόρα είχαν έλθει κι εγκατασταθεί στην Κύπρο αρκετοί Έλληνες, ιδίως Αθηναίοι που έφυγαν μετά την εγκαθίδρυση της εξουσίας των τριάκοντα τυράννων στην πόλη τους και την εκεί κατάργηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτή την απαλλαγή των Αθηνών, εξάλλου, από την τυραννία, είχαν επιτύχει ο Ευαγόρας κι ο Κόνων.
Το 351 π.Χ. σημειώθηκε νέα επαναστατική εξέγερση κατά των Περσών, με τη συμμετοχή οκτώ συνολικά κυπριακών βασιλείων που ήσαν: Σαλαμίς, Κίτιον, Αμαθούς, Πάφος, Μάριον, Σόλοι, Λάπηθος (Κερύνεια) και Κούριον. Η εξέγερση ακολούθησε παράλληλες επαναστάσεις κατά των Περσών στην Αίγυπτο και στη Φοινίκη, αλλά κι αυτή έληξε χωρίς επιτυχία. Μάλιστα των περσικών δυνάμεων που εστάλησαν στην Κύπρο, για καταστολή της εξέγερσης, ηγήθηκε ένας Αθηναίος στρατηγός, ο Φωκίων.
Μια σχεδόν εικοσαετία αργότερα, επραγματοποιείτο η ελληνική αντεπίθεση κατά των Περσών, υπό τον Μέγα Αλέξανδρο. Μετά τις πρώτες θεαματικές νίκες του Αλεξάνδρου στη Μικρά Ασία (μάχες Γρανικού, Ισσού), όλοι οι Κύπριοι βασιλιάδες μπόρεσαν ν' αποκηρύξουν την περσική επικυριαρχία κι ετάχθησαν με το μέρος του Μακεδόνα στρατηλάτη. Ο Αλέξανδρος ενέταξε έτσι την Κύπρο στην αυτοκρατορία που άρχισε να δημιουργεί, αλλά δεν κατάργησε τα κυπριακά βασίλεια. Επέτρεψε στους Κυπρίους βασιλιάδες να διατηρήσουν την εξουσία στα βασίλειά τους, κι αυτοί τον τίμησαν με ποικίλες εκδηλώσεις και με δώρα. Ακόμη, τον ενίσχυσαν με στρατιωτικές δυνάμεις, ιδίως ναυτικό. Κι ακριβώς το κυπριακό ναυτικό διεδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο κατά την πολύμηνη πολιορκία και κατάληψη της Τύρου (που ήταν κτισμένη σε μικρό νησί) από τον Αλέξανδρο. Στη συνέχεια, πολλοί Κύπριοι, στρατιωτικοί αλλά και τεχνίτες, ιδίως δε καραβομαραγκοί, ακολούθησαν τον Αλέξανδρο στα βάθη της Ασίας. Μερικοί Κύπριοι ανέλαβαν μάλιστα και υψηλά αξιώματα, όπως διοικητές επαρχιών σε κατακτηθέντα εδάφη της Ασίας.