Η Νέα Πάφος, ή πιο απλά Πάφος, διαδέχθηκε την Παλαίπαφο ως νέα έδρα του παφιακού βασιλείου. Τα θρυλούμενα για ίδρυσή της από τον Αγαπήνορα μετά τα Τρωικά προαναφέρθηκαν ήδη και δεν θα επαναληφθούν εδώ.
Εκείνο που αναμφίβολα απετέλεσε την αρχή της ακμής της, ήταν η επιλογή της από τον Νικοκλή ως νέα έδρα του βασιλείου του. Όμως ο τραγικός αυτός βασιλιάς έμελλε να είναι κι ο τελευταίος των Παφίων βασιλιάδων, η δε Νέα Πάφος έμελλε να αρχίσει τη νέα πορεία της με συμφορά.
Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) οι διάδοχοί του ενεπλάκησαν σε πολύχρονες έριδες και σε πολέμους μεταξύ τους για τον διαμοιρασμό της αχανούς αυτοκρατορίας. Την Κύπρο, με την προνομιούχα γεωγραφική θέση, διεκδικούσαν δύο των επιγόνων: ο Πτολεμαίος, που κατείχε την Αίγυπτο, κι ο Αντίγονος, που κατείχε τη Συρία. Στη διαμάχη αυτή αναπόφευκτα οι Κύπριοι βασιλιάδες έπρεπε να κάμουν τις επιλογές τους και να πάρουν θέση. Από τα υφιστάμενα τότε κυπριακά βασίλεια, τέσσερα ετάχθησαν με το μέρος του Πτολεμαίου: Πάφος, Σαλαμίς, Σόλοι και Αμαθούς. Άλλα τρία βασίλεια ετάχθησαν με το μέρος του Αντιγόνου: Κίτιον, Μάριον και Λάπηθος-Κερύνεια. Αφού έγιναν συγκρούσεις, κι αφού για σύντομο χρόνο το νησί κατελήφθη από το Δημήτριο τον Πολιορκητή (γιο του Αντιγόνου), υπερίσχυσε τελικά ο Πτολεμαίος. Αυτός τιμώρησε τα βασίλεια που είχαν ταχθεί με το μέρος του Αντιγόνου. Μάλιστα κατέστρεψε ολοσχερώς το Μάριον και μετέφερε τον πληθυσμό του στην Πάφο. Από τους συμμάχους του Πτολεμαίου τιμήθηκε ιδιαίτερα ο Νικοκρέων, βασιλιάς της Σαλαμίνος, που διορίστηκε στρατηγός (= κυβερνήτης) ολόκληρης της Κύπρου. Τόσο ο Νικοκλής της Πάφου όσο κι ο Πασικράτης των Σόλων, σύμμαχοι επίσης του Πτολεμαίου, διατήρησαν την εξουσία τους στα βασίλειά τους, ενώ άλλα καταργήθηκαν (στο Νικοκρέοντα της Σαλαμίνος είχαν δοθεί από τον Πτολεμαίο και τα βασίλεια Κιτίου, Λαπήθου και Μαρίου μαζί με τις προσόδους τους).
Όμως πολύ σύντομα ο Νικοκλής της Πάφου κατηγορήθηκε στον Πτολεμαίο ότι συνωμοτούσε εις βάρος του και ότι βρισκόταν σε μυστική επαφή με τον Αντίγονο. Δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν ευσταθούσαν ή όχι οι κατηγορίες αυτές. Πάντως, εάν πράγματι ο Νικοκλής είχε αλλάξει στρατόπεδο και συμμαχήσει με τον Αντίγονο, θα το είχε πράξει μάλλον γιατί ο Πτολεμαίος είχε τιμήσει ιδιαίτερα τον Νικοκρέοντα της Σαλαμίνος κι είχε παραγνωρίσει τον ίδιο. Αλλά κι όταν πέθανε ο Νικοκρέων, το 311/10 π.Χ., ο Πτολεμαίος παραγνώρισε και πάλι τον Νικοκλή διορίζοντας ως νέο στρατηγό (= κυβερνήτη) της Κύπρου τον αδελφό του Μενέλαο.
Το 310 π.Χ. ο Νικοκλής πολιορκήθηκε στο παλάτι του από στρατεύματα του Πτολεμαίου. Αν και προσπάθησε να δώσει εξηγήσεις, δεν έγινε πιστευτός. Τότε, αντί να συλληφθεί, προτίμησε ν’ αυτοκτονήσει. Η σύζυγός του, βασίλισσα Αξιοθέα, μόλις έμαθε το θάνατο του βασιλιά, έσφαξε η ίδια τις νεαρές κόρες της για να μη συλληφθούν αιχμάλωτες. Οι αδελφοί του βασιλιά αυτοκτόνησαν επίσης, ενώ οι γυναίκες τους, παρακινημένες από την Αξιοθέα, προτίμησαν κι αυτές το θάνατο, όπως κι οι μητέρες τους. Οι γυναίκες, αφού ανέβηκαν στη στέγη του παλατιού που το είχαν πυρπολήσει, μπροστά στο πλήθος του λαού που είχε μαζευτεί εκεί, έσφαξαν τα παιδιά τους και τέλος και οι ίδιες αυτοκτόνησαν, άλλες με σπαθιά κι άλλες πέφτοντας στις φλόγες.
Το συγκλονιστικό τέλος της βασιλικής οικογένειας αφηγούνται δυο αρχαίοι συγγραφείς: ο Διόδωρος Σικελιώτης (Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 20, 21-1-3) και ο Πολύαινος (Στρατηγήματα, 8-48,1). Από μια σύγχυση στο όνομα της Αξιοθέας, συζύγου του Νικοκλέους της Πάφου, με το όνομα της Βιοθέας, συζύγου του Νικοκρέοντος της Σαλαμίνος, αρκετοί ερευνητές και ιστορικοί όπως κι αρχαιολόγοι θεώρησαν εσφαλμένα ότι η τραγωδία της βασιλικής οικογένειας συνέβη στον οίκο της Σαλαμίνος αντί στον οίκο της Πάφου. Την πλάνη διόρθωσε πειστικά ο Κ. Χατζηιωάννου (ΑΚΕΠ, Ε΄, 1983, αρ. 162), που επέμενε ότι πολύ σωστά οι δυο αρχαίοι συγγραφείς τοποθετούν τα γεγονότα στον οίκο του Νικοκλέους στην Πάφο. Έτσι η τραγωδία ολόκληρης της βασιλικής οικογένειας της Πάφου επισφράγισε την κατάργηση του παφιακού βασιλείου και το τέλος των Κινυραδών.
Ακμή κατά τα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια: Η επικράτηση του Πτολεμαίου στην Κύπρο σήμαινε και την ένταξη του νησιού, ως ενιαίου χώρου πλέον, στο κράτος του που έδρα είχε την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η κατάργηση των κυπριακών βασιλείων ήταν μια πολύ σημαντική εξέλιξη. Οι πόλεις του νησιού διατήρησαν ως ένα βαθμό την αυτονομία τους, που εκφραζόταν μέσω καινούργιων και πλέον δημοκρατικών θεσμών, όπως της Βουλής και του Δήμου. Οι θεσμοί αυτοί συνεχίστηκαν και κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, μαρτυρούνται δε και σε επιγραφές που έχουν βρεθεί και που αναγράφουν, αναφορικά με την Πάφο:
... ἡ βουλή καί ὁ δῆμος ὁ Παφίων...
ή επίσης:
... ὁ δῆμος ὁ Παφίων
ή αλλού πάλι:
... ἡ πόλις ἡ Παφίων...
ή επίσης:
...Σεβαστῆς Πάφου ἡ βουλή καί ὁ δῆμος...
Ακόμη αναφέρονται αποφάσεις των σωμάτων αυτών:
... Ἀγαθῇ τύχῃ˙ δεδόχθαι
τῇ βουλῇ καί τῷ δήμῳ ἐπαινέσαι...
Η κατάργηση των διαφόρων βασιλείων στα οποία ως τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα ήταν διαχωρισμένη η Κύπρος, δεν σήμαινε μόνο τον εκδημοκρατισμό των πολιτευμάτων τους. Επί πλέον, η ένταξη της Κύπρου ως ενιαίου χώρου στο βασίλειο των Πτολεμαίων σήμαινε και την ύπαρξη μιας κεντρικής εξουσίας για ολόκληρο το νησί. Τούτο οδήγησε σταδιακά στη νέα αντίληψη περί ενιαίας πατρίδας. Οι Κύπριοι, δηλαδή, οδηγήθηκαν στο να αισθάνονται όλοι ως Κύπριοι, κι όχι ο καθένας ως πολίτης μιας χωριστής κυπριακής πόλης. Η κεντρική εξουσία, που κάλυπτε ολόκληρη την Κύπρο, εκφραζόταν με τα ανώτατα όργανα διοίκησης που διορίζονταν από τους Πτολεμαίους, με επικεφαλής τον στρατηγόν (δηλαδή κυβερνήτη). Εφ’ όσον όμως εγκαταστάθηκε μια κεντρική διοίκηση, αυτή η διοίκηση έπρεπε να έχει και μια έδρα. Ως έδρα της διοίκησης επελέγη η Πάφος, που έγινε έτσι η μητρόπολις (δηλαδή η πρωτεύουσα) της Κύπρου.
Η επιλογή της Νέας Πάφου ως πρωτεύουσας της Κύπρου δεν ήταν τυχαία. Ασφαλώς θα πρέπει να είχαν ληφθεί υπ’ όψιν διάφοροι παράγοντες, μεταξύ των οποίων η γεωγραφική της θέση (ήταν εκείνη από τις κυπριακές πόλεις που βρισκόταν πλησιέστερα προς την έδρα των Πτολεμαίων, την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου), η ασφάλεια που παρείχε (ήταν εκείνη από τις κυπριακές πόλεις που βρισκόταν μακρύτερα από κάθε άλλη γειτονική χώρα όπως η Μικρά Ασία και η Συροπαλαιστίνη απ’ όπου δυνατόν ν’ αναμένονταν επιδρομές), και βέβαια η αίγλη της και οι δυνατότητές της για οικονομική και άλλου είδους ανάπτυξη. Οι πολυπληθείς επισκέπτες του ιερού της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο σήμαιναν και σημαντικά οικονομικά οφέλη για την πόλη και την περιοχή. Εξάλλου τα κοντινά μεγάλα δάση (δάσος Πάφου) πρόσφεραν την τόσο σημαντική και πολύτιμη ξυλεία, κυρίως για ναυπήγηση πολεμικών και εμπορικών καραβιών για τους Πτολεμαίους. Από επιγραφές που έχουν βρεθεί μαρτυρείται η ύπαρξη τεχνιτών ναυπηγών στην Πάφο αυτή την εποχή. Σ’ επιγραφή της Παλαιπάφου μνημονεύεται ο Πυργοτέλης, γιος κάποιου Ζώητος που τιμήθηκε από τον βασιλιά Πτολεμαίο επειδή εκπόνησε τα σχέδια κι επέβλεψε την κατασκευή δυο τύπων πολεμικών καραβιών, της τριακοντήρους και εικοσήρους. Σε άλλη επιγραφή, από την Νέα Πάφο, διαβάζουμε το όνομα: Πριτίου ναυπηγοῦ.
Η επιλογή της Νέας Πάφου ως πρωτεύουσας της Κύπρου συνέβαλε σημαντικά στην πρόοδο και στην ακμή της πόλης. Λαμπρά οικοδομήματα κτίστηκαν, τόσο παλάτια για τους αξιωματούχους της πτολεμαϊκής διοίκησης, όσο και δημόσια κτίρια όπως στάδιο, θέατρα, αγορά, γυμνάσιον κλπ. Εξάλλου οι μεγαλόπρεποι «Τάφοι των Βασιλέων» στο ένα των νεκροταφείων της πόλης (όπως και παρόμοιοι τάφοι στην τοποθεσία «Ελληνόσπηλιοι» κοντά στην Πάφο, σε περιοχή του χωριού Αναβαργός) αποτελούν δείγματα της ακμής της πόλης κατά τα Ελληνιστικά χρόνια.
Η Παλαίπαφος, στο μεταξύ, δεν έχασε ακόμη τη δική της αίγλη. Ως κέντρο λατρείας της θεάς Αφροδίτης έγινε τώρα και κέντρο εκδηλώσεων του «Κοινού Κυπρίων». Το «Κοινόν Κυπρίων», που άρχισε ως θρησκευτική οργάνωση, στην ουσία υπήρξε η έκφραση της νέας συνείδησης για έναν ενιαίο κυπριακό χώρο. Ήταν μια «ένωση» όλων των κυπριακών πόλεων, που απέκτησε τεράστια πολιτική και οικονομική δύναμη και που διατηρήθηκε τόσο κατά τα Ελληνιστικά όσο και κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια.
Συνδεδεμένη με το βασίλειο των (Ελλήνων) Πτολεμαίων η Πάφος, αλλά και γενικότερα η Κύπρος, γνώρισε αυτή την εποχή μια νέα ακμή και μια νέα ανάπτυξη που είχε έντονο ελληνικό χαρακτήρα. Ελληνικές ήσαν οι βασικότερες θεότητες που λατρεύονταν (μαζί με τους θεοποιημένους Πτολεμαίους) και ελληνικές οι τέχνες που αναπτύχθηκαν, όπως το θέατρο που έφθασε σε υψηλά επίπεδα δημιουργίας. Οι σχέσεις, εξάλλου, με την Ελλάδα ήσαν ιδιαίτερα πυκνές αυτή την εποχή.
Στους δυόμισι και πλέον αιώνες κατά τους οποίους η Κύπρος παρέμεινε υπό πτολεμαϊκή διοίκηση, γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Τούτο οφείλεται σε διάφορους λόγους, και κυρίως στο ότι κατά το διάστημα αυτό:
Μεγάλο μερίδιο από την ανάπτυξη αυτή είχε η Πάφος ως πρωτεύουσα της Κύπρου. Στην πόλη στάθμευαν επίσης πτολεμαϊκά στρατεύματα και πτολεμαϊκός στόλος.
* * *
Αναίμακτα η Κύπρος πέρασε, μετά την κατοχή της από τους Πτολεμαίους, στην κυριαρχία των Ρωμαίων. Αφού για ένα διάστημα, στο δεύτερο μισό του 1ου π.Χ. αιώνα, η Κύπρος ταλαντεύτηκε μεταξύ Ρωμαίων και Πτολεμαίων (ρωμαϊκή κατάκτηση και μετά προσφορά του νησιού στην Κλεοπάτρα από τον Ιούλιο Καίσαρα και κατόπιν από τον Μάρκο Αντώνιο), τελικά περιήλθε στην κατοχή των Ρωμαίων. Ως τμήμα της αχανούς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αν και δεν έτυχε η Κύπρος ευνοϊκής μεταχείρισης (γιατί θεωρήθηκε ως εχθρική χώρα που κατακτήθηκε), ωστόσο συνέχισε να απολαμβάνει των αγαθών της ειρήνης. Οι βασικοί θεσμοί (όπως η Βουλή και ο Δήμος, το «Κοινόν Κυπρίων» κ.α.) διατηρήθηκαν. Η νέα διοίκηση, με επί κεφαλής Ρωμαίους ανθυπάτους, διατήρησε την Πάφο ως έδρα της και συνεπώς και ως πρωτεύουσα του νησιού. Μια διαφορά ήταν ότι τώρα κατοίκησαν στην πόλη και αρκετοί Ρωμαίοι με τις οικογένειές τους (ανώτατοι και ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι, εμπορευόμενοι κ.α.) που επηρέασαν και τον ντόπιο πληθυσμό. Σε μερικές περιπτώσεις, αντί των θεοποιημένων Πτολεμαίων, θεοποιούνται τώρα Ρωμαίοι αυτοκράτορες, στο πλαίσιο του «κυπριακού τρόπου επιβίωσης» που συνίστατο στην κολακεία των εκάστοτε ισχυρών.
Σε πολλές επιγραφές απ’ όσες έχουν βρεθεί, τα ονόματα είναι ρωμαϊκά ή εξελληνισμένα ρωμαϊκά, όπως Γάιος Ουμμίδιος, Κλαυδία Ροδόκλεια, Γάιος Ιούλιος Ερμογένης, Κλωδία Αριστοκράτους, Οκταβία Κλωδιάνη, Μάρκος Κάνιος Μαρκελλίνος, Γάιος Ιούλιος Ποτάμων, Λικιννία Αγαπωμένη, Τίτος Φλάβιος Φίλων κ.λ.π.
Φαίνεται ακόμη ότι οι Ρωμαίοι που κατοίκησαν στην Πάφο ήσαν οργανωμένοι κατά κάποιο τρόπο σε ένα είδος παροικίας. Σε μια επιγραφή, για παράδειγμα, προερχόμενη από την Παλαίπαφο, αναφέρεται μια προσφορά προς τη θεά Αφροδίτη με την ένδειξη:
Ἀφροδίτῃ Παφίᾳ
οἱ ἐν Πάφῳ Ρωμαῖοι.
Γίνεται επίσης λόγος σε επιγραφή της Παλαιπάφου για «Ρωμαίους πολίτες που εμπορεύονται στην Πάφο».
Οι κοινές αυτές προσφορές στην Αφροδίτη, φανερώνουν ότι υπήρχε οργάνωση μεταξύ των ξένων που κατοικούσαν στην Πάφο.
Ωστόσο το 15 π.Χ. η Πάφος επλήγη από καταστροφικούς σεισμούς, όπως γνωρίζουμε κι από αναφορά που κάνει ο Δίων Κάσσιος (Ῥωμαϊκῶν Ἱστοριῶν σωζόμενα, 54, 23.7) που δίνει και την πληροφορία ότι ο αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος βοήθησε τότε την πόλη οικονομικά κι επέτρεψε στους Παφίους να την ονομάσουν — προς τιμήν του — Αυγούστα (Σεβαστή):
... Παφίοις τε σεισμῷ πονήσασι καί χρήματα ἐχαρίσατο [ο αυτοκράτορας] καί τήν πόλιν Αὔγουσταν καλεῖν κατά δόγμα ἐπέτρεψε...
Λίγο αργότερα, το 22 μ.Χ., η Πάφος ευεργετήθηκε από τον αυτοκράτορα Τιβέριο και τη ρωμαϊκή σύγκλητο με την παραχώρηση στον ναό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο του δικαιώματος της ασυλίας. Το δικαίωμα αυτό σήμαινε νέα ώθηση και οικονομικά οφέλη στον ναό και στην πόλη. Έτσι, προς τιμήν του Τιβερίου, που ανήκε στο γένος των Κλαυδίων, στο όνομα Σεβαστή (Αυγούστα) Πάφος προσετέθη και το όνομα Κλαυδία.
Το ναό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο επεσκέφθη το 69 μ.Χ. ο Τίτος, γιος του Βεσπασιανού, καθ’ οδόν από την Κόρινθο στην Ιουδαία όπου πήγαινε να συναντήσει τον πατέρα του μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Γάλβα. Ο Τίτος, μετέπειτα αυτοκράτορας, αφού είχε βρεθεί στην Πάφο επωφελήθηκε της ευκαιρίας να ζητήσει χρησμό από τον ναό της Αφροδίτης, όπως γράφει ο Τάκιτος. Με την ευκαιρία αυτή, ο Τάκιτος δίνει πολλές πληροφορίες για τον ναό της Παλαιπάφου και το ιστορικό του.
Όμως ήδη μια τρομερή απειλή αντιμετώπιζαν οι αρχαίοι θεοί: τη νέα θρησκεία, τον Χριστιανισμό. Έως την Πάφο, πρωτεύουσα της Κύπρου, είχαν κιόλας φθάσει οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος το 45 μ.Χ., κηρύττοντας τη νέα θρησκεία. Σύμφωνα προς την τοπική παράδοση, στην Πάφο ο Παύλος έφαγε 39 ραβδισμούς. Στο «απόκρυφο» κείμενο των Πράξεων του αποστόλου Βαρνάβα, αναφέρεται ότι στην Πάφο ο Παύλος είχε τυφλώσει προσωρινά τον Ιουδαίο «μάγο» Βαριησού* (ή Ελύμα) που είχε ξεσηκώσει κατά των αποστόλων το εβραϊκό στοιχείο της πόλης. Στην Πάφο κατοικούσαν, συνεπώς, και πολλοί Εβραίοι, όπως και στη Σαλαμίνα και σε άλλες κυπριακές πόλεις. Τον Βαριησού συνάντησε αργότερα και πάλι ο Βαρνάβας, όταν για δεύτερη φορά περιόδευσε την Κύπρο.
Παρά τους θρυλούμενους ραβδισμούς που δέχθηκε ο Παύλος στην Πάφο, καθώς και την αντίδραση των Εβραίων της πόλης, οι απόστολοι είχαν εκεί την πρώτη μεγάλη τους επιτυχία, αφού κατόρθωσαν να προσηλυτίσουν στον Χριστιανισμό ακόμη και τον ίδιο τον τότε ανθύπατο (κυβερνήτη) της Κύπρου, τον Ρωμαίο Σέργιο* Παύλο.
Στην Πάφο πήγαν και εργάστηκαν για τη διάδοση του Χριστιανισμού και τοπικοί άγιοι, αμέσως μετά τη διέλευση των αποστόλων από εκεί. Συγκεκριμένα στην Πάφο δίδαξαν ο άγιος Ηρακλείδιος*μαζί με τους μαθητές και βοηθούς του Μνάσωνα και Ρόδωνα, όπως μαθαίνουμε από σχετική αναφορά στο Βίο τον αγίου Ηρακλειδίου. Στο Βίο αναφέρεται μάλιστα ότι ο άγιος Ηρακλείδιος και οι ακόλουθοί του εκδιώχθηκαν από τους πολίτες της Πάφου:
ἐλθόντες πλήθη ἐδίωξαν ἡμᾶς ἀπό τόν τόπον ἐκεῖνον. Καί ἤλθαμεν ἐν τόπῳ Κουρίῳ...
Πιθανώς τα πλήθη που εκδίωξαν τους κήρυκες αυτούς του Χριστιανισμού ήσαν και πάλι οι Εβραίοι της Πάφου.
Σε άλλο εκκλησιαστικό κείμενο, στο Βίο του αγίου Αυξιβίου, παρέχεται η πληροφορία ότι ο απόστολος Παύλος, όταν πληροφορήθηκε τον μαρτυρικό θάνατο του Βαρνάβα στη Σαλαμίνα, έστειλε στην Κύπρο τον Επαφράν, τον Τυχικόν και άλλους, προς στελέχωση της ιδρυόμενης Εκκλησίας της Κύπρου. Ταυτόχρονα ο Παύλος συνέστησε στον άγιο Ηρακλείδιο να χειροτονήσει ως επίσκοπο Πάφου τον Επαφράν, τον δε Τυχικόν ως επίσκοπο Νεαπόλεως (= Λεμεσού). Έτσι, ήδη από τα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα, η Πάφος έγινε επισκοπική έδρα με πρώτο επίσκοπο τον Επαφράν ή Επαφρόδιτον. Δεύτερος γνωστός επίσκοπος της Πάφου, κατά τα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα, είναι ο Τίτος που αναφέρεται ότι είχε ασπασθεί το Χριστιανισμό ακούγοντας τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου στην Πάφο το 45 μ.Χ.
Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ