Η πόλη, όπως και η επαρχία της Πάφου, υπήρξε ἡ μᾶλλον καθυστερημένη ἀπό ἀπόψεως μορφώσεως. Ἀπομεμακρυσμένη καί πτωχή παρέμεινε καθ’ ὃλην τήν περίοδον τῆς Τουρκοκρατίας ἐν δεινῇ ἀμαθείᾳ (Λ. Φιλίππου, Τά ἑλληνικά γράμματα ἐν Κύπρω..., 1930, σ. 320). Ωστόσο, με πρωτοβουλία της Εκκλησίας κυρίως, άρχισαν να ιδρύονται και να λειτουργούν σχολεία κατά τον 19ο αιώνα, δηλαδή κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Το 1839 γενική συνέλευση στη Λευκωσία απεφάσισε μεταξύ πολλών άλλων και την ίδρυση του πρώτου αλληλοδιδακτικού στην Πάφο. Μάλιστα καθορίστηκε κι ο μισθός του δασκάλου σε 2.400 γρόσια, η δε όλη φροντίδα για τη λειτουργία του σχολείου ανετέθη στον τότε επίσκοπο Χαρίτωνα. Κατά τον Λοΐζο Φιλίππου (ό.π.π.), η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε και σχολείο δεν λειτούργησε, λόγω αδιαφορίας του επισκόπου Χαρίτωνος που ἦτο ἄνθρωπος ἐστερημένος μορφώσεως καί ἐνδιαφέροντος... διερχόμενος τάς ἡμέρας του ἐν τῇ γραφικῇ μονῇ τῆς Χρυσορρογιατίσσης...
Το 1854, πιθανώς λόγω διατυπώσεως παραπόνων κατά του Χαρίτωνος, πραγματοποιήθηκε συνέλευση στην Αρχιεπισκοπή (Λευκωσία), που διαπίστωσε τήν παντελῆ ἔλλειψιν ἀλληλοδιδακτικῶν σχολείων εἰς τήν ἐπαρχίαν τοῦ πανιερωτάτου σεβασμιωτάτου μητροπολίτου ἁγίου Πάφου κυρίου Χαρίτωνος και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην ίδια επαρχία ἔμεινε πολύ ὀπίσω ἡ πρόοδος τῆς παιδείας*. Η συνέλευση του 1854 αποφάσισε να ιδρυθούν τρία αλληλοδιδακτικά στις πρωτεύουσες των τριών καζάδων (διαμερισμάτων) της επαρχίας, δηλαδή στην Πάφο, στην Χρυσοχού και στην Αυδήμου, με επιβάρυνση του επισκόπου για τους διδασκαλικούς μισθούς, ενώ όλα τα άλλα έξοδα θα επιβάρυναν τους μαθητές.
Έτσι τον επόμενο χρόνο (1855) άρχισε να λειτουργεί στο Κτήμα το πρώτο αλληλοδιδακτικόν με δάσκαλο τον ιερομόναχο Ιωακείμ, ιερέα της εκκλησίας του Αγίου Κενδέου. Ο Ιωακείμ αυτός ήταν ημιμαθής αλλά φαίνεται πως καλύτερος δεν μπορούσε να εξευρεθεί˙ είχε ζήσει για κάποιο διάστημα και στη Σμύρνη, σύμφωνα δε προς άλλες πληροφορίες δίδασκε στην Πάφο και πριν αναλάβει το αλληλοδιδακτικόν το 1855. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι στην Πάφο δίδασκε από το 1840, όπως φαίνεται μάλλον ιδιωτικά. Δίδασκε μερικά στοιχειώδη πράγματα, όπως παιδαγωγίαν, οκτώηχον, απόστολον, ψαλτήρι και λίγη αριθμητική. Στο αλληλοδιδακτικόν τον αντικατέστησε το 1857 ο ιεροδιάκονος Διονύσιος από την Κρίτου Τέρρα που γνώριζε αρκετά περισσότερα από τον προκάτοχό του. Ο Διονύσιος αυτός παραιτήθηκε το 1860 λόγω διαφορών με την επισκοπή της Πάφου, δίδαξε στη συνέχεια στη Γιόλου (1860-62) και το 1863 στο χωριό του όπου τον χρόνο αυτό πέθανε, σε σχετικά μικρή ηλικία, λόγω δηλητηριάσεώς του κατά μια πληροφορία.
Μετά την παραίτηση του Διονυσίου ανέλαβε ξανά ο Ιωακείμ, που δίδαξε από το 1860 μέχρι το 1866. Στη συνέχεια προσελήφθη ο Νικόλαος Πιττακίδης από τα Δαρδανέλλια, σπουδασμένος στην Αθήνα, που δίδαξε το 1866-67. Δίδαξε «ανώτερα μαθήματα» που περιελάμβαναν ιστορία, γεωγραφία, αριθμητική, αρχαίους και εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Τον διαδέχθηκε ο Διονύσιος Ζάκας από την Κεφαλληνία, που δίδαξε στοιχειώδη μαθήματα από το 1867 έως το 1870. Το 1870-1872 δίδαξε ο Νικόλαος Τριανταφυλλίδης από τη Λευκωσία, που αργότερα μετανάστευσε στην Αίγυπτο και τέλος στην Κωνσταντινούπολη. Τον διαδέχθηκε ο Θεόδωρος Μακρίδης από τον Πεδουλά, σπουδασμένος στην Αθήνα, που δίδαξε από το 1872 έως το 1875. Στη συνέχεια (1875-1877) δίδαξε ο Χριστόδουλος Παπαδόπουλος από τον Πρόδρομο (αδελφός του αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυρίλλου Β΄), που σπούδασε στα Ιεροσόλυμα στη Σχολή του Σταυρού. Το 1877-1878 (έτος της αγγλικής κατοχής) δίδαξε ο Βασίλειος Παπαδάτος από την Κεφαλληνία.
Καθ’ όλο αυτό το διάστημα, μέχρι της αγγλικής κατοχής, το σχολείο στο οποίο δίδαξαν όλοι οι προαναφερθέντες στεγαζόταν σε ένα μικρό δωμάτιο στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Κενδέου. Επρόκειτο για ένα υποτυπώδες «σχολείο» που εστερείτο όλων των αναγκαίων βοηθημάτων. Οι μαθητές και οι μαθήτριες ήσαν μαζί κι όλοι στερούνταν βιβλίων. Το δωμάτιο που απετέλεσε το πρώτο «σχολείο» σωζόταν μέχρι το 1920 οπότε και κατεδαφίστηκε.
Στο μεταξύ φαίνεται ότι είχαν λειτουργήσει και άλλα δυο σχολεία στην πόλη, αφού κατά τον χρόνο της αγγλικής κατοχής (1878) αναφέρεται σε εκθέσεις Άγγλων αξιωματούχων ότι στο Κτήμα υφίσταντο τρία ελληνικά σχολεία από σύνολο δώδεκα σχολείων σε ολόκληρη την επαρχία της Πάφου. Στην πόλη αναφέρεται ότι λειτουργούσε κι ένα τουρκικό σχολείο, το Ρουστιέ. Το τουρκικό αναφέρει ο Αθ. Σακελλάριος (Τά Κυπριακά, Α΄, 1890, σ. 112) που γράφει επίσης ότι στο Κτήμα υπήρχαν τότε δημοτικά ἑλληνικά ἀρρένων καί θηλέων σχολεῖα, όπως και τουρκικόν ἐκπαιδευτήριον ρουστιέ καλούμενον...
Κατά τον Λ. Φιλίππου (ό.π.π., σ. 323), παρθεναγωγείο ιδρύθηκε στην Πάφο αμέσως μετά την αγγλική κατοχή (1878), η δε θέση της διευθύντριας προσφέρθηκε στην λογία Πολυξένη Λοϊζιάδα* που όμως δεν την απεδέχθη. Διορίστηκε τότε η Χαρίκλεια Μ. Γεωργιάδου από τη Λευκωσία. Ο ίδιος μελετητής δίνει και την πληροφορία ότι πριν από την αγγλική κατοχή δίδασκε στα κορίτσια ιδιωτικά στο σπίτι της η Κλειώ Παπίδου τα «στοιχειώδη γράμματα και χειροτεχνήματα».
Λίγο μετά την αγγλική κατοχή ιδρύθηκε και η Ελληνική Σχολή ή Σχολαρχείο, με σπουδαιότερο δάσκαλο — και για καιρό ίσως τον μόνο — τον Τηλέμαχο Καλλονά. Το Σχολαρχείο είχε μια κι αργότερα δυο τάξεις, και στεγαζόταν στον πρώτο όροφο ενός κτίσματος που βρισκόταν στην αυλή της Μητροπόλεως, εκεί που σήμερα είναι κτισμένη η «Λεόντειος» Βιβλιοθήκη. Στην ίδια αυλή, σ’ ένα δεύτερο ανώι, κάπως χαμηλότερο, λειτουργούσε κι η αστική σχολή. Στα 1888 διευθυντής του Σχολαρχείου ήταν ο Καλλονάς και δάσκαλος στο δημοτικό ο Γεώργιος Κεφάλας.
Ως τα 1904 το Σχολαρχείο του Κτήματος λειτουργούσε με δυο τάξεις. Τη σχολική χρονιά 1904-1905 προστέθηκε και τρίτη τάξη, με διευθυντή τον σχολάρχη Καλλονά και βοηθούς δασκάλους τον Ν. Κισσονέργη, τον Λουκά Λοϊζίδη και τον κατόπιν πταισματοδίκη Λεμεσού Ευρή Ιακωβίδη. Στα 1905 η τότε σχολική επιτροπή αποφάσισε την ίδρυση ημιγυμνασίου. Το σχολείο ιδρύθηκε και την πρώτη χρονιά διευθυντής ήταν ο τότε τοποτηρητής του μητροπολιτικού θρόνου Πάφου ιερολογιώτατος Πορφύριος Κυριακίδης — αργότερα αρχιμανδρίτης στην Αθήνα — καθηγητής των θρησκευτικών. Στα 1906-1907 διευθυντής ανέλαβε ο καθηγητής των μαθηματικών Δημ. Αναστασόπουλος και στα 1907-1908 ο φιλόλογος Νίκος Αντωνιάδης που παρέμεινε ως τα 1912.
Η Ελληνική Σχολή και αργότερα ημιγυμνάσιο είναι το εκπαιδευτήριο που εξελίχθηκε αργότερα στο σημερινό Α΄ Γυμνάσιο Πάφου. Η ανάπτυξή του υπήρξε ραγδαία: Στα 1905-6 είχε μόνο 42 μαθητές. Στα 1917-18 είχε 64 μαθητές και 5 μαθήτριες. Στα 1927-28 είχε 114 μαθητές και 26 μαθήτριες. Στα 1940-41 είχε 175 μαθητές και 39 μαθήτριες. Στα 1962-63, την τελευταία χρονιά πριν χωριστεί σε Α΄ και Β΄ Γυμνάσιο, είχε 1.069 μαθητές και 555 μαθήτριες (σύνολο 1.624). Το 1967-68 το Α΄ Γυμνάσιο είχε 687 μαθητές και 506 μαθήτριες (σύνολο 1.187) ενώ την ίδια σχολική χρονιά το Β΄ Γυμνάσιο (πού ιδρύθηκε το 1963) είχε 384 μαθητές και 261 μαθήτριες (σύνολο 645). Σύνολο μαθητών και μαθητριών και στα δυο ανώτερα εκπαιδευτήρια κατά το 1967-68 ήταν 1.832 μαθητές και μαθήτριες.
Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας κτίστηκαν τα νεοκλασσικού ρυθμού ωραία κτίρια των εκπαιδευτηρίων του Κτήματος που και σήμερα εξακολουθούν να κοσμούν την πόλη. Όπως και στην υπόλοιπη Κύπρο, καθ’ όλη την περίοδο της Αγγλοκρατίας η γυμνασιακή εκπαίδευση βρισκόταν υπό την ευθύνη της Εκκλησίας, τις δε οικονομικές δαπάνες επωμιζόταν ο λαός απ’ ευθείας. Το ίδιο συνέβαινε αρχικά και με τη στοιχειώδη εκπαίδευση, που όμως αργότερα, και παρά τις αντιδράσεις, η όλη ευθύνη ανελήφθη από την αποικιοκρατική κυβέρνηση, οι δε δάσκαλοι έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι (βλέπε και λήμμα εκπαίδευση).
Μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου (1960) η γενική προσπάθεια του νέου κράτους για αναβάθμιση και προώθηση της παιδείας επηρέασε σημαντικά και την πόλη και επαρχία της Πάφου που ακολουθεί, έκτοτε, την ίδια πορεία όπως και η υπόλοιπη Κύπρος.