Με τη λέξη ενδυμασία εννοούμε το σύνολο των ενδυμάτων που ντύνουν το ανθρώπινο σώμα. Οι Κύπριοι ντύνονται σήμερα όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, χωρίς να υπάρχουν στις ενδυμασίες τους οποιαδήποτε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που να είναι καθαρώς κυπριακά. Η παραδοσιακή κυπριακή ενδυμασία, ανδρική και γυναικεία, έχει από χρόνια εγκαταλειφθεί. Σε μερικά χωριά μπορεί μόνο να βρει κανένας ελάχιστους γέρους που επιμένουν να φορούν την πατροπαράδοτη μαύρη βράκα, νοθεύοντάς την όμως αναγκαστικά με νεότερα στοιχεία, όπως υποδήματα, σακκάκι, τρικό κλπ. Από την παραδοσιακή γυναικεία κυπριακή ενδυμασία δεν χρησιμοποιείται πια κανένα στοιχείο, εκτός από τη μαντήλα της κεφαλής, σε ελάχιστο επίσης βαθμό. Η εγκατάλειψη της παραδοσιακής κυπριακής ενδυμασίας ήταν αναπόφευκτη εξαιτίας της προόδου και της βιομηχανοποίησης ξένων ειδών ένδυσης και υπόδησης, με αποτέλεσμα να εισαχθεί στο νησί, ιδίως κατά την περίοδο της αγγλικής κατοχής (1878 κ.ε.) ο ευρωπαϊκός τρόπος ντυσίματος. Τα ξένα βιομηχανικά προϊόντα εκτόπισαν σε σύντομο χρονικό διάστημα το παραδοσιακό κυπριακό ένδυμα που κατασκευαζόταν στη βούφα ή στο χέρι. Η ταυτόχρονη τάση για «εκμοντερνισμό» συνέβαλε στην ταχύτερη αλλαγή.
Για τη μελέτη και εξέλιξη της ενδυμασίας των Κυπρίων από την Αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή, τα πλέον πολύτιμα βοηθήματα είναι οι διάφορες παραστάσεις ανθρώπων, όπως τα αρχαία αγάλματα και ανάγλυφα, οι τερρακότες, οι ζωγραφικές παραστάσεις και, αργότερα, διάφορες άλλες αποτυπώσεις όπως οι γκραβούρες. Από το 1878 κ.ε., υπάρχουν και οι φωτογραφίες.
Από αρχαία ειδώλια συμπεραίνουμε ότι σ' ένα μεγάλο βαθμό η ενδυμασία που χρησιμοποιήθηκε στην Κύπρο μετά τον εποικισμό του νησιού από τους Αχαιούς, ήταν επηρεασμένη από την ελληνική, όπως εξάλλου ήταν φυσικό. Οι στενές εμπορικές και άλλες σχέσεις της Κύπρου με την αρχαία Κρήτη, το Αιγαίο και τους Μυκηναίους (Αχαιούς), αντανακλώνται και στα ενδύματα: συνήθως ένα ζωνάρι δεμένο σφιχτά στη μέση, το οποίο συγκρατούσε κοντή ποδιά που ήταν διακοσμημένη, για τους άντρες. Η γυναικεία ενδυμασία ήταν περισσότερο πολύπλοκη, με βασικό ένδυμα τον μακρύ (ποδήρη) χιτώνα.
Η κλασική ελληνική ενδυμασία, που χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα και στην Κύπρο, είναι ο χιτώνας, το ιμάτιον και η χλαμύδα, που απαντώνται σε διάφορες παραλλαγές και σε διάφορους ρυθμούς (όπως δωρικός και ιωνικός). Συνήθως ο χιτώνας έφθανε μέχρι τους αστραγάλους για τις γυναίκες, ενώ ο ανδρικός ήταν πιο κοντός. Ταυτόχρονα, ιδιαίτερη προσοχή δινόταν στην κόμμωση. Για τις γυναίκες, χαρακτηριστικός ήταν ο πέπλος, μεγάλο λεπτό ύφασμα με το οποίο περιτύλιγαν κατά διάφορους τρόπους το σώμα τους.
Όπως μαρτυρεί ο Ηρόδοτος, αλλά όπως αποδεικνύεται και από γλυπτές παραστάσεις, οι Κύπριοι ντύνονταν όπως και οι λοιποί Έλληνες, αλλά δεν απουσίαζαν από τις ενδυμασίες τους και οι ανατολικές (περσικές και άλλες) επιδράσεις. Περιγράφοντας το πολυάριθμο εκστρατευτικό σώμα του Ξέρξη που εισέβαλε στην Ελλάδα και στο οποίο οι Κύπριοι μετείχαν με 150 επανδρωμένα πολεμικά καράβια, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Κύπριοι βασιλιάδες φορούσαν στα κεφάλια τους μίτρες (σαρίκια ή τουρμπάνια), ενώ οι στρατιώτες φορούσαν μακριούς χιτώνες και ήσαν ντυμένοι όπως και οι Έλληνες.
Εξάλλου τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν ότι οι αρχαίοι Κύπριοι ήδη από τη Νεολιθική εποχή και αργότερα, αρέσκονταν στο να φορούν και αρκετά κοσμήματα. Τα κοσμήματά τους, χρυσά και άλλα, ήσαν ωραία έργα τέχνης και ποικίλων τεχνοτροπιών. Είτε εισαγόμενα, είτε κατασκευασμένα στην Κύπρο, πολλά τέτοια έργα μικροτεχνίας αποδεικνύουν τις σχέσεις και τις επιρροές από την ηπειρωτική και νησιωτική (αιγαιακή) Ελλάδα, αλλά και από την Αίγυπτο και την Ανατολή.
Βλέπε λήμμα: Αιγαίο και Κύπρος, Αχαιοί και Κύπρος
Η γεωγραφική θέση της Κύπρου, μεταξύ τριών ηπείρων και στο σταυροδρόμι αρκετών αρχαίων πολιτισμών, κατέστησε το νησί συνεχή δέκτη ποικίλων επιρροών αλλά και πολλών κατακτητών. Οι επιρροές αυτές αντικατοπτρίζονται και πάνω στις κατά καιρούς ενδυμασίες που χρησιμοποιήθηκαν στην Κύπρο και από τις επιρροές αυτές διαμορφώθηκε τελικά η ανδρική και η γυναικεία λαϊκή ενδυμασία που θεωρείται σήμερα ως καθαρά κυπριακή. Η ενδυμασία αυτή είναι για μεν τους άντρες η βράκα, για δε τις γυναίκες κυρίως το βρατζ'ίν και η σαγιά.
Η ανδρική κυπριακή ενδυμασία: Αν και η καθ' αυτό βράκα είναι το κάτω μέρος της ανδρικής ενδυμασίας, ωστόσο η λέξη υποδηλώνει ολόκληρη την ανδρική αμφίεση που είναι:
Η ανδρική αμφίεση των Κυπρίων δεν έχει έντονες χρωματικές εξάρσεις αλλά διακρίνεται αντίθετα για τη λιτότητα των χρωματικών της αποχρώσεων, με κυρίαρχο χρώμα το μαύρο. Και τούτο γιατί κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας πολύχρωμα ρούχα είχαν δικαίωμα να φορούν μόνο οι Τούρκοι, όχι όμως και οι ραγιάδες. Το ίδιο συνέβαινε και με το κάλυμμα της κεφαλής, που σε όλες σχεδόν τις εποχές ήταν ανάλογο προς την θέση ή τον στρατιωτικό ή τον πολιτικό βαθμό ή ακόμη και τη θρησκευτική αίρεση εκείνου που το φορούσε.
Βλέπε λήμματα: Βράκα και Τουρκοκρατία
Διάφορες παραλλαγές της κυπριακής βράκας, σε σχέση προς το μέγεθος και τη διακόσμηση, υφίσταντο σε διάφορα μέρη της Κύπρου. Βασικά στην πεδιάδα η βράκα ήταν πολύ μακριά, ενώ συνοδευόταν και από παντόφλες ή χαμηλά υποδήματα. Αντίθετα, στα ορεινά χωριά η βράκα ήταν κοντύτερη, για πρακτικούς λόγους, και συνοδευόταν από ποδίνες. Ποδίνες φορούσαν οι βοσκοί και όλοι όσοι εργάζονταν στην ύπαιθρο, γιατί τους προστάτευαν από τα αγκάθια και τα ερπετά.
Το ζιμπούνιν είχε ποικίλες κεντητές διακοσμήσεις. Διαφόρων ελαφρών χρωματισμών ήταν και το ζωνάριν.
Η γυναικεία κυπριακή ενδυμασία: Η γυναικεία παραδοσιακή ενδυμασία απαντάτο επίσης σε διάφορες παραλλαγές, κυρίως ως προς την ύφανση και διακόσμησή της, όπως ενδυμασία παφίτικη, καρπασίτικη, λαπηθιώτικη κλπ.
Τα βασικά της μέρη ήταν:
Το βρατζ'ίν ήταν είδος πυζαμοειδούς παντελονιού που έφθανε μέχρι τους αστραγάλους και ήταν συνήθως κατασκευασμένο από βαμβακερό ύφασμα. Στο κάτω μέρος των δυο ποϊναρκών, στους αστραγάλους, είχε σούρες (τα λεγόμενα φουκάρκα) που το έκαναν φουσκωτό. Το πουκάμισον ήταν μακρύ, κάλυπτε το πάνω μέρος του κορμιού, έφθανε λίγο πιο κάτω από το γόνατο και είχε φαρδιά μανίκια. Η σαγιά ήταν ολόσωμο φόρεμα, ανοικτό μπροστά σ’ όλο του το ύψος, πολλές φορές και με δυο σχισμές στα πλάγια. Κατασκευαζόταν από ύφασμα αλατζ'ιάς που υφαινόταν στη βούφα και είχε κάθετες ρίγες. Κάλυμμα της κεφαλής ήταν η χρωματιστή ή πλουμιστή μαντήλα. Στη μέση, σαν ζώνη πάνω από τη σαγιά, εχρησιμοποιείτο άλλη μεγάλη διπλή μαντήλα, με σταμπωτή ή άλλου είδους διακόσμηση, που λεγόταν και ρουτζ'έττιν. Τα υποδήματα ήσαν και χαμηλά και ψηλά (ποδίνες).
Η γυναικεία ενδυμασία είχε ωραία αλλά όχι φανταχτερή διακόσμηση, που συνδύαζε τη χάρη με τη σεμνότητα. Κεντητή διακόσμηση από διάφορα σχέδια είχε στο κάτω μέρος των ποϊναρκών του το βρατζ'ίν (ήσαν τα μέρη κοντά στον αστράγαλο που φαίνονταν κάτω από την σαγιά). Το πουκάμισον είχε υφαντή διακόσμηση (το λεγόμενο ταϊστόν) ή διακόσμηση άλλου είδους (όπως τις λεγόμενες ραφάδες). Οι νέες κοπέλες διακοσμούσαν το πουκάμισόν τους και με χρωματιστές χάντρες, τις λεγόμενες ψιλλίτσες ή λελλέτσες. Το πουκάμισον ήταν συνήθως βαμβακερό, ενώ το γιορτινό ή κυριακάτικο ήταν μεταξωτό.
Σε διάφορα μέρη της Κύπρου οι γυναίκες φορούσαν και ένα είδος ζακέτας με κεντητή διακόσμηση, που λεγόταν σάρκα. Ωστόσο, οι γριές και οι χήρες ντύνονταν πολύ πιο απλά, με ριχτά μαύρα ρούχα και μαύρη μαντήλα στο κεφάλι, που λεγόταν και τσεμπέρι. Η απλή μαύρη ή σκούρα ριχτή και μακριά ενδυμασία των γυναικών ήταν εκείνη που βρισκόταν σε καθημερινή χρήση και περιελάμαβανε και ποδιά που δενόταν στη μέση. Ποδιά μεγαλύτερη σε μήκος που κρεμμόταν από τον λαιμό αλλά δενόταν και στη μέση, χρησιμοποιούσαν και οι άντρες, κυρίως οι τεχνίτες και όσοι ασχολούνταν με κατασκευές.
Βέβαια η διακόσμηση της ενδυμασίας δεν διέφερε μόνο από περιοχή σε περιοχή, αλλά ήταν και ανάλογη της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως της γυναίκας. Για παράδειγμα, οι αρχόντισσες γυναίκες συμπλήρωναν την αμφίεσή τους με κόσμημα, που πολλές φορές ήταν χρυσές λίρες περασμένες σε αλυσίδα, όπως το κολιέ, που τις φορούσαν στον λαιμό, όταν τις είχαν. Άλλοτε πάλι, οι γυναίκες και κυρίως οι γυναίκες των πόλεων, φορούσαν και ζιμπούνιν, είδος γιλέκου, με πλούσια κεντητή διακόσμηση.
Τόσο η γυναικεία όσο και η ανδρική ενδυμασία κατασκευάζονταν από επιτόπια υλικά (βαμβάκι, μαλλί, λινάρι, μετάξι κλπ.) και βάφονταν ή διακοσμούνταν με επιτόπιας, επίσης, κατασκευής χρώματα.
Βλέπε λήμμα: Βαφική τέχνη
Την αντικατάσταση της παραδοσιακής κυπριακής ενδυμασίας με ευρωπαϊκά σύγχρονα φορέματα, ψέγει ο μεγάλος διαλεκτικός ποιητής της Κύπρου Δημήτρης Λιπέρτης στο γνωστό ποίημα του Ἡ στετέ. Το ποίημα είναι ένας μονόλογος της στετές (γιαγιάς) που, μεταξύ άλλων, λέει στην εγγονή της:
Τοῦτα τά ροῦχα πὢκαμες τζι ἀκρόστηκες τοῦ νοῦ σου
μέν τά φορῆς τζι ἒν ἀντροπή.
ὃποιος σε δῆ ’νταν πὢν νά πῆ;
φόρηννε τοῦ πρεποῦ σου.
Χογλοκοπῶ σγιάν σέ θωρῶ νά ρέσσης π' ὀμπροστά μου.
Ἐγιώ ’ν εἶδα ἒτσι κακόν
νἂχουσιν τόσον τιτσιρκόν
τ' ἀγγόνια, τά παιδκιά μου.
Κοπέλλες ἢμαστιν τζι’ ἐμεῖς, τοῦ στόλου-καλή ὣρα.
σγιάν εἶστ' ἐσεῖς, κόρη, τωρά,
σαγιάν, τζιαί σάρκαν-μιά χαρά
τζι ἐμύριζεν ή χώρα.
Τζι ὂι κλατσούνια ἀζαγιές, μανίτζια πού φεντζιάζουν.
Ἒν κάλιον γιά τήν κορασιάν
νάσ΄η μιάν ἂλλην φορησιάν,
ροῦχα πού νά ταιρκάζουν...
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια