...«Πίσκοπε, 'γιώ τήγ γνώμην μου ποττέ δέν τήν ἀλλάσσω,
τζ' ὃσα τζ' ἂν πῆς μέν θαρευτῆς πώς ἒν νά σοῦ πιστέψω ∙
ἒχω στον νούμ μου, πίσκοπε, νά σφάξω, νά κρεμμάσω,
τζ' ἂν ἠμπορῶ πού τους Ρωμιούς τήν Τζ'ύπρον νά παστρέψω ∙
τζ' ἀκόμα ἂν ἠμπόρεια τόν κόσμον νά γυρίσω,
ἒθεν νά σφάξω τούς Ρωμιούς, ψυσ 'ήν νά μεν ἀφήσω».
«Ἡ Ρωμιοσύνη ἒν φυλή συνότζ' αιρη τοῦ κόσμου,
κανένας δέν ἐβρέθηκεν γιά νά τήν ἰξηλείψη,
κανένας, γιατί σσ'έπει την πού τά ' ψη ὁ Θεός μου.
Ἡ Ρωμιοσύνη ἐννά χαθῆ, ὂντας ὁ κόσμος λείψη»...
(Απόσπασμα από την Ἐνάτη Ἰουλίου).