Είναι η ξηρή κολοκύθα, συνήθως μοιρασμένη στη μέση λαγηνόσχημος, έτσι που να σχηματίζει δοχείο. Την κολοκύθα αυτή χρησιμοποιούσαν σε παλαιότερα χρόνια στα χωριά οι νοικοκυρές για άντληση αλουσίβας κατά το πλύσιμο ή για άντληση κρασιού από το πιθάρι ή για άλλες παρόμοιες εργασίες. Η λέξη παράγεται, κατά πάσαν πιθανότητα, από το ρήμα αντλώ ή το ουσιαστικό αντλία.
Οι νοικοκυρές έκοβαν την πλευρά οριζοντίως και έτσι σχηματιζόταν ένα μεγάλο και βαθύ κοχλιάριο (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αντουλλιά,η, 293-294).
Άλλες ονομαδίες είναι: αντουλ(λ)ιά, αντούλλα, αντιλιά, αντιλίν, αντουλιούριν
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια