Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φανίσκουμαι »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. αναφανίσκω (1. διακρίνομαι, εμφανίζομαι 2. φτάνω).

Συνώνυμα:

Ανεφαίνω, Ανεφανίσκω, Ενέφανεν, Νεφανίσκω