Ονομαστός Κύπριος υφαντής της αρχαιότητας. Καταγόταν, όπως και ο πατέρας του Ακεσάς, από τη Σαλαμίνα. Ο πατέρας του εθεωρείτο ως ο καλύτερος υφαντής (Ἀθήναιος, II, 486). Έργα του υπήρχαν στους Δελφούς. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο ( Ἀλέξανδρος,32.11) όταν οι Ρόδιοι ακολούθησαν τον Μέγα Αλέξανδρο μετά την πολιορκία της Τύρου (332 π.Χ.), σαν ένδειξη της πίστης τους σ’ αυτόν του πρόσφεραν ένα μανδύα που ήταν έργο του υφαντή Ελικώνος.
Σύμφωνα με μια άλλη αναφορά (Διογενιανός, Ι, 26), ο Ελικών και ο πατέρας του Ακεσάς ήταν εκείνοι που είχαν υφάνει τον πέπλο της Αθηνάς ο οποίος εχρησιμοποιείτο κατά τη γιορτή των Παναθηναίων στην Αθήνα. Η μαρτυρία όμως αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόλυτα σωστή αφού γνωρίζουμε από άλλες πηγές ότι τον πέπλο ύφαιναν κόρες των πιο αριστοκρατικών οικογενειών της Αθήνας. Είναι ωστόσο δηλωτική της φήμης των δυο τεχνιτών. Όπως άλλωστε αναφέρει ο Διογενιανός (αυτ.) κάθε φορά που η τέχνη κάποιου υφαντή διακρινόταν, έλεγαν γι' αυτόν ότι έφτιαχνε έργα που μπορούσαν να συγκριθούν με τα υφαντά του Ελικώνος και του Ακεσά.
Ο Ακεσάς και ο Ελικών θα πρέπει να έζησαν στην Κύπρο κατά την Κυπροαρχαϊκή περίοδο, που όπως γνωρίζουμε, στη διάρκειά της όλοι οι τομείς των τεχνών βρίσκονταν σε ζηλευτά επίπεδα.
Περισσότερα για τον Ελικώνα βλέπε στο λήμμα Ακεσάς ή Ακεσαίος.