Γαλατόπουλος Χριστόδουλος

Ποίημα του ίδιου γραμμένο στη φυλακή στις 24.8.1934.

Πλάτυνε ἀπόψε τό κελλί, τ’ ἂπειρο ἀγκαλιάζει,

κι’ ἒγινε ἀπόψε σπίτι σου, κατάδικε, θλιβέ...

Ὃλη μαζί, ἡ φωτόπλαστη, ὡς 'κεῖ πού ροδοστάζει

τό ἀχνοφῶς του, ὦ! αἰθέριε, κι' ἀόρατε οὐρανέ...

Πλάτυνε ἀπόψε τό κελλί, κι' οἱ τοῖχοι του ἐχαθῆκαν,

κι'  ἓν ἂπειρο ἀγκαλιάζει σε, τή σκέψη σου κλωσσᾶ,

κι' ἂβυσσο κι' ἓβδομοι οὐρανοί, κρεβάτι σου ἐσταθῆκαν

νά γείρει ὁ Πλάστης λογισμός, κι' ἡ μοίρα σους λυσσᾶ!

 

Ποίημα του Χρ. Γαλατόπουλου, γραμμένο στη φυλακή στις 24.8.1934. 

 

Κυλοῦν βαριά πά στό χαρτί τά δάκρυα καί ρωτοῦνε

γιατί κουρσεύουν τ' ἄπαρτα τά κάστρα, τά παλάτια

γιατί με λύσσα οἱ κεραυνοί στό Νιόβρη ὂντας, βροντοῦνε

καῖνε τις πράσινες κορφές, τίς λεμονιές, τά ἐλάτια;

 

Γιατί νά σβύνει ἡ  ὀμορφιά πρίν τή δροσιά της χύσει,

τόσο λιγόζωη ναν ἡ αὐγή, τό φῶς τ’ Ἀπριλομάη;

Γιατί ἀπ’ τῶν πάγων τήν καρδιά νά βγαίνει τό ἐντελβάϊ

κι ὁ πιό γαλάζιος ὓμνος μου για σέ, τώρα ν’ ἀνθίσει;

 

Ρουφάει ἡ νύχτα τήν κραυγή πού ἀπ’ τά βαθιά μας σκάβει

ἄνάφτει ἡ λαμπάδα ἡ νυφική στοῦ γάμου το κρεβάτι

καί δίπλα σου ἡ  ἀγωνία μας με ὀρτανοιγμένο μάτι,

κρατάει φριχτό τό ἐρώτημα μισόπνοη καί σοῦ κράζει.

Μά νά πού μένει ὁ στίχος μου αἰώνια γιά νά κλαίει

κι’ ἂχρονα μπρός σου θυμιατά τό χρόνο νά σοῦ καίει.

 

Χρ. Γαλατόπουλου, σοννέτο από τη συλλογή Ἐπιθαλάμια (1939).