Γαλάζη Πίτσα

Ἡ Ἀδελφή τοῦ Ἀλέξανδρου (αποσπάσματα)

....................

Ἒχουν πεθάνει οἱ αἱμοδότες

γιά τόν Ἀλέξανδρο.

Θά ἒπρεπε νά μάθει νά μήν ὀνειρεύεται.

Τριαντατρεῖς μέρες κράτησε ἡ προέλαση.

Τό πάτωμα γέμισε ἐπιδέσμους καί σάρκες.

Τά μάτια ἐπιβουλεύθηκαν τό σῶμα μας

χαρίζοντάς μας ἰδιωτικούς ἐφιάλτες.

Τώρα πλάι στό πεθαμένο ἂλογο

ὁ  Ἀλέξανδρος συλλογᾶται ἀσθμαίνοντας

πώς σ' ἂλλους μοίρασε τό βασίλειο

και σ 'ἂλλους τ'ὂνειρο

Κ' ἡ Γοργόνα μόνο ξέρει καλά

πώς οἱ ποιητές ὀνειρεύονται

καί δέν πεθαίνουν.

 

......................

 

Τί ξέρεις ἀπό τούς ναυαγοσῶστες 

παρά μόνο τό ξεβούλιαγμα σέ μιά δεδομένη στιγμή

κ' ὓστερα ἓνα στῆθος πού στάζει.

Ἐκεῖνος ἄναψε φωτιά ὃταν κτυποῦσαν τά δόντια της

καί ξερνοῦσε τή θάλασσα πού κατάπιε.

Ξαφνικά σταμάτησε

κ' ἐκεῖνος εἶπε: «πᾶμε»

ἐνῶ μιά ὁλόκληρη θάλασσα

βρίσκονταν πικρή κι ὀργισμένη μέσα της.

«Τό χάος» εἶπε ὃταν ἒφτασαν στήν πόρτα

«τό χάος....

δέν ἒχω πυρετό

τό χάος».

Ἒσταζε θάλασσα

ἐνῶ  ἐκεῖνος                                                                                                   

ἠρεμος, στεγνός καί πάνοπλος

διάβηκε τό κατώφλι.

Οἱ ναυαγοσῶστες Ἀλέξανδρε

ἦταν μιά δεδομένη στιγμή

πού πέρασε.

Ὃσοι γύρισαν τά πρόσωπα πρός τά πίσω

μεταβλήθηκαν σέ στῆλες ἃλατος.

                                                                                     .                                  

Πίτσας Γαλάζη, Ἡ  Ἀδελφή τοῦ  Ἀλέξανδρου (αποσπάσματα).