Ἀλήτη! Ἀπόψε εἶν' ἡ βραδυά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορεῖς νά πᾶς νά κοιμηθεῖς σ’ ἓνα παγκάκι, Ἀλήτη!
Πλάτυνε ἡ Σκέψη τή ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πόκανε ὁ ἂνθρωπος τή Γῆ κι ὃλο τό Σύμπαν: σπίτι.
Δέν ἒχεις δάκρυα νά θρηνεῖς, οὒτε κουράγιο νά πονεῖς,
Οὒτε κραυγές ὑστερικές νά βγάνεις πέρα ὡς πέρα.
Εἶσ' ἓνα κύμα σιωπηλό μιᾶς τρικυμίας παντοτεινῆς,
πού γαληνεύει ἀνήσυχα στήν ἣσυχην ἑσπέρα.
Κι ὃταν θά βρεῖς τό λυτρωμό σ' ἓνα παγκάκι ξαπλωμένος,
καί θά σιγήσει ὁ σίφουνας κι ἡ θύελλα τῆς ζωῆς σου,
ἀλήτη, δέ θά πεῖς ποτέ πώς ἢσουν κουρασμένος
ἀπ' τόν ἀγῶνα τό σκληρό τῆς ἂρρυθμης ψυχῆς σου.
Ἀλήτη! Ἀπόψε εἶν' ἡ βραδυά τόσο καλή, τόσο καλή!
Μπορεῖς νά πᾶς νά κοιμηθεῖς σ' ἓνα παγκάκι, Ἀλήτη!
Πλάτυνε ἡ Σκέψη τή ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πόκανε ὁ ἂνθρωπος τή Γῆ κι ὃλο τό Σύμπαν: σπίτι.
(Τά Σφυρίγματα τοῦ Ἀλήτη)
Ανθίας Τεύκρος