Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χατζ̌ίνα (η) »

Επίθετο

Σημασία:

θηλυκό του χατζ̌ής (βλ. λέξη) (1. αυτός που βαπτίζεται στον Ιορδάνη ποταμό στους Αγίους Τόπους. 2. μτφ. ο απατημένος σύζυγος).

Συνώνυμα:

Χατζ̌ινού (η)