Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τριτζ̌έλλιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κρικέλλιν (ο κρίκος).

Συνώνυμα:

Κριτζ̌έλλιν (το)