Βασίλισσα της Κύπρου και των Ιεροσολύμων από το 1359 μέχρι το 1369, γνωστή και ως Ελεονώρα της Αραγονίας. Καταγόταν από τη βασιλική οικογένεια του βασιλείου της Αραγονίας (Ισπανία) και ήταν κόρη του πρίγκιπα Πέτρου της Αραγονίας, τέταρτου γιου του βασιλιά Ιακώβου Β' της Αραγονίας.
Η Ελεονώρα παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Πέτρο Λουζινιανό, δευτερότοκο γιο του βασιλιά της Κύπρου Ούγου Δ' (1324 - 1359). Ήταν η δεύτερη σύζυγος του Πέτρου. Πρώτη ήταν η Εχίβη ντε Μονφόρ με την οποία δεν απέκτησε παιδιά. Με την Ελεονώρα, ο Πέτρος απέκτησε τρία παιδιά από τα οποία πρωτότοκος ήταν ο κατοπινός βασιλιάς της Κύπρου Πέτρος Β' (1369 - 1382) που γεννήθηκε το 1354. Όταν πέθανε ο βασιλιάς Ούγος Δ' το 1359, ο Πέτρος και η Ελεονώρα στέφθηκαν βασιλείς της Κύπρου στη Λευκωσία (17 Οκτωβρίου του 1360). Όπως γράφει ο μεσαιωνικός χρονογράφος: ...ὁ ποῖος ρέ Πιέρ ἀρμάστην [=νυμφεύθηκε] μίαν ὀμόρφην κόρην ἀπό τήν Καταλονίαν καί ἐκράζαν την Λιενόραν τ’ Ἀραγγούν ˙ καί ἐστέφθη μετά τοῦ ρηγός ἡ αὐτή ρήγαινα...(Μαχαιράς, Χρονικόν, παρ. 100).
Βλέπε λήμμα: Ρήγαινες της Κύπρου
Η Ελεονώρα ήταν δυναμική βασίλισσα και το όνομά της συνδέεται με έρωτες και πάθη, ζήλιες και συγκρούσεις, δολοφονίες και συνωμοσίες, καθώς και με την εισβολή των Γενουατών στο μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου και την κατάληψη απ' αυτούς της Αμμοχώστου. Όπως διασώζει ο Λεόντιος Μαχαιράς, ο βασιλιάς Πέτρος ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε όταν έφυγε για ένα μακρόχρονο ταξίδι στην Ευρώπη, πήρε μαζί του ένα νυκτικό της Ελεονώρας, ο δε υπηρέτης του είχε εντολή να το τοποθετεί κάθε βράδυ στο στρώμα του βασιλιά, ώστε ὃντα νἂππεσεν ὁ ρήγας νά κοιμηθῇ, ἀγγάλιζεν τό αὐτόν ἀποκάμισον καί ἐκοιμᾶτον ...καί ἢτζου ἐπορεύγετον πολλύν καιρόν.... (Χρονικόν, παρ. 130). Ωστόσο, παρά τη μεγάλη του αγάπη προς την Ελεονώρα, ο Πέτρος δεν απέφευγε να έχει και ερωμένες. Μια απ' αυτές ήταν η ευγενής Ιωάννα λ’ Αλεμάν, με την οποία η Ελεονώρα συγκρούστηκε και την οποία βασάνισε άγρια. Οι σχέσεις Ελεονώρας - Πέτρου- Ιωάννας, έδωσαν αφορμή να συνδεθούν τα πρόσωπα αυτά με το περίφημο δημοτικό κυπριακό ποίημα της Αροδαφνούσας (βλέπε λήμμα Αροδαφνούσα).
Από την άλλη πλευρά πάλι, όταν ο βασιλιάς Πέτρος απουσίαζε στην Ευρώπη, η ίδια η Ελεονώρα συνδέθηκε ερωτικά με έναν Κύπριο ευγενή, τον Ιωάννη ντε Μόρφου, γεγονός που δημιούργησε σοβαρότατα προβλήματα στο βασίλειο: Ένας έμπιστος του βασιλιά, ο Ιωάννης Βισκούντης, που είχε εντολή από τον Πέτρο να τον ενημερώνει για όλα όσα συνέβαιναν στην απουσία του, έγραψε στον κύριό του στην Ευρώπη για τις σχέσεις Ελεονώρας και ντε Μόρφου. Όταν ο Πέτρος επέστρεψε στην Κύπρο, θέλησε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, με αποτέλεσμα να έλθει σε σύγκρουση με τους ευγενείς του βασιλείου. Οι τελευταίοι, αν και γνώριζαν όλη την αλήθεια, πρόταξαν πολιτικές σκοπιμότητες και έλαβαν υπόψη ότι, εάν ετιμωρείτο η Ελεονώρα, θα οδηγείτο το βασίλειο της Κύπρου σε σύγκρουση με το (ισχυρό) βασίλειο της Αραγονίας με σοβαρές επιπτώσεις. Έτσι αποφάσισαν ότι η βασίλισσα ήταν απόλυτα πιστή στον βασιλιά, και ότι ο Βισκούντης είχε πει ψέματα. Γι' αυτό, ο τελευταίος συνελήφθη και ρίχτηκε στη φυλακή όπου και πέθανε. Ο βασιλιάς Πέτρος, που γνώριζε ότι ο αθώος Βισκούντης είχε γράψει την αλήθεια, υποχρεώθηκε να υπακούσει στην απόφαση των ευγενών. Ένιωσε όμως γι’ αυτούς τέτοιο μίσος, ώστε θέλησε να τους εκδικηθεί και τους εκδικήθηκε πλαγιάζοντας με τις δικές τους συζύγους διαδοχικά. Τα πάθη αυτά οδήγησαν τελικά στη δολοφονία του βασιλιά Πέτρου από τους ευγενείς, στο υπνοδωμάτιό του, όπου βρισκόταν μαζί με μια από τις ερωμένες του, την λαίδη Εχίβη. Από τα γεγονότα αυτά εμπνεύσθηκε ο Γιώργος Σεφέρης το ποίημά του Ὁ Δαίμων τῆς Πορνείας.
Βασίλισσα
Μετά τη δολοφονία του βασιλιά Πέτρου Α' (στις 17 Ιανουαρίου του 1369), νέος βασιλιάς της Κύπρου ανακηρύχθηκε ο γιος του Πέτρος Β'. Επειδή όμως αυτός ήταν ακόμη ανήλικος (15 χρόνων), καθήκοντα αντιβασιλέως ανετέθησαν στον θείο του Ιωάννη Λουζινιανό, πρίγκιπα της Αντιοχείας.
Η Ελεονώρα, θέλοντας να εκδικηθεί τη δολοφονία του συζύγου της, ζήτησε τη βοήθεια της ισχυρής Γένουας. Οι Γενουάτες, που είχαν σημαντικά εμπορικά - οικονομικά συμφέροντά στην Κύπρο, στο έδαφος της οποίας τα συμφέροντα τους αυτά συγκρούονταν με τα αντίστοιχα των μεγάλων τους ανταγωνιστών, των Βενετών, ανταποκρίθηκαν στην έκκληση της Ελεονώρας και ετοίμασαν στόλο που τον έστειλαν στην Κύπρο με αρχηγό τον Πέτρο Φρεγόζο, τον Απρίλιο του 1373. Οι Γενουάτες κατέλαβαν με δόλο την Αμμόχωστο (η οποία άρχισε από τότε να παρακμάζει) και συνέλαβαν αιχμαλώτους τον νεαρό βασιλιά Πέτρο Β' και την ίδια την Ελεονώρα. Στη συνέχεια λεηλάτησαν αρκετά μέρη, κατέλαβαν τη Λεμεσό και την Πάφο και σκότωσαν πολλούς ευγενείς αφού έφθασαν μέχρι και τη Λευκωσία. Κατά των Γενουατών πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση (κυρίως στις κορφές του Πενταδάκτυλου, στον Άγιο Ιλαρίωνα και στην Κερύνεια) ο πρίγκιπας Ιωάννης Λουζινιανός και, ιδίως, ο κοντοστάβλης της Κύπρου, αδελφός του και θείος επίσης του Πέτρου Β', ο Ιάκωβος Λουζινιανός. Τελικά επήλθε συμφωνία, βάσει της οποίας οι Γενουάτες σταθεροποίησαν την παρουσία τους στην Κύπρο και κράτησαν υπό την κατοχή τους τη σημαντικότερη πόλη του νησιού, την Αμμόχωστο. Ο Ιάκωβος συνελήφθη από τους Γενουάτες με δόλο κι εστάλη αιχμάλωτος στη Γένουα. Αργότερα έγινε βασιλιάς της Κύπρου (1382-1398).
Εκδίκηση
Παρά το ότι με την εισβολή των Γενουατών η Ελεονώρα κατόρθωσε να εκδικηθεί τους φυσικούς αυτουργούς της δολοφονίας του συζύγου της, ωστόσο δεν ικανοποιήθηκε. Οι δολοφόνοι του Πέτρου Α', Φίλιππος ντ' Ιμπελέν, Ερρίκος ντε Γιβλέτ και Ιωάννης ντε Γκωρέλ, εκτελέστηκαν δημόσια από τους Γενουάτες με αποκεφαλισμό στις 22 Νοεμβρίου 1373 διά νά πάρῃ βεντέτταν ἡ ρήγαινα, όπως σημειώνει ο Μαχαιράς (παρ. 423), ενώ ένας ντελάλης διαλαλούσε τον λόγο της τιμωρίας τους και προειδοποιούσε μηδέν ᾖνε κανένας ἀπότορμος νά βάλῃ τό χέριν του εἰς τόν ἀφέντην του...
Ωστόσο η Ελεονώρα θεωρούσε υπεύθυνο για τη δολοφονία του Πέτρου και τον αδελφό του, τον πρίγκιπα Ιωάννη. Ο τελευταίος ήταν κλεισμένος, κατά την εισβολή των Γενουατών, στο ισχυρό κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος, έχοντας μαζί του φρουρά από Βούλγαρους πολεμιστές. Με δόλο η Ελεονώρα κατόρθωσε να τον αποδυναμώσει από τη φρουρά του, αφού του έστειλε γράμματα με τα οποία απεκάλυπτε δήθεν συνωμοσία των Βουλγάρων μισθοφόρων. Οι Βούλγαροι, χωρίς να γνωρίζουν τίποτα, εξολοθρεύτηκαν όλοι αφού ο Ιωάννης τους γκρέμισε στο βάραθρο από το κάστρο του (Μαχαιράς, παρ. 552). Αργότερα η Ελεονώρα προσκάλεσε σε γεύμα τον ανυποψίαστο πρίγκιπα Ιωάννη, και αφού έφαγαν, του παρουσίασε άξαφνα το ματωμένο νυκτικό που φορούσε ο σύζυγός της και αδελφός του όταν δολοφονήθηκε. Αμέσως όρμησαν οι άνθρωποι της Ελεονώρας και δολοφόνησαν τον Ιωάννη, καί ἐγίνην μέγαν κλάμαν καί μεγάλη λύπη... (Μαχαιράς, παρ. 554).
Μετά το τέλος του πολέμου με τους Γενουάτες, η Ελεονώρα εξακολουθούσε ν' αναμειγνύεται ενεργά στα πολιτικά πράγματα της Κύπρου. Σύντομα ήλθε σε ρήξη και με τη νύφη της, σύζυγο του βασιλιά Πέτρου Β', τη βασίλισσα Βαλεντίνα (η τελευταία παντρεύτηκε τον Πέτρο το 1377). Οι συνεχείς αναμείξεις της στις δολοπλοκίες και στη διακυβέρνηση του βασιλείου, καθώς και η σύγκρουσή της με τη Βαλεντίνα αλλά και οι συνεχιζόμενες επαφές της με τους Γενουάτες, οδήγησαν τον γιο της βασιλιά Πέτρο Β' και τους ευγενείς στην απόφαση να την απελάσουν από το βασίλειο της Κύπρου. Παρά τη θέλησή της, την επιβίβασαν σε καράβι, τον Οκτώβριο του 1380, και την έστειλαν στην πατρίδα της την Ισπανία. Πέθανε στη Βαρκελώνη 37 χρόνια αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου 1417.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια