Είναι ονομασία που χρησιμοποιήθηκε στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και μετά για το νόμισμα των 20 παράδων που ήταν το 1/2 του γροσιού καθότι ένα γρόσι είχε 40 παράδες. Για τον ίδιο λόγο ονομαζόταν δεκάρα το νόμισμα των 10 παράδων που ήταν το 1/4 του γροσιού και πεντάρα το νόμισμα των 5 παράδων.
Νομίσματα των 5,10 και 20 παράδων, που ήσαν μάλιστα χάλκινα, κόπηκαν για πρώτη φορά το 1844 από το σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ (1839 - 1861) και περιλαμβάνονταν μεταξύ των νομισμάτων που κόπηκαν στα πλαίσια ευρύτερων μεταρρυθμίσεων που εισήγαγε ο ίδιος και έγιναν γνωστές ως Tanzimat. Όμως, νόμισμα των 20 παράδων υπήρχε και πριν το 1844, το οποίο μάλιστα ήταν ασημένιο. Τα νομίσματα των 20, 10 και 5 παράδων διατηρήθηκαν στην κυκλοφορία και επί εποχής άλλων σουλτάνων όπως του Αβδούλ Αζίζ (1861 - 1876), του Μουράτ Ε' (1876) και του Αβδούλ Χαμίτ Β' (1876 -1909).
Η χρήση της εικοσάρας και της δεκάρας συνεχίστηκε και κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας και τούτο γιατί το γρόσι συνέχισε ν’ αποτελεί τη βασική υποδιαίρεση της κυπριακής νομισματικής μονάδας, αφού βέβαια, ως νέα νομισματική μονάδα, αντί της τουρκικής, εισήχθη η αγγλική λίρα. Όπως ήταν φυσικό ο λαός συνέχισε να αποκαλεί εικοσάρα το νόμισμα με ονομαστική αξία 1/2 του γροσιού και δεκάρα το νόμισμα με ονομαστική αξία 1/4 του γροσιού. Στα χρόνια 1879- 1901 που αποτελούν τη μεταβατική περίοδο προσαρμογής του ως τότε ισχύοντος στην Κύπρο νομισματικού συστήματος προς το αγγλικό νομισματικό σύστημα, κόπηκαν συνολικά 1.115.000 νομίσματα του 1/2 του γροσιού (εικοσάρες) και 858.000 νομίσματα του 1/4 του γροσιού (δεκάρες). Κυπριακά νομίσματα ονομαστικής αξίας 1/2 και 1/4 του γροσιού έκοψαν και όλοι οι άλλοι Άγγλοι βασιλιάδες: Ο βασιλιάς Εδουάρδος Ζ' (1901 - 1910) έκοψε συνολικά 36.000 νομίσματα του 1/2 και 528.000 νομίσματα του 1/4 του γροσιού, ο βασιλιάς Γεώργιος Ε' (1910 - 1936) έκοψε 1.854.000 νομίσματα του 1/2 και 432.000 νομίσματα του 1/4 του γροσιού και ο βασιλιάς Γεώργιος Στ' (1936 - 1952) έκοψε 8.100.000 νομίσματα του 1/2 ενώ δεν έκοψε νομίσματα του 1/4.
Ο μεγάλος αριθμός νομισμάτων του 1/2 και 1/4 του γροσιού κόπηκε στις πρώτες τέσσερις δεκαετίες της Αγγλοκρατίας (1879 - 1920) και ανταποκρινόταν στις τότε επικρατούσες κοινωνικο -οικονομικές συνθήκες, όταν οι εμπορικές συναλλαγές με τη χρήση του χρήματος δεν ήταν τόσο πολύ ανεπτυγμένες, το χρήμα που κυκλοφορούσε ήταν περιορισμένο και ο πληθυσμός χρησιμοποιούσε κυρίως τα νομίσματα μικρής ονομαστικής αξίας.
Αργότερα, εξαιτίας της εξασθένησης της αγοραστικής ικανότητας των νομισμάτων με ονομαστική αξία του 1/4 και 1/2 του γροσιού, που ήταν αποτέλεσμα του διαρκώς αυξανόμενου πληθωρισμού, τα νομίσματα αυτά έπαψαν πια να κόβονται και τη θέση τους κατέλαβαν άλλα με μεγαλύτερη ονομαστική αξία. Πρώτα διεκόπη η κοπή της δεκάρας το 1926 και δώδεκα χρόνια αργότερα το 1938, η κοπή της εικοσάρας. Η εγκατάλειψη της χρήσης του όρου εικοσάρα και δεκάρα στις καθημερινές συναλλαγές οριστικοποιήθηκε το 1955 με την εισαγωγή των μιλς στη σειρά των οποίων δεν υπήρχε νόμισμα που να αντιστοιχεί ακριβώς στο 1/2 του χάλκινου νομίσματος των 5 μιλς που κατά κάποιο τρόπο αντικατέστησε το γρόσι.
Παρ' όλα αυτά, επειδή η δεκάρα και η πεντάρα αποτελούσαν τα νομίσματα με τη μικρότερη ονομαστική αξία, τόσο στην Κύπρο όσο και στον ευρύτερο ελληνικό χώρο (στην Ελλάδα κατά την αρχαιότητα πεντάρα ονομαζόταν το μικρό νόμισμα των πέντε λεπτών, οβολός, και δεκάρα, το μετάλλινο κέρμα αξίας δέκα λεπτών της δραχμής), αυτά εισήλθαν και καθιερώθηκαν στην καθημερινή γλώσσα του λαού ως επίθετα με τα οποία χαρακτηρίζονταν τα πρόσωπα στα οποία παρετηρείτο παντελής έλλειψη χρημάτων, όπως απένταρος, αδέκαρος κ.ά. Επίσης η λέξη απενταρία αποτελεί συνώνυμο της φτώχειας. Εξάλλου, σε μερικές περιοχές της Κύπρου επεκράτησε ο «τσιγκούνης» να αποκαλείται εικοσαρίσιμος, διότι έδινε σημασία κι απέφευγε να ξοδεύει ακόμη και το πιο ευτελές νόμισμα, την εικοσάρα.