Σε απόσταση 2 περίπου χμ. βορειοδυτικά του χωριού Έγκωμη και 4 χμ. νοτιοδυτικά της ανατολικής ακτής και των ερειπίων της Σαλαμίνας, κοντά στη νότια όχθη του ποταμού Πηδιά, βρίσκονται αδιαχώριστα το εκτενές νεκροταφείο και τ’ αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της προϊστορικής κυπριακής πόλης της Έγκωμης, που αποτελούν τον σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο της Ύστερης εποχής του Χαλκού (1650 - 1050 π.Χ.) σ’ ολόκληρο το νησί.
Βλέπε Χρονικό: Η ιστορία των Ανασκαφών στην Έγκωμη
Ο περίφημος αυτός αρχαιολογικός χώρος επισημάνθηκε από τυμβωρύχους, που σύλησαν πολυάριθμους τάφους και καρπώθηκαν τα πλούσια κτερίσματά τους, και ερευνήθηκε επίσημα για πρώτη φορά το 1896 από την αρχαιολογική αποστολή του Βρετανικού Μουσείου. Οι έρευνες των Βρετανών αρχαιολόγων περιορίστηκαν στην ανασκαφή αρκετών τάφων σε διάφορα σημεία του αρχαιολογικού χώρου, μερικοί από τους οποίους βρέθηκαν εντελώς άθικτοι και απέδωσαν εκλεκτά μυκηναϊκά αγγεία, κοσμήματα και μικροτεχνικά έργα από χρυσάφι κι ελεφαντόδοντο, αγγεία από φαγεντιανή, σκαραβαίους, σφραγιδόλιθους και διάφορα άλλα αντικείμενα. Ένας άλλος μεγάλος αριθμός τάφων ερευνήθηκε το 1913 από τον sir John Myres και τον τότε έφορο του Κυπριακού Μουσείου Μ. Μαρκίδη καθώς και το 1930 από τη σουηδική αρχαιολογική αποστολή υπό τη διεύθυνση του Ε. Gjerstad. Τα περισσότερα από τα ευρήματα των ανασκαφικών αυτών ερευνών, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται μοναδικά στο είδος τους μυκηναϊκά αγγεία και αρκετά άλλα σπάνια αντικείμενα, κοσμούν σήμερα τις αίθουσες του Κυπριακού Μουσείου.
Οι συστηματικές ανασκαφικές έρευνες σε μεγάλη κλίμακα, που αποσκοπούσαν στην αποκάλυψη των οικιακών καταλοίπων της πόλης της Έγκωμης άρχισαν το 1934 από τη γαλλική αρχαιολογική αποστολή της Ακαδημίας Επιγραφών και Γραμμάτων υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Claude Schaeffer, του Γάλλου αρχαιολόγου που ανακάλυψε την αρχαία συριακή πόλη Ugarit (Ras - Shamra), την πρωτεύουσα της βόρειας Χαναάν. Με μια αναπόφευκτη διακοπή στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου ο καθηγητής Schaeffer συνέχισε τις ανασκαφικές έρευνές του το 1946 κάτω από την αιγίδα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας.Ύστερα από σχετική συμφωνία με την τότε αγγλική κυβέρνηση της Κύπρου οι μετέπειτα ανασκαφικές έρευνες στην Έγκωμη, από το 1948 μέχρι το 1955, έγιναν με τη συνεργασία της αρχαιολογικής αποστολής του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας και του Τμήματος Αρχαιοτήτων, υπό τη συνδιεύθυνση των C. Schaeffer και Π. Δικαίου, του τότε εφόρου του Κυπριακού Μουσείου, Η ανασκαφική αυτή συνεργασία με κοινή συμφωνία διεκόπη το 1956 κι από το 1957 μέχρι το 1974 η γαλλική αποστολή συνέχισε μόνο το ανασκαφικό της έργο υπό τη διαδοχική διεύθυνση των C. Schaeffer (1957 - 1965) και Ο. Pelon (1965 -1974), βοηθούμενου από τους Ε & J. Lagarce και J.C. Courtois.
Οι πολυετείς ανασκαφικές έρευνες της γαλλικής αρχαιολογικής αποστολής και του Τμήματος Αρχαιοτήτων στην Έγκωμη έφεραν στο φως το μεγαλύτερο τμήμα των οικιακών καταλοίπων της πόλης, που καταλαμβάνουν μια έκταση 300 Χ 400 μ. και πλαισιώνονται από αναρίθμητους λαξευτούς και μερικούς κτιστούς τάφους, από τους οποίους οι περισσότεροι βρίσκονται κάτω από τα θεμέλια και τα δάπεδα των ιδιωτικών κατοικιών και των δημόσιων κτιρίων. Σύμφωνα με τ' ανασκαφικά πορίσματα, τ’ αρχικά οικιακά κατάλοιπα της Έγκωμης ανήκουν σε μικρό συνοικισμό γεωργό - κτηνοτρόφων, που χρονολογείται γύρω στο 1700 π.Χ. Στην περίοδο αυτή ανάγονται και οι αρχαιότεροι λαξευτοί μονοθάλαμοι τάφοι, που αποκαλύφθηκαν σε διάφορα σημεία του αρχαιολογικού χώρου και που αχρηστεύθηκαν και καλύφθηκαν από μεταγενέστερα κτίσματα. Ο μικρός αυτός συνοικισμός φαίνεται να εγκαταλείφθηκε γύρω στις αρχές του 16ου αιώνα π.Χ. με τις αναταραχές, που προκάλεσαν στα παραλιακά κυρίως τμήματα του νησιού οι επιδρομές των Υκσώς, των Ποιμένων Βασιλέων, που, αφού λεηλάτησαν τις συροπαλαιστινιακές παράκτιες περιοχές και πολύ πιθανό και το ανατολικό μέρος της Κύπρου, εγκαταστάθηκαν τελικά στην Αίγυπτο, όπου παρέμειναν κυρίαρχοι μέχρι το 1580 π.Χ.
Στα μέσα του 16ου αιώνα π.Χ. η Έγκωμη αναβιώνει απότομα, διαθέτει μικρό λιμάνι, που συνδέεται με τη θάλασσα διά μέσου του παρακείμενου πλωτού ποταμού, και μεταβάλλεται σε μικρή πόλη, που αναπτύσσεται σταδιακά σε μεγάλο εμπορικό κέντρο επεξεργασίας και εξαγωγής του χαλκού στις γειτονικές χώρες της Εγγύς Ανατολής και στην Αίγυπτο. Η μεγάλη ακμή και ευδαιμονία της πόλης αρχίζει τον 14ο αιώνα Π.Χ., με την άφιξη και την προσωρινή εγκατάσταση σ’ αυτή των πρώτων Μυκηναίων τεχνιτών και εμπόρων, και φθάνει στο αποκορύφωμά της στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. με τον αποικισμό της από τους Αχαιούς και τη μόνιμη εγκατάστασή τους σ’ αυτή. Τα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια αυξάνονται και κτίζονται με μεγαλύτερη φροντίδα και επιμέλεια, ο χώρος της πόλης επεκτείνεται και οχυρώνεται με «Κυκλώπεια» τείχη και στο νέο πολεοδομικό σύστημά της δεσπόζουν τέσσερις ευθύγραμμοι και παράλληλοι δρόμοι που διασταυρώνονται από ένα μεγαλύτερο κεντρικό δρόμο και καταλήγουν σε αντίστοιχες πύλες.
Στον 14ο και 13ο αιώνα π.Χ. χρονολογούνται και οι πλουσιότεροι τάφοι, που σκάφτηκαν στην Έγκωμη, καθώς και τα εργαστήρια επεξεργασίας του χαλκού που αποκαλύφθηκαν στην περιοχή της βόρειας πύλης της πόλης. Τα επιβλητικά δημόσια κτίρια, ο μεγάλος πλούτος των ταφικών κτερισμάτων και ιδιαίτερα τα εργαστηριακά κατάλοιπα επεξεργασίας του χαλκού, που αποκαλύφθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο της Έγκωμης οδήγησαν μερικούς ερευνητές στο συμπέρασμα ότι η πόλη της Έγκωμης ταυτίζεται με το όνομα Αλασία ή Αλάσια, που σύμφωνα με επιγραφικά ανατολικά κείμενα ήταν το αρχαίο όνομα μιας από τις χαλκοφόρες μεσογειακές χώρες ή περιοχές, που προμήθευε χαλκό στις χώρες της Εγγύς Ανατολής. Γενικά όμως πιστεύεται ότι την ονομασία αυτή ενσαρκώνει ολόκληρη η αρχαία Κύπρος κι όχι μια από τις πόλεις της.
Στη διάρκεια του 12ου αιώνα π.Χ. ένα μεγάλο μέρος της πόλης της Έγκωμης καταστράφηκε από πυρκαγιά αλλά ξανακτίστηκε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στα τέλη του 12ου αιώνα ένα άλλο μέρος της πόλης καταστράφηκε από σεισμό αλλά μόνο μερικές κατοικίες ξανακτίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν μέχρι το 1075 περίπου π.Χ., όταν ολόκληρη η πόλη εγκαταλείφθηκε οριστικά.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια Δ. ΧΡΗΣΤΟΥ