Τουρκικός διοικητικός όρος (eyâlet), που σημαίνει επαρχία, ιδίως τον 16ο αιώνα, νεοκατακτηθείσα. Συχνά μερικά σαντζάκια αφαιρούντο από ένα εγιαλέτ και προσετίθεντο σε άλλο. Η Κύπρος αποτελούσε, μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους το 1570/ 1571, εγιαλέτι, στο οποίο υπάγονταν τα σαντζάκια της Ταρσού, του Ιç ili, του Zalkadir (= της Σις) και της Alaya, κατά τον Αβνί Αλή (1609). Αργότερα όμως αποσπάσθηκαν τα σαντζάκια αυτά από την Κύπρο και υπήχθησαν στο εγιαλέτι των Αδάνων (που πριν ήταν σαντζάκι του Χαλεπίου). Κατά τα μέσα του 19ου αι. η Κύπρος, και η Πάφος και η Κερύνεια χωριστά, προστέθηκαν στο εγιαλέτι του Αρχιπελάγους για κάποιο διάστημα. Στον κατάλογο του Εβλιγιά Τσελεμπή (1670), που αντλεί από τον Αβνί Αλή με μικρές τροποποιήσεις, το Χαλέπι, τα Άδανα και η Κύπρος αποτελούν χωριστά εγιαλέτια, αλλά τα δυο σαντζάκια Σις και Ταρσού εμφανίζονται υπαγόμενα και στο εγιαλέτι της Κύπρου και σ’ εκείνο των Αδάνων. Παραδόξως η Κύπρος χωρίζεται σε δυο κατηγορίες σαντζακιών, τα salyaneli, στα οποία οι διοικητές ελάμβαναν μισθό: Κερύνεια, Πάφος, Αμμόχωστος, και τα σαντζάκια με φέουδα (hass): Λευκωσία υπό τον μπεηλέρμπεη. Άλλοτε η Κύπρος, όπως και η Κρήτη, ο Μοριάς κ.ά. αναφέρονται ότι δεν έχουν τιμάρια.