Η ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε το 1960, με βάση τις συμφωνίες της Ζυρίχης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που υπεγράφησαν στο Λονδίνο στις 19.2.1959. Το άρθρο 21 των συμφωνιών αυτών προνοούσε όπως:
Μια συνθήκη εγγυωμένη την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και το Σύνταγμα του νέου κράτους της Κύπρου, θα συναφθεί μεταξύ της Δημοκρατίας της Κύπρου, της Ελλάδας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Τουρκίας.
Έτσι, με την υπογραφή των συμφωνιών της Ζυρίχης στο Λονδίνο, υπεγράφη σαν δυο ακόμη έγγραφα: Το ένα ήταν μια Συνθήκη Εγγυήσεως και το άλλο μια Συνθήκη Συμμαχίας.
Η συνθήκη εγγυήσεως απετελείτο από 4 άρθρα: Το πρώτο διελάμβανε υποχρεώσεις της Κύπρου για διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της και την εξασφάλιση της εδαφικής της ακεραιότητας, της ασφάλειας και του σεβασμού προς το Σύνταγμα. Το δεύτερο διελάμβανε υποχρέωση της Ελλάδος, της Τουρκίας και της Αγγλίας να εγγυώνται την ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου καθώς και απαγόρευση απ’ αυτές κάθε δραστηριότητας που θα ευνοούσε την ένωση της Κύπρου με οποιοδήποτε άλλο κράτος ή την διχοτόμησή της. Το τρίτο άρθρο προνοούσε όπως σε περίπτωση παραβίασης της συνθήκης, οι τρεις εγγυήτριες χώρες θα συμπράξουν επί των διαβημάτων και των μέτρων που θα εξασφάλιζαν τον σεβασμό των διατάξεων της συνθήκης. Σε περίπτωση που η κοινή δράση δεν θα ήταν δυνατή, κάθε μια από τις τρεις εγγυήτριες χώρες θα είχε το δικαίωμα μονομερών ενεργειών με αποκλειστικό σκοπό την αποκατάσταση της τάξης. Τέλος, το τέταρτο άρθρο αφορούσε τυπικές επικυρώσεις της συνθήκης.
Στο Λονδίνο, κατά την τελική υπογραφή των συμφωνιών, προστέθηκε ένα ακόμη άρθρο στη Συνθήκη Εγγυήσεως που ανέφερε ότι η Ελλάδα, η Τουρκία και η δημιουργούμενη Κυπριακή Δημοκρατία αναλάμβαναν την υποχρέωση να σεβαστούν την ακεραιότητα των περιοχών της Κύπρου που θα παρέμεναν υπό βρετανική κυριαρχία (βρετανικές στρατιωτικές βάσεις) και εγγυούνταν για τα δικαιώματα της Αγγλίας στην Κύπρο.
Με την υπογραφή της συνθήκης αυτής, η νεοϊδρυθείσα Κυπριακή Δημοκρατία αποκτούσε τρεις «προστάτιδες δυνάμεις» που εγγυούνταν την ανεξαρτησία, την ακεραιότητα, τη δημοκρατία και το πολίτευμα.
Εξ αρχής η Τουρκία παραβίασε τη συνθήκη, και συγκεκριμένα το δεύτερο άρθρο, ενθαρρύνοντας και ενισχύοντας με πολεμικό υλικό τους Τούρκους της Κύπρου με σκοπό τη διχοτόμηση. Μετά την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων, ο πρόεδρος Μακάριος κατήγγειλε τη συνθήκη αυτή. Η Τουρκία όμως, παίρνοντας ως αφορμή την κατάλυση της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο με το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας που έγινε στις 15.7.1974, και επικαλούμενη το τρίτο άρθρο της συνθήκης αυτής, διενήργησε την καταστροφική στρατιωτική της εισβολή τον Ιούλιο - Αύγουστο του 1974, κατέλαβε το 38% του κυπριακού εδάφους και επέβαλε την γεωγραφική, πολιτική και πληθυσμιακή διχοτόμηση του νησιού, κατάσταση που εξακολουθεί να υφίσταται. Η άλλη «εγγυήτρια χώρα», η Αγγλία, περιορίστηκε στον μόνιμο ρόλο του απαθούς παρατηρητή. Η Ελλάδα, κυβερνώμενη από το 1967 μέχρι το 1974 από μια ανίκανη στρατιωτική χούντα, όχι μόνο δεν μπόρεσε να προστατεύσει την Κύπρο, αλλά συνέβαλε με το πραξικόπημα στην καταστροφή της. Έτσι, οι τρεις χώρες που εγγυήθηκαν με συνθήκη την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήταν εκείνες που λιγότερο ή περισσότερο κατέστρεψαν ό,τι είχαν εγγυηθεί.