Με την ονομασία αυτή παρέμεινε γνωστή στην πρόσφατη ιστορία της Κύπρου η πρώτη προσπάθεια της ελληνικής χούντας για διευθέτηση και λύση του Κυπριακού προβλήματος σε απ’ ευθείας συνομιλίες με την τουρκική κυβέρνηση, που έγιναν τον Σεπτέμβριο του 1967 και απέτυχαν παταγωδώς.
Η ελληνική στρατιωτική χούντα, που κατέλυσε τη δημοκρατία στην Ελλάδα την 21.4.1967 και επέβαλε στρατιωτική δικτατορία, θέλησε εξ αρχής να επιτύχει κάτι το εντυπωσιακό που θα της προσέδιδε αίγλη και κύρος και θα την καθιέρωνε, όπως πίστευε, στις συνειδήσεις των Ελλήνων. Έτσι σκέφτηκε να πετύχει την λύση του χρόνιου Κυπριακού προβλήματος, και μάλιστα την ιδανικότερη από τις κατά καιρούς προταθείσες ή ζητηθείσες λύσεις, την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα! Αφού μέλη της στρατιωτικής κυβέρνησης της Ελλάδας ήλθαν σε μυστική επαφή με την τουρκική κυβέρνηση, ζήτησαν συνάντηση «υψηλού επιπέδου» και συνομιλίες μεταξύ των πρωθυπουργών Ελλάδας και Τουρκίας για το Κυπριακό. Εντελώς ανεύθυνα, και χωρίς οποιαδήποτε σοβαρή προεργασία, διευθετήθηκε συνάντηση των πρωθυπουργών των δυο χωρών στα ελληνοτουρκικά σύνορα της Θράκης, στον ποταμό Έβρο. Χαρακτηριστικά, ο τότε Τούρκος πρωθυπουργός Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ δήλωσε αργότερα ότι του ζήτησαν να πάει στον Έβρο και πήγε για να δει τι τον ήθελαν οι Έλληνες. Ωστόσο, λίγο πριν από τη συνάντηση, στην Αθήνα επικρατούσε στους διαδρόμους των κυβερνητικών γραφείων μια εντελώς αναίτια όσο και ανόητη ευφορία και αισιοδοξία, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε πολλοί «παράγοντες» επιζητούσαν να περιληφθούν στην ελληνική αντιπροσωπεία για να μοιραστούν τη δόξα που θ’ αποκομιζόταν με την επίτευξη της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα!
Στην Κύπρο, η κυβέρνηση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου δεν εκδηλώθηκε γιατί γνώριζε πως δεν ήταν δυνατό μια τέτοια συνάντηση να έχει σοβαρά αποτελέσματα.
Η συνάντηση ήταν διάρκειας 2 ημερών. Οι συνομιλίες έγιναν στις 9 Σεπτεμβρίου 1967 στο Κεσάν, επί τουρκικού εδάφους, και ολοκληρώθηκαν την επομένη, 10 Σεπτεμβρίου 1967, στην Αλεξανδρούπολη, επί ελληνικού εδάφους. Της ελληνικής αντιπροσωπείας «ηγείτο» ο διορισμένος από τη χούντα πρωθυπουργός Κόλλιας. Μετείχαν ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος, ο στρατηγός Σπαντιδάκις και αρκετοί άλλοι. Η συνάντηση ήταν τόσο φαιδρή, ώστε κατέληξε μέχρι του σημείου η ελληνική αντιπροσωπεία να παρακαλεί τον Τούρκο πρωθυπουργό Ντεμιρέλ να δεχθεί την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, προβάλλοντας μάλιστα το «επιχείρημα» ότι η Τουρκία δεν χρειαζόταν την Κύπρο γιατί διέθετε στη Μικρά Ασία μεγάλες και ακαλλιέργητες ακόμη εκτάσεις.
Ο Ντεμιρέλ διέκοψε τη συνάντηση τη δεύτερη μέρα, δηλώνοντας (και σωστά) ότι έχανε άσκοπα τον χρόνο του. Η ελληνική αντιπροσωπεία επέστρεψε στην Αθήνα με έντονη τη γεύση της αποτυχίας, ανίκανη ωστόσο ν’ αντιληφθεί, έστω και μετά, ότι τα διάφορα θέματα και ιδίως τα εθνικά, δεν είναι αστείες υποθέσεις.