Μουσουλμανικό Ιδρυμα διαχείρισης περιουσιών. Το Εβκάφ, πληθυντ. του βακφ ή βακούφιον = αφιέρωμα περιουσίας στο Ισλάμ, για ν’ αποκτήσει ο αφιερωτής το έλεος του Θεού, με όρους που δεν μπορούν (θεωρητικά) να παραβιαστούν, για σκοπούς φιλανθρωπικούς, εκπαιδευτικούς, πολιτιστικούς, θρησκευτικούς, κοινωφελείς κλπ. Συχνά συνδέονται προς τζαμιά, των οποίων οι ιδρυτές πρόσθεταν σ’ αυτά και κάποιο κοινωφελές ίδρυμα, του οποίου οι δαπάνες συντηρήσεως αναλαμβάνονταν από το τζαμί και αφαιρούνταν από τα έσοδα των κτημάτων του με ειδικό έγγραφο που συντασσόταν από τον ιδρυτή. Εξαρχής η διαχείριση των βακουφίων υπαγόταν σε κρατικό έλεγχο, που τηρούσε την επιθυμία του ιδρυτή για το ποιών κτημάτων τα έσοδα σε κάθε τζαμί θα διατίθενται για τις ανάγκες του βακουφίου και με ποιο ακριβώς τρόπο. Μέρος των εσόδων αυτών, συχνά σημαντικό, φυλασσόταν και καταβαλλόταν στους απογόνους του ιδρυτή, που έτσι συνδύαζε το τερπνόν μετά του ωφελίμου, την σωτηρία της ψυχής του με τη συντήρηση «αχαΐρευτων» απογόνων και την πλούσια συντήρηση των ικανών.
Στην Κύπρο τα πρώτα βακούφια ιδρύθηκαν μετά την οθωμανική κατάκτηση του νησιού το 1570 / 1571 και υπάγονταν στη δικαιοδοσία του σουλτάνου της Κωνσταντινουπόλεως. Όταν από το 1828 στην Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε το υπουργείο του Εβκάφ, που αποκρυσταλλώθηκε δομικά στα 1835, τα κυπριακά βακούφια διοικούνταν κατά το πρότυπο του από εντόπια διεύθυνση βακουφίων, αλλά δεν υπήχθησαν σ’ αυτό. Τα βακούφια διαιρούνταν σε mazbouta ή βακούφια του θρόνου και mulhaka vakfiler, ιδιωτικά, που υποδιαιρούνταν σε mulhaka- non - meshrouta vakfiler, διοικούμενα αρχικά από εντολοδόχους (mütevelli) και αργότερα από τη διεύθυνση του Εβκάφ, και τα mulhaka - meshrouta vakfiler, που διοικούνταν από επιτρόπους (mütevelli).
Με τη βρετανική κατοχή (1878) η παρακολούθηση της διοίκησης των βακουφίων κι όλων των συναφών ιδρυμάτων (τζαμιών, κοιμητηρίων, μουσουλμανικών σχολείων κλπ.) στο νησί ανετέθη σε δυο αντιπροσώπους ή επιθεωρητές, ένα Μουσουλμάνο Κύπριο που διοριζόταν από τη Διοίκηση Ευαγών Ιδρυμάτων (Evkaf) στην Κωνσταντινούπολη, και δεύτερο Βρετανό που διόριζε η τοπική βρετανική διοίκηση στη Λευκωσία. Οι ευθύνες των δυο «επιθεωρητών» δεν καθορίζονται με σαφήνεια, και στην πράξη αυτοί διοικούσαν, όχι απλώς παρακολουθούσαν τη διαχείριση των μουσουλμανικών ευαγών ιδρυμάτων της Κύπρου. Με το νέο καθεστώς τουλάχιστον ελαττώθηκε, αν δεν εξέλιπε, η εκμετάλλευση του Εβκάφ από ιθύνουσες τουρκοκυπριακές οικογένειες, και τα έσοδά του αυξήθηκαν σημαντικά: από £ 1.658 μέσο όρο εσόδων και £683 εξόδων της περιόδου 1873 - 1878, σε £1.992 και £1.916 στην περίοδο 1878 - 1902, και £3.268 και £3.123 στην περίοδο 1902 - 1907. Αντίθετα προς τα έσοδα της Εκκλησίας της Κύπρου, τα έσοδα του Εβκάφ, αντί μικρού τιμήματος, εισπράττονταν από τους εισπράκτορες φόρων της αποικιακής κυβέρνησης για λογαριασμό του, και αυτό έδινε στην κυβέρνηση δυνατότητα ελέγχου της μουσουλμανικής, όπως λεγόταν τότε (= τουρκοκυπριακής) μειονότητας.
Ο Τουρκοκύπριος «επιθεωρητής» του Εβκάφ από το 1904 ως το 1925 Μούσα Ιρφάν, πολέμιος της τουρκοελληνικής συνεργασίας από το 1902, υπήρξε ταυτόχρονα πρόμαχος των τουρκοκυπριακών προνομίων και της συνεργασίας των Τουρκοκυπρίων με το αποικιακό καθεστώς, καθώς και απολογητής του τελευταίου. Μετά την προσάρτηση της Κύπρου στη Βρετανία στις 5 Νοεμβρίου 1914, με Διάταγμα - εν- Συμβουλίω της 30 Νοεμβρίου 1915 ο κυβερνήτης εξουσιοδοτήθηκε να διορίζει και τον Τουρκοκύπριο επιθεωρητή του Εβκάφ, όπως και τον Βρετανό. Στα 1924 οι δυο επιθεωρητές του Εβκάφ Ιρφάν και Α.Ε. Gallagher (αρχιαστυνόμος) ζήτησαν δάνειο £ 10.000 από τη Γεωργική Τράπεζα για διανομή στους Τουρκοκυπρίους χωρικούς, το οποίο εγκρίθηκε. Όταν στα 1925 καταργήθηκε πλήρως η δεκάτη στα δημητριακά και κατά συνέπεια η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να εισπράττει τα εισοδήματα του Εβκάφ για λογαριασμό του, διότι συνίστατο σε δεκατείες, η κυβέρνηση αν και δεν είχε πλέον νομική υποχρέωση αποφάσισε να καταβάλλει στο Εβκάφ ετησίως £5.000 ως αποζημίωση για την απώλεια των εσόδων των δεκατειών (αντί του κανονικού ύψους £5.182). Αυτό συνέχιζε την πολιτική του 1897, οπότε μετά την μερική κατάργηση μικρών δεκατειών η κυβέρνηση κατέβαλλε στο Εβκάφ αποζημίωση £262 ετησίως. Η φιλοβρετανική πολιτική του Ιρφάν βρήκε αντιπάλους ανάμεσα στους Τουρκοκυπρίους, όπως ο βουλευτής Πάφου - Λεμεσού Δρ. Μούσα Εγιούμπ, που στα 1922 - 1923 ζήτησε, μαζί με άλλα, πλήρη έλεγχο των «μουσουλμανικών» σχολείων και του Εβκάφ από αντιπροσωπευτικό «μουσουλμανικό» (= τουρκοκυπριακό) συμβούλιο, προκαλώντας την αντίδραση του Ιρφάν σε κείμενο που ήταν απολογία του ιδίου και των Βρετανών αποικιοκρατών.
Ο διάδοχος του Ιρφάν, Μεχμέτ μπέης, υπήρξε εξίσου ισχυρό πρόσωπο και στενός συνεργάτης των Βρετανών, όντας ταυτόχρονα και μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου, αλλά και σταδιακά κάτοχος πολλών άλλων αξιωμάτων - κλειδιών στη δημόσια ζωή και ευνοώντας συγγενείς του σε άλλες θέσεις - κλειδιά.
Στα τέλη του 1927 οι Έλληνες βουλευτές ζήτησαν μάταια την απάλειψη, από τον προϋπολογισμό, των καταβολών προς το Εβκάφ και τα μουσουλμανικά δικαστήρια, καθώς και προς τον μουφτή. Κατά την αναδιοργάνωση του Εβκάφ στα 1928, που οφειλόταν στον Μουνίρ και του κυβερνήτη σερ Ρόναλντ Στόρρς και τους συμβούλους του, το Εβκάφ έγινε κυβερνητικό τμήμα από μια άποψη, κι από άλλη παρέμεινε «ανεξάρτητο»∙ οι επίτροποι ή επιθεωρητές του διορίζονταν από την κυβέρνηση, αλλά ούτε αυτοί ούτε το προσωπικό του θα ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι. Όλοι θα αμείβονταν από το ταμείο του Εβκάφ και όχι από το κράτος, οι συντάξεις όμως όλων αυτών θα μπορούσαν να καταβληθούν από τον κυβερνήτη κατά την κρίση του. Ο Μουνίρ μπέης θα εθεωρείτο ημιεπίσημος δημόσιος υπάλληλος, αφού εκτελούσε καθήκοντα διευθυντή του Εβκάφ κατά τον νόμο, αλλά ωστόσο εδικαιούτο να υπηρετεί ως ανεπίσημο μέλος και του Νομοθετικού και του Εκτελεστικού Συμβουλίου της αποικίας (Διάταγμα - εν - Συμβουλίω της 20ης Νοεμβρίου 1928). Με τις αλλαγές αυτές το Εβκάφ ανέλαβε την ευθύνη διορισμού του μουφτή και ελέγχου των μουσουλμανικών δικαστηρίων (sherya). Με την αποχώρηση του σώφρονος μουφτή Χατζή Χαφούζ (1910 - 1927), που είχε διοριστεί από τον σουλτάνο βάσει των συμφωνιών του 1878, ο θεσμός καταργήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1928) και αντ’ αυτού δημιουργήθηκε από τον πανίσχυρο Μουνίρ ο θεσμός του Φετβά Εμινί, στον οποίο διορίστηκε (1 Ιανουαρίου 1929) ο Μ. Χακκή εφένδης. Ο Μουνίρ εφεξής διόριζε και τους πράκτορες του Εβκάφ με επιπρόσθετα καθήκοντα θρησκευτικών δικαστών που αμείβονταν από το Εβκάφ μετά από έγκριση του κυβερνήτη- αποκορύφωμα της υποταγής της τουρκοκυπριακής μειονότητας στους Βρετανούς. Παρά τις αντιδράσεις στην ανώμαλη αυτή κατάσταση από Έλληνες - ακόμη και στα 1931 - και μερικούς Άγγλους (όπως ο αναπληρωτής κυβερνήτης Νίκολσον, τελ. 1928 αρχ. 1929), ο Μουνίρ ξαναδιορίστηκε στο Εκτελεστικό Συμβούλιο από τον Κυβερνήτη Στορρς στις 13 Νοεμβρίου 1929 μετά την ολιγόμηνη απομάκρυνσή του από τον Νίκολσον. Μέχρι το 1930, και δη στα 1927, το Εβκάφ είχε καταβάλει σημαντικά ποσά για τη βελτίωση των «μουσουλμανικών» σχολείων, πέραν των όσων διέθεταν το «Μουσουλμανικό» Συμβούλιο Εκπαιδεύσεως και οι χωρικοί.
Η προϊούσα ισχύς των νεοτουρκικών ιδεών στην Κύπρο γύρω στα 1930 με την υποστήριξη του Τούρκου προξένου Ασάφ μπέη συνέβαλε στην αυξανόμενη αντίδραση εναντίον του Μουνίρ. Έτσι στα 1930 ο δικηγόρος Αχμέτ Σαΐντ από την Πάφο υπέβαλε τρία έγγραφα προς την βρετανική κυβέρνηση μέσω του Στορρς, στα οποία μεμφόταν την παράνομη και παράλογη κατοχή πλήθους αξιωμάτων από το δημόσιο υπάλληλο διευθυντή του Εβκάφ, ιδίως τον διορισμό του ex officio στο Εκτελεστικό και το Νομοθετικό Συμβούλιο κατά παράβαση νόμων και διαταγμάτων της αποικίας. Ο Στορρς υπεράσπισε τον προστατευόμενό του, μέσω του οποίου έλεγχε την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Και ο Ασάφ μπέης αντιδρώντας στην παντοδυναμία του Μουνίρ επενέβη στα 1930 στη διοίκηση του Εβκάφ επικρίνοντας τον πράκτορά του Χασάν Χιλμί για παράλειψή του να δώσει λογαριασμό στους μουτεβελλήδες του βακουφίου Τζαφέρ πασά, υποδεικνύοντάς του ότι είχε ανεξαρτησία στη διαχείρισή του, ενώ αυτός είχε ήδη στείλει τους λογαριασμούς στους διορισμένους επιτρόπους μέσω του διευθυντή Μουνίρ. Οι Άγγλοι έκαμαν παραστάσεις στην Άγκυρα, κι ο Ασάφ ανεκλήθη (Νοέμβριος 1930). Αλλά και άλλοι «Νεότουρκοι» στην Κύπρο αντιδρούσαν στην πολιτική του Μουνίρ στο Εβκάφ, όπως ο Νετζαττί μπέης Μπιρλιζαντέ, μέλος του δημοτικού συμβουλίου Λευκωσίας, που εξελέγη βουλευτής Λευκωσίας - Κερύνειας στα 1930. Κι αυτός και άλλοι κατηγορούσαν το Εβκάφ ότι παρέλειψε να φωταγωγήσει τους μιναρέδες της Λευκωσίας στις 29 Οκτωβρίου 1930, εθνική ημέρα της Τουρκίας, και αντιδρούσαν στην εύνοια του μουφτή στα αγγλικά σχέδια αγγλοποιήσεως του Τουρκικού Λυκείου Λευκωσίας με το να χρηματοδοτεί μερικώς από το ταμείο του Εβκάφ τα πρακτικά συναφή μέτρα του Στορρς. Η αντίδραση των Νεοτούρκων συνεχίστηκε στα 1931 από τους Νετζαττί, Μ. Ζεκιά, Μπεχαεντίν, Ζουτχί και Μουνίρ (χημικό, άσχετο με τον Μουνίρ μπέη), που ζητούσαν την άρση της διακοπής χορηγιών του Εβκάφ και της κυβερνήσεως στο Λύκειο επειδή η κεμαλική επιτροπή του αντιδρούσε στα εξαγγλιστικά σχέδια που υπεστήριζε ο Μουνίρ μπέης. Έτσι όμως το κύρος του τελευταίου φθάρηκε και στα μέσα του 1931 το Τουρκικό Εθνικό Κογκρέσο υπό τον Νετζαττί κ.ά. ζήτησε την υπαγωγή του Εβκάφ κατ’ ευθείαν στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, την κατάργηση των δικαστηρίων sherya του Εβκάφ ως εξαρτημένων και κακώς οργανωμένων, την πληρωμή του μουφτή από ένα ελεύθερο από τους Άγγλους Εβκάφ και την αφαίρεση των αρμοδιοτήτων του από τους επιτρόπους ή επιθεωρητές του Εβκάφ, ένας από τους οποίους ήταν Άγγλος.
Η αποτυχία του Μουνίρ μπέη στις εκλογές του 1930 δεν τερμάτισε την εξάρτηση του Εβκάφ από την αποικιακή διοίκηση, που έληξε μόνο στα 1956 με την εφαρμογή του Νόμου περί Εβκάφ του 1955, σύμφωνου προς τις εισηγήσεις της Επιτροπής Τουρκικών Υποθέσεων που είχε συσταθεί στα 1948 από τους Άγγλους στα πλαίσια της πολιτικής τους να προσεταιρισθούν την τουρκοκυπριακή μειονότητα και να τη χρησιμοποιήσουν κατά του ογκωμένου ενωτικού ρεύματος μεταξύ των Ελλήνων της Κύπρου. Στην Επιτροπή εκείνη μετείχαν μαζί με άλλους ο Μ. Ζεκιά, ο (μουφτής) Μ. Ντανά και ο Ραούφ Ραΐφ Ντενκτάς, ο μετέπειτα εξτρεμιστής ηγέτης των Τουρκοκυπρίων, και οι εισηγήσεις της περιέχονται σ’ ένα σημαντικό για τις μετέπειτα εξελίξεις τομίδιο (Interim Report of the Committee of Turkish Affairs, Nicosia, 1949). Με βάση τον Νόμο του 1955, η διαχείριση του Εβκάφ ανελήφθη από το Ανώτατο Συμβούλιο του Εβκάφ από 15 μέλη εκλεγόμενα, τον μουφτή και τα διορισμένα μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου ως ex officio μέλη. Οι περιουσίες των αγροτικών τζαμιών διοικούνταν από τις εκλεγόμενες για 4 χρόνια Επιτροπές Αγροτικών Τζαμιών κατά επαρχίες, που επιθεωρούνταν από το Ανώτατο Συμβούλιο.
Με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960 οι εξουσίες του Ανωτάτου Συμβουλίου του Εβκάφ μεταβιβάσθηκαν στην Τουρκική Κοινοτική Συνέλευση, που εξακολουθούσε, τουλάχιστον ως το 1974, να τις ασκεί. Ο αριθμός των βακουφίων που υπάγονταν στο Εβκάφ ως το 1974 (χρόνο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο) ήταν 131 σ’ ολόκληρη την Κύπρο. Μετά την εισβολή η διοίκηση του Εβκάφ πέρασε από νέες φάσεις που δεν μας είναι επακριβώς γνωστές. Στα 1979 το Εβκάφ ζήτησε από το «επαρχιακό δικαστήριο Αμμοχώστου» να εκδώσει διάταγμα προστασίας της περιουσίας του στα Βαρώσια, που υπήρχε πιθανότητα τότε να επιστραφούν στην ελληνοκυπριακή κοινότητα στα πλαίσια συζητούμενης λύσεως του Κυπριακού. Η έκταση εκείνη από την Έγκωμη - Άγιο Λουκά ως τον Σταυρό, είχε εκχωρηθεί ως τιμάρια στις 24 Οκτωβρίου 1570 από τον Τούρκο αρχιστράτηγο Λαλά Μουσταφά σε τρεις Βενετούς εξισλαμισθέντες που προοήλθαν από την Κερύνεια και παραδόθηκαν σ’ αυτόν, αργότερα δε μετατράπηκαν σε βακούφια από τους απογόνους για εξασφάλιση της ευμάρειάς τους, και πουλήθηκαν στους Ελληνοκυπρίους κατά διαστήματα. Χαρακτηριστικά τα βακούφια αυτά έφεραν το όνομα των τριών εξωμοτών, Αμπντουλλάδες ( = Θεόκλητοι, σύνηθες στους εξωμότες).
Το αρχείο του Εβκάφ είναι πλουσιότατο σε έγγραφα κατάστιχα και άλλο υλικό, και φυλάσσεται σήμερα κατά μέγα μέρος στο οίκημά του στη βόρεια Λευκωσία.
Κ.Π. ΚΥΡΡΗΣ