Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πουλλίν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το πουλί. 2. ομάδα από μέλισσες (σμίνος). 3. βλ. κλωνού (το τσουτσουνάκι, το πέος μωρού).

Συνώνυμα:

Πουλλού, Πουλλούα (η)