Ηγούμενος του μοναστηριού του Σταυροβουνιού κατά την περίοδο 1889-1902. Γεννήθηκε στην ενορία του Αγίου Κασσιανού Λευκωσίας το 1830 και είχε το πατρικό επώνυμο Χρηστίδης. Τόσο για την νεανική του ηλικία όσο και για τη ζωή του μέχρι το 1875 πολύ λίγα πράγματα μας είναι γνωστά, όπως ότι υπηρέτησε γύρω στα 1860 ως ιεροδιάκονος στη μητρόπολη Κιτίου όταν μητροπολίτης ήταν ο Μελέτιος Μοδινός (1846-1864). Μας είναι ακόμη γνωστό ότι για κάποιο διάστημα διετέλεσε ιεροδιάκονος στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Δεν γνωρίζουμε όμως πώς βρέθηκε εκεί, τι μόρφωση έλαβε και ποιες σχέσεις είχε με τους πολλούς διδασκάλους, που είχαν κυπριακή καταγωγή και υπηρετούσαν στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπως τον Σαμουήλ τον Κύπριο (1782-1855) και τον Αντώνιο Χαρίλαο (+1889). Αργότερα ο Διονύσιος εγκαταστάθηκε στην σκήτη των Καυσοκαλυβίων, στην καλύβη Άγιος Χαράλαμπος στο Άγιον Όρος, όπου μόνασε για μεγάλο διάστημα. Εκεί έγινε μεγαλόσχημος μοναχός και διδάχθηκε την τέχνη της αγιογραφίας, την οποία υπηρέτησε ως άριστος ζωγράφος σε όλη την υπόλοιπή του ζωή.
Άγνωστο μας είναι επίσης πότε ο Διονύσιος επέστρεψε στην Κύπρο. Το 1875 τον συναντούμε να μονάζει στην τοποθεσία «Φτελλεχιά» κοντά στο χωριό Κόρνος, όπου είχε ανεγείρει μοναχικό κελί κοντά στο μικρό εκκλησάκι της Παναγίας. Στο μεταξύ το ιστορικό μοναστήρι του Σταυροβουνιού είχε αρχίσει από τις αρχές του 19ου αιώνα να παρακμάζει με αποτέλεσμα στα μέσα του ίδιου αιώνα να εγκαταλειφθεί από τους μοναχούς του. Έκτοτε η λιγοστή κτηματική περιουσία του ενοικιαζόταν από την Ιερά Μητρόπολη Κιτίου, στην οποία υπαγόταν, σε διάφορους χωρικούς που φρόντιζαν για τη συντήρησή της. Τούτο συνέβαινε μέχρι το 1875, οπότε το μοναστήρι ενοικιάστηκε από τον Διονύσιο αντί του ποσού των 18 λιρών ετησίως.
Ο Διονύσιος εγκαταστάθηκε στο Σταυροβούνι με μία τετραμελή συνοδεία μοναχών, έχοντας σκοπό να το ανακαινίσει και να το επαναλειτουργήσει. Το έργο του όμως ήταν ιδιαίτερα δύσκολο και επίπονο, αφού όπως αναφέρει εφημερίδα του περασμένου αιώνα, το μοναστήρι την περίοδο αυτή «εχρησίμευε ως καταφύγιο των κοράκων και των όφεων». Η κτηματική περιουσία του μοναστηριού ήταν επίσης πολύ μικρή και δεν επαρκούσε για τα έξοδα συντήρησης της αδελφότητας. Έτσι, ύστερα από παραμονή δυόμισι χρόνων σ’ αυτό, ο Διονύσιος και η συνοδεία του το εγκατέλειψαν και επέστρεψαν στον Άγιον Όρος.
Εκεί παρέμεινε μέχρι το 1882, οπότε επέστρεψε και πάλι στην Κύπρο και εγκαταστάθηκε στην τοποθεσία «Αναφανή», κοντά στο μοναστήρι της Τροοδίτισσας, όπου ανήγειρε μοναχικό κελλί. Κύρια ασχολία του όσο καιρό διέμενε στο «κελλίν του Μοναχού», όπως ήταν γνωστό το κελλί του στην γύρω περιοχή, ήταν η αγιογραφία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι οκτώ από τις εννέα εικόνες που ευρίσκονται στο τέμπλο του ναού του μοναστηριού είναι υπογραμμένες από τον «οικτρόν μοναχόν Διονύσιον», και έχουν χρονολογία κατασκευής τους το έτος 1884. Η ένατη εικόνα του τέμπλου είναι η περίφημη «Παναγία η Τροοδίτισσα», η οποία σύμφωνα με την παράδοση είναι μία από τις εβδομήντα που ζωγράφισε ο απόστολος Λουκάς. Παράλληλα ο Διονύσιος δίδαξε τόσο στους μοναχούς όσο και στους μαθητές του σχολείου που λειτουργούσε στο μοναστήρι, βυζαντινή μουσική και αγιογραφία.
Στο μεταξύ, μετά την αποχώρηση του Διονυσίου και της συνοδείας του, τα κτήματα της μονής του Σταυροβουνιού ενοικιάστηκαν το 1878 στον ιερομόναχο Ιωαννίκιο από την Βάβλα. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1888, από απροσεξία του μοναχού αυτού, το μοναστήρι καταστράφηκε ολοσχερώς από μεγάλη πυρκαγιά. Τότε ο Διονύσιος επέστρεψε τον Ιανουάριο του επομένου έτους και πάλι στο Σταυροβούνι, με στόχο αυτή τη φορά την ίδρυση μοναστηριού που θα ακολουθούσε το αγιορείτικο τυπικό. Αφού διεξήγαγε εράνους στην Κύπρο, την Αίγυπτο, το Άγιον Όρος και αλλού, συνέλεξε ικανοποιητικό ποσό χρημάτων και επιδόθηκε στην ανοικοδόμησή του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, εξ αιτίας της φήμης του Διονυσίου, το Σταυροβούνι απέκτησε και την πρώτη αδελφότητά του στα νεότερα χρόνια, η οποία βοήθησε σε μεγάλο βαθμό ώστε τούτο να επαναποκτήσει την παλαιά του αίγλη. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1890 προστέθηκαν στο κτίριό του νέα κελλιά, ανοικοδομήθηκαν τα παλαιά, φυτεύτηκαν νέες εκτάσεις γης, δημιουργήθηκαν νέοι κήποι με νομευτικά φυτά και αμπελώνες, οι οποίοι είχαν ως αποτέλεσμα το μοναστήρι να καταστεί αύταρκες σε αγαθά και να μπορεί να αυτοσυντηρείται.
Ο Διονύσιος εξακολούθησε παράλληλα να ασκεί την αγιογραφία και να συνεισφέρει έτσι με σημαντικό ποσό χρημάτων στην ανακαίνιση του μοναστηριού. Η φήμη του ως εξαίρετου αγιογράφου ήταν πολύ μεγάλη και τα έργα του γίνονταν αντικείμενα θαυμασμού, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και μακριά από αυτήν. Αρκετά από αυτά κόσμησαν ναούς των Αθηνών, ειδικά μετά τη βράβευσή του το 1901 από καλλιτεχνική επιτροπή για το έργο του «Μυστικός Δείπνος» στην κυπριακή έκθεση που έγινε στην ελληνική πρωτεύουσα με πρωτοβουλία του Κυπρίου λογίου Γεωργίου Φραγκούδη (1869- 1939). Ταυτόχρονα ζωγράφισε και τις εικόνες που ευρίσκονται μέχρι σήμερα στο τέμπλο της εκκλησίας του μοναστηριού του Σταυροβουνιού, όπως και τη μεγάλη προσκυνηματική εικόνα της αγίας Βαρβάρας στο ομώνυμο μετόχιο. Στην εικόνα του Χριστού, η οποία ευρίσκεται στο τέμπλο της εκκλησίας του μοναστηριού, ο Διονύσιος έγραψε τα ακόλουθα: «Ἃπασαι αἱ κατά σειράν ἃγιαι εἰκόνες ἐζωγραφήθησαν χειρί τοῦ ἐν διακόνοις Διονυσίου Μοναχοῦ το 1892». Στην δε εικόνα της αγίας Βαρβάρας έγραψε και πάλιν το όνομά του και το έτος αγιογράφησης: «Δέησις του δούλου σου Διονυσίου μοναχοῦ ζωγράφου, 1898».
Στα μέσα της δεκαετίας του 1890 κοντά στον Διονύσιο κατέφυγε ο μετέπειτα μεγάλος πεζογράφος Νίκος Νικολαΐδης (1884-1956), ο οποίος ήταν τότε πολύ νέος και ορφανός από πατέρα και μητέρα. Ο Διονύσιος τον δίδαξε την αγιογραφία και τον βοήθησε να διευρύνει τις γνώσεις του γύρω από την ελληνική πνευματική δημιουργία. Από το Σταυροβούνι ο Νικολαΐδης έφυγε σε ηλικία 14 ή 15 χρόνων και για αρκετά χρόνια τριγύριζε στα χωριά της κυπριακής υπαίθρου όπου εξασκούσε το επάγγελμα του αγιογράφου. Σε αυτόν οφείλεται και το πορτραίτο του Διονυσίου που σήμερα ευρίσκεται στη συλλογή της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Kύπρου. To πορτραίτο αυτό πρωτοπαρουσιάστηκε μαζί με πολλούς άλλους πίνακες στην έκθεση που διοργάνωσε ο Νικολαΐδης το 1919 στη Λεμεσό.
Η πρώτη αδελφότητα στη νεότερη ιστορία της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου, η οποία σχηματίστηκε γύρω από τον Διονύσιο περιελάμβανε μερικούς από τους πιο ονομαστούς για την ασκητικότητα του βίου τους Κυπρίους μοναχούς του αιώνα μας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι κατά σάρκαν αδελφοί Βαρνάβας (1864-1948), Καλλίνικος (+1943) και Γρηγόριος (1866 - 1932) από το Καϊμακλί, τους οποίους ο Διονύσιος προσκάλεσε στο Σταυροβούνι από το Άγιον Όρος όπου μόναζαν. Στη δύναμη της πρώτης αδελφότητας ανήκαν και οι επίσης κατά σάρκαν αδελφοί Παΐσιος (1870-1950) και Δαμασκηνός (1869-1942) από την Αραδίππου. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι μοναχοί αυτοί στα 1939, ύστερα από παράκληση του τότε τοποτηρητή του αρχιεπισκοπικού θρόνου Λεοντίου (1896 -1947) μετέβησαν στην Ιερά Μονή Τροοδίτισσας, την οποία μετέτρεψαν σε κοινόβιο και δημιούργησαν έτσι και ένα δεύτερο μοναστήρι, εκτός από το Σταυροβούνι, το οποίο έκτοτε ακολουθεί το αθωνίτικο τυπικό. Από τους υπόλοιπους μοναχούς αναφέρονται ο μετέπειτα ηγούμενος Διονύσιος Β' (1880-1952) από τη Γαλάτα, ο ιερομόναχος Μακάριος (1879-1957) ο πνευματικός, καθώς και ο μοναχός Κύριλλος από τον Άγιο Ιωάννη Αγρού, ο οποίος αργότερα κατέφυγε στο Άγιον Όρος όπου και πέθανε.
Ο Διονύσιος απεβίωσε στις 28 Φεβρουαρίου 1902 στο χωριό Κόρνος, όπου διέμενε για κάποια χρονικά διαστήματα, όταν ήταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία, κοντά στην αδελφή του Σταυρούλα Αντωνιάδη. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους στυλοβάτες του κυπριακού μοναχισμού και συνέβαλε τα μέγιστα στην αναζωογόνηση του κοινοβιακού μοναχισμού στην Κύπρο. Θεωρείται δε από πολλούς μελετητές της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του νησιού ως ο ουσιαστικότερος εκπρόσωπός του κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας.
Βιβλιογραφία
Ο Διονύσιος Χρηστίδης (1830- 1902) και το αγιογραφικό του έργο, Κωστής Κοκκινόφτας