Το 1949 αποδέχθηκε πρόσκληση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου και ανέλαβε τη διεύθυνση της νεοϊδρυθείσης Ιερατικής Σχολής «Απόστολος Βαρνάβας».
Ο Διονύσιος γεννήθηκε το 1907 στο Αβτζιλάρ Αδραμυττίου της Μικράς Ασίας. Το 1924, δύο χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή κατά την οποία δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους οι γονείς και δύο αδελφές του, κατέφυγε στη μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους όπου εκάρη μοναχός στις 10 Αυγούστου 1925. Ακολούθως φοίτησε στην Αθωνιάδα Σχολή και αργότερα στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, όπου το 1934 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1935 πρεσβύτερος από τον σχολάρχη, επίσκοπο Μιλήτου Αιμιλιανό.
To 1940 ο Διονύσιος προσελήφθη ως ιεροκήρυκας στη Μητρόπολη Μηθύμνης. Παράλληλα εξασκούσε και τα καθήκοντα του γενικού αρχιερατικού επιτρόπου καθώς και αυτά του ηγουμένου της μονής Λειμώνος. Τον Αύγουστο του 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς με την κατηγορία ότι απέκρυπτε και περιέθαλπε Βρετανούς στρατιώτες. Υπέστη τότε φρικτά βασανιστήρια και αφού καταδικάστηκε σε δεκαετή φυλάκιση κλείστηκε στις ποινικές φυλακές Μυτιλήνης. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανέπτυξε αξιόλογη εθνική και θρησκευτική δράση ενισχύοντας και τονώνοντας το ηθικό των πολυπληθών κρατουμένων. Στις αρχές του 1944 μεταφέρθηκε στη Γερμανία, όπου κλείστηκε σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, μέχρι τις 4 Μαΐου 1945, ημέρα που ο αμερικανικός στρατός απελευθέρωσε τους κρατουμένους.
Ο Διονύσιος, παρά την απελευθέρωσή του, παρέμεινε για ικανό χρονικό διάστημα στη Γερμανία και εργάστηκε για τη συγκέντρωση των Ελλήνων αιχμαλώτων στο Μόναχο και την ασφαλή επιστροφή τους στην Ελλάδα. Ακολούθως εργάστηκε ως ιεροκήρυκας και ως καθηγητής σε γυμνάσιο στη Ναύπακτο.
Στην Κύπρο
Το 1949 αποδέχθηκε πρόσκληση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου και ανέλαβε τη διεύθυνση της νεοϊδρυθείσης Ιερατικής Σχολής «Απόστολος Βαρνάβας». Στην Κύπρο εργάστηκε για δύο χρόνια και ανέπτυξε ποικίλη συγγραφική και πνευματική δράση. Άρθρα του, θρησκευτικού κυρίως περιεχομένου, δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό της Εκκλησίας της Κύπρου «Απόστολος Βαρνάβας». Τον Νοέμβριο του 1951 εξελέγη μητροπολίτης Λήμνου, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε τα νέα του καθήκοντα.
Την περίοδο του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1955-59 διετέλεσε μέλος, και για ένα έτος αντιπρόεδρος, της Πανελλήνιας Επιτροπής Αυτοδιαθέσεως Κύπρου. Από τη θέση αυτή εργάστηκε με πατριωτικό ζήλο για την προβολή του κυπριακού αγώνα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Στη Μητρόπολη Λήμνου παρέμεινε μέχρι το 1959, οπότε εξελέγη ως νέος μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών. Τόσο ως Λήμνου, όσο και ως Τρίκκης και Σταγών ανέπτυξε ποικίλη δράση ιδρύοντας μαθητικά οικοτροφεία και συσσίτια, παιδικούς σταθμούς, ορφανοτροφεία, γηροκομεία, καθώς και άλλα κοινωφελή ιδρύματα. Ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή βιβλίων ποιμαντικού περιεχομένου, όπως επίσης και με τη χριστιανική λογοτεχνία. Πέθανε στις 4 Ιανουαρίου 1970 σε νοσοκομείο των Αθηνών ύστερα από πολύμηνη ασθένεια.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια