Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πέδουκλα (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πέδικλα (1. το ποδοπέδη. 2. η πονηρή ή ύπουλη ενέργεια για την παρεμπόδιση της δράσης ή του έργου κάποιου).

Συνώνυμα:

Πέικλα (τα)