Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πατσ̌αρίσ̌ια (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

άχρηστα πράγματα - συνήθως ατακτοποίητα.

Συνώνυμα:

Πατσ̌αρίτζ̌ια (τα)